Πέμπτη 23 Νοέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
Στην Ευρώπη του Μάαστριχτ
Λιτότητα και ανεργία είναι το τίμημα για την ένταξη στην ΟΝΕ
  • Συγχαρητήρια της Κομισιόν στην κυβέρνηση για τις αντιλαϊκές της επιδόσεις
  • Η  Ελλάδα  παραμένει η  φτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης
  • Το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας  

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ (του ανταποκριτή μας Βησ. ΓΚΙΝΙΑ).-

Η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) μετά την Ισπανία, στο 11,2% του ενεργού πληθυσμού, «οι πραγματικές αμοιβές μειώθηκαν περαιτέρω το 1999», υπάρχει «πρόβλημα» με την αύξηση του πληθωρισμού, παρόλο που «δεν αναμένεται πληθωριστική πίεση από τους μισθούς», διαπιστώνεται αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που είναι το μεγαλύτερο στην ΕΕ μετά την Πορτογαλία, αλλά, σε αντίθεση, υπάρχει «συνεχής βελτίωση στη δημοσιονομική αυστηρότητα» και «υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης». Τα ανωτέρω αποτελούν επίσημες διαπιστώσεις της Κομισιόν, η οποία δημοσίευσε χτες στις Βρυξέλλες την καθιερωμένη «φθινοπωρινή» οικονομική έκθεση, με «εκτιμήσεις» για το τρέχον έτος 2000, «προβλέψεις» για το 2001 και «προβλέψεις στη βάση σεναρίου αμετάβλητων πολιτικών» για το 2002.

Χωρισμένη στα δύο

Προκύπτει, εμφανώς, μια Ελλάδα χωρισμένη στα δύο. Η ένταξη στην ΟΝΕ του Μάαστριχτ επιβάλλει «ευημερία» των «ονομαστικών κριτηρίων» με σχετική αύξηση του πλούτου, παρόλο που η χώρα παραμένει σταθερά η πιο φτωχή της ΕΕ, και συμμόρφωση των κρατικών «επιδόσεων» στις νεοφιλελεύθερες επιταγές. Ταυτόχρονα, και εξαιτίας αυτού, ανοίγει δραματικά η ταξική ψαλίδα, με αύξηση της λαϊκής φτώχειας, της ανεργίας και της κοινωνικής εξαθλίωσης, αλλά και με συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και της σημασίας της στην ΕΕ και τον υπόλοιπο κόσμο.


Παπαγεωργίου Βασίλης

Σε επίπεδο ΕΕ, η Κομισιόν επιχαίρει μόνο για τις «συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις» και τη «βελτίωση των δημοσιονομικών», που επιτάσσει η ΟΝΕ του Μάαστριχτ, παρόλο που «η προσπάθεια διαρθρωτικής σταθεροποίησης παρουσιάζει κάμψη, καθότι το όφελος από την ανάπτυξη χρησιμοποιείται εν μέρει για φορολογικές ελαφρύνσεις». Το μεγάλο πρόβλημα για την Κομισιόν είναι η «απρόβλεπτη» εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου και υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο με τίτλο «Κίνδυνοι και αβεβαιότητες: δευτερογενείς επιπτώσεις από την αύξηση».

Η πορεία του ΕΥΡΩ

Η «αδυναμία» του Ευρώ ευνόησε τις εξαγωγές των ευρωπαϊκών «μεγάλων δυνάμεων», αλλά «η αύξηση των τιμών του πετρελαίου έγιναν αισθητές μετά το δεύτερο τρίμηνο του 2000». Η Κομισιόν εκτιμά ότι το «ουσιαστικό σε παγκόσμιο επίπεδο» είναι η λεγόμενη ομαλή προσγείωση της οικονομίας των ΗΠΑ, δηλαδή η «υποχώρηση» του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ από 5,1% το 2000 στο 3,3% το 2001.

Το καινούριο ιδεολόγημα για την ευρωπαϊκή ανεργία στηρίζεται στην άποψη ότι «η εμφάνιση ελλείψεων ειδικευμένου προσωπικού θα αποτρέψει τις επιχειρήσεις από τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης» (!!!) Παλιότερα οι εργαζόμενοι «ευθύνονταν» για τους «υπερβολικούς» μισθούς, τώρα γιατί δεν έχουν «ειδικευμένα προσόντα», αύριο θα βρεθεί κάτι άλλο.

Τέλος, η Κομισιόν εκφράζει «ανησυχίες» και για τη «σταθερότητα των χρηματαγορών», αφού «σε περίπτωση αιφνίδιας και άτακτης προσαρμογής, ενδέχεται να σημειωθούν βίαιες αλλαγές διεύθυνσης στις ροές των κεφαλαίων», ένας «κίνδυνος» που προέρχεται «κυρίως από το έλλειμμα των ΗΠΑ». Παραμένει αδιευκρίνιστο ποια κεφάλαια «ρέουν», αφού όλοι έχουν «έλλειμμα».

Ελλάδα, η φτωχότερη

Η Κομισιόν εκτιμά ότι «η Ελλάδα έχει επιτύχει τα τελευταία χρόνια εντυπωσιακή πρόοδο», παρόλο που παραμένει σταθερά η πιο φτωχή χώρα της ΕΕ, και, μάλιστα, κάθε μέρα φτωχαίνει όλο και πιο πολύ σε σχέση με την αμέσως φτωχότερη που είναι η Πορτογαλία.

Η ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές εκτιμάται ότι θα κινηθεί το 2000 στο 4,15% σε σχέση με το 3,4% του 1999. Για την ΕΕ ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης για το 2000 «προβλέπεται να παραμείνει στο 3% περίπου», μια «επιβράδυνση που οφείλεται κυρίως στη ραγδαία άνοδο των τιμών του πετρελαίου». Τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης παρουσιάζει η Ιρλανδία (10,5%), το Λουξεμβούργο (7,8%) και η Φινλανδία (4,8%) και τους χαμηλότερους η Γερμανία (2,6%) και η Ιταλία (2,9%). Η Κομισιόν εκτιμά ότι στη Γερμανία «θα σημειωθεί ελαφρά ανάκαμψη», ενώ, αντίθετα, τα στοιχεία προβλέπουν «αισθητή επιβράδυνση σε ορισμένες άλλες μεγάλες οικονομίες».

Μεγαλώνει το εμπορικό έλλειμμα

Οσον αφορά τις εξαγωγές, το 2000 ήταν μια «καλή» χρονιά για την ΕΕ, αλλά για την Ελλάδα, όπως τονίζει η Κομισιόν, «οι εξαγωγές, αν και παρουσιάζουν βελτίωση, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντισταθμίσουν την ταχεία αύξηση των εισαγωγών». Η Ελλάδα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με τον υπόλοιπο κόσμο, μείον 4,1% του ΑΕΠ για το 2000, που προβλέπεται να αυξηθεί στο μείον 4,4% τον επόμενο χρόνο, μείωση που αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια.

Νίκη: Μειώθηκαν οι μισθοί!

Οσον αφορά την αγορά εργασίας στην Ελλάδα, η Κομισιόν επιχαίρει για το γεγονός ότι «οι πραγματικές αμοιβές μειώθηκαν περαιτέρω το 1999, εξαιτίας της σφικτής μισθολογικής πολιτικής στο δημόσιο τομέα και της διετούς συλλογικής σύμβασης στον ιδιωτικό, ενώ για τους ίδιους λόγους και η αύξηση του μισθολογικού κόστους εργασίας αναμένεται να 'ναι συγκρατημένη για την περίοδο πρόβλεψης μέχρι το 2002». Στις Βρυξέλλες εκτιμούν ότι «η νέα διετής συλλογική σύμβαση εργασίας δεν προβλέπει τιμαριθμική αναπροσαρμογή μέχρι το τέλος του 2001».

Η Κομισιόν αναγκάστηκε να αναθεωρήσει προς τα πάνω και τις εκτιμήσεις για τον ελληνικό πληθωρισμό, ενώ ο αρμόδιος επίτροπος Π. Σόλμπες ερωτηθείς το χαρακτήρισε «πρόβλημα» για την κυβέρνηση. Με τις νέες εκτιμήσεις ο ελληνικός πληθωρισμός θα κλείσει το δωδεκάμηνο του 2000 με ετήσια μεταβολή της τάξης του 2,7% σε σχέση με πέρσι, και αυτό γιατί, σύμφωνα με την Κομισιόν, «οι θετικές εξελίξεις που οφείλονταν στο χαμηλό εργατικό κόστος και τις διεθνείς τιμές ανεστράφησαν από το τρίτο τρίμηνο του 1999 λόγω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου».

Πληθωριστικές πιέσεις

Μέχρι το 2002 προβλέπονται «αντικρουόμενες επιπτώσεις» των εξελίξεων στον ελληνικό πληθωρισμό («πληθωριστικές πιέσεις λόγω της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής που υποδεικνύουν η πτώση των επιτοκίων και οι διεθνείς εξελίξεις», αλλά και «τόνωση από τη δημοσιονομική σταθερότητα»). Για το μόνο που είναι σίγουρη η Κομισιόν είναι ότι «δεν αναμένεται πληθωριστική πίεση από τους μισθούς».

Το ελληνικό ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα θα ανέλθει το 2000 στο «μείον 0,8% του ΑΕΠ». Η Κομισιόν προβλέπει έλλειμμα «μείον 0,3% του ΑΕΠ» και για το 2001, αντίθετα με όσα ισχυρίζεται ο ΥΠΕΘΟ Γ. Παπαντωνίου και, μάλιστα, επισημαίνει τη διαφορά «με τις κυβερνητικές προβλέψεις που βασίζονται σε εκτιμήσεις για υψηλότερο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και του πρωτογενούς πλεονάσματος» απ' αυτές των Βρυξελλών. Το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος ανέρχεται το 2000 στο 103,9% του ΑΕΠ, το τρίτο υψηλότερο της ΕΕ, παρόλο που η Κομισιόν τονίζει ότι «τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων που διατέθηκαν για την αποπληρωμή του χρέους, το μειώνουν, για τρίτη συνεχή χρονιά».

Πρωταθλήτρια ανεργίας

Οσον αφορά την ανεργία, οι εξελίξεις στην Ελλάδα διαγράφονται κυριολεκτικά δραματικές. Για το 2000, τα επίσημα στοιχεία της Κομισιόν εκτιμούν ότι η ανεργία θα ανέλθει στο 11,2% του ενεργού εργατικού δυναμικού. Πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ, που υπολείπεται μόνο αυτό της Ισπανίας (14,2%). Αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την πρώτη πενταετία της δεκαετίας του '90, η επίσημη ανεργία στην Ελλάδα ήταν 8,3% και στην Ισπανία 20,9% του ενεργού εργατικού δυναμικού.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ