Πέμπτη 25 Μάρτη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Π.Π.

Στη γειτονιά μας ερχόταν ένα αγόρι ψηλό και αδύνατο, με μακριά και αδύνατα άκρα και μεγάλα μελαγχολικά καστανά μάτια.

Η οικογένειά του, έλεγαν, ήταν μια οικογένεια με θύματα.

Εμείς, τα παιδιά, δε ρωτούσαμε πιο πολλά. Καταλαβαίναμε πως οι μεγάλοι ήξεραν περισσότερα.

Τότε όλοι είχαμε το παρατσούκλι μας. Και το αγόρι είχε το δικό του.

Τον έλεγαν Π.Π., ηχητικά Πι Πι.

Του το είχαν κολλήσει γιατί ό,τι και αν άκουγε για μια καλύτερη παιδική ζωή, για ένα καλύτερο σχολείο, για περισσότερο ψωμί, για να μην κλαίει η μάνα του, για τον πατέρα του που θα γύριζε γρήγορα σπίτι, για ζεστό δωμάτιο τους χειμώνες, για παπούτσια χωρίς τρύπες στις σόλες, εκείνος απαντούσε, Πι Πι.

Δεν υπήρχε καν λόγος να προφέρει ολόκληρες τις δυο λέξεις: Παλιό Παραμύθι.

Χωρίς τηλέφωνο στη διάθεσή μας, παιχνίδια, ραδιόφωνο, τηλεόραση, ιντερνέτ και άλλα που μπήκαν στη ζωή μας αργότερα, μόνο διαβάζαμε.

Για εξωσχολικά πρώτα έρχονταν τα παραμύθια. Για τα κορίτσια.

Τ' αγόρια διάβαζαν τη «Μαύρη Χειρ», τη «Μάσκα», «Το Σημάδι του Ζορό» και τέτοια. Ολα αυτά γύριζαν από χέρι σε χέρι, δανεικά.

Εμένα μου άρεσαν τα πολεμικά.

Ο βασιλιάς έτρωγε πολύ το βράδυ, πάθαινε βαρυστομαχιά και το πρωί ξυπνούσε νευριασμένος. Φώναζε τον έμπιστό του, πρωθυπουργό της κυβέρνησης, τον αρχιστράτηγο του πάνοπλου στρατού του, με τις μεταλλικές στολές και τις περικεφαλαίες, τα κοντάρια και τις ασπίδες, τον σαλπιγκτή, από τη σάλπιγγά του κρέμονταν πολύχρωμα σημαιάκια που τα σχέδιά τους κάτι σήμαιναν, να σαλπίσει επιστράτευση για να κηρύξει πόλεμο στο διπλανό κρατίδιο, ας είχε κι εκείνο βασιλιά που η γυναίκα του ήταν αδελφή του. Μερικές φορές οι βασιλιάδες παντρεύονταν τις αδελφές των άλλων βασιλιάδων για να διατηρείται το αίμα γαλάζιο.

Είχα μια μανία να διηγούμαι τα παραμύθια στα άλλα κορίτσια που διάβαζαν για τη Σταχτοπούτα, τη Χιονάτη με τους Επτά Νάνους, και άλλες τέτοιες ιστορίες για φτωχές που τις παντρεύονταν οι πλούσιοι.

Στρίμωχνα και το αγόρι. 'Η μάλλον σ' ένα διώροφο σπίτι, που το κάτω ήταν ημιυπόγειο και τα παράθυρα είχαν χαμηλά μαρμάρινα περβάζια, καθόμουν σ' ένα από αυτά και μετά φώναζα τον Πι Πι.

Το πολύ φαγητό βαρυστομαχιάζει, του έλεγα. Υπάρχει κίνδυνος το πρωί που θα ξυπνήσεις να αρχίσεις να παλεύεις με τον αδελφό σου, μα δεν έχω ζωντανό αδελφό, διαμαρτυρόταν, το γειτονόπουλό σου, επέμενα, δεν το αφήνει η μάνα του να παίξει μαζί μου. Ολο τέτοια.

Κοίτα τι έπαθε αυτός ο βασιλιάς, του έδειχνα το χοντρό βασιλιά, με το πάχος του γέμιζε όλο το θρόνο, στο εξώφυλλο. Το στέμμα του, γεμάτο πετράδια, ήταν λίγο στραβό επειδή έτρεμε από τα νεύρα του.

Παλιό Παραμύθι, έλεγε το αγόρι, σηκωνόταν κι έφευγε.

Με άφηνε μόνη και μ' έπιαναν τα κλάματα που δεν με πίστευε.

Παρηγοριόμουν που, τουλάχιστον, δεν έλεγε μόνο Πι Πι.


Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ