Κυριακή 10 Δεκέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Τα ρόδια της ελπίδας

Γρηγοριάδης Κώστας

Οπως κάθε απόγευμα. Στην ίδια πλατεία. Ο Κοσμάς κατέβηκε από το αυτοκίνητο του εργοστασίου, πήρε ένα μπουκάλι οινόπνευμα και τρέχοντας μπήκε στο μικρό δωματιάκι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και κουκουλώθηκε. Είχε πυρετό. Ηθελε να τριφτεί, μα δεν μπορούσε ν' ανοίξει τα μάτια του. Μέσα στην παραζάλη του, σκέφτηκε την επιταγή που έστειλε στην οικογένειά του. «Ο Παντελής μου θα μεγάλωσε», ψιθύρισε. Μετά θυμήθηκε τη γυναίκα του. Θυμήθηκε τη δόλια μάνα του, που είχε καμπουριάσει από τα βάρητα της ζωής. Θυμήθηκε την αδελφή του, την Ελένη, που ήταν ανύπαντρη. «Το καλοκαίρι αργεί», ψιθύρισε.

Ακουσε χτυπήματα στην πόρτα.

- Ποιος είναι;

- Ενας συνάδελφος σου. Αν θέλεις, άνοιξε.

Ο Κοσμάς άνοιξε την πόρτα και ο παράξενος επισκέπτης, του έδωσε το χέρι και πέρασε μέσα.

- Δεν ξέρω εάν έκανα καλά που ήρθα.

Ο Κοσμάς έκανε μια κίνηση να βγάλει από πάνω του την κουβέρτα.

- Κρυώνεις;

- Ναι, είπε ο Κοσμπάς, κρυώνω. Εχω κάμποσες ημέρες που δε νιώθω καλά.

- Ξέρεις, φίλε, σε βλέπω κάθε μέρα στο λεωφορείο και στο εργοστάσιο.

- Κι εγώ σε βλέπω συχνά, του είπε ο Κοσμάς. Δουλεύεις χρόνια εκεί;

- Τρία χρόνια.

Και οι δύο μιλούσαν γερμανικά, αλλά κατάλαβαν πως δεν είναι Γερμανοί. Τα μάτια του επισκέπτη σταμάτησαν σε μια αντιπολεμική αφίσα. Το πρόσωπό του γέμισε φως.

- Σου αρέσει η αφίσα;

- Ναι, μου αρέσει πολύ.

Τότε το πρόσωπο του επισκέπτη φωτίστηκε περισσότερο. Ο Κοσμάς έβαλε ελληνικό ρακί σε δύο ποτήρια και ήπιαν ο ένας στην υγεία του άλλου. Τους άρεσε. Ηπιαν από κάνα δυο ποτήρια ακόμα και λύθηκε η γλώσσα τους.

- Εμένα με λένε Τσελίν και είμαι Τούρκος, είπε ο επισκέπτης.

- Εμένα με λένε Κοσμά και είμαι Ελληνας.

Κουβέντιασαν αρκετή ώρα. Σκέφτηκαν, όμως, την αυριανή δουλιά.

- Γκουντάχτεν, είπαν και οι δυο, έδωσαν τα χέρια κι έφυγε ο Τσελίν. Ο Κοσμάς, τώρα δεν κρύωνε. Κοιμήθηκε. Σε λίγο ξημέρωσε καινούρια μέρα.

Το πρωί στο λεωφορείο καθίσανε μαζί. Συμφωνήσανε να φύγουνε από το εργοστάσιο στις 5 η ώρα το απόγευμα και να πάνε στο σπίτι του Τσελίν. Η ημέρα πέρασε γρήγορα. Οταν έφτασαν στο σπίτι του Τσελίν, ο Κοσμάς κάθισε στη μοναδική καρέκλα που υπήρχε.

- Αυτό Κοσμά το ρακί, είναι από τη δικιά μου την πατρίδα, πιες άφοβα. Ο Κοσμάς ήπιε. Του άρεσε. Και οι δυο μαζί ετοίμασαν το φαγητό και τρώγοντας συζητούσαν:

- Είσαι παντρεμένος Τσελίν;

- Οχι. Εχω μόνο τους γονείς μου. Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα με λίγα χρήματα, να τους ξεκουράσω και μετά να παντρευτώ.

Ο Κοσμάς έφυγε χαρούμενος.

Ο Τσελίν έγραψε στο ημερολόγιο του:

«Γνώρισα έναν Ελληνα που τον λένε Κοσμά. Δουλεύουμε στο ίδιο εργοστάσιο. Εχουμε τα ίδια όνειρα για τη ζωή. Το ρακί που ήπιαμε είχε την ίδια γεύση. Φαίνεται πως η μάνα γη δεν κάνει καμιά διάκριση στα ελληνικά και τουρκικά σταφύλια. Εχουν το ίδιο άρωμα».

Εκαναν αρκετό καιρό παρέα. Μιλήσανε για το κύμα της βίας που είχε ξεσπάσει στη Γερμανία σε βάρος των ξένων εργατών. Μιλήσανε για τον πόλεμο και την ειρήνη. Συμφωνήσανε ότι τον πόλεμο τον κάνουν οι έμποροι των όπλων και ότι άδικα σκοτώνονται οι λαοί.

Ετσι περνούσε ο καιρός, μέχρι που κάποιο πρωινό στο εργοστάσιο ένας Γερμανός υπάλληλος φώναξε τον Κοσμά στο γραφείο. Εκεί ο προϊστάμενος του έδωσε ένα τηλεγράφημα. Ο Κοσμάς το πήρε, το άνοιξε γρήγορα και διάβασε τη θλιβερή είδηση.

- ΚΟΣΜΑ ΕΛΘΕ ΤΑΧΙΣΤΑ... ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΠΕΒΙΩΣΕ.

Ο Κοσμάς, βουρκωμένος, τους ρώτησε αν μπορούν να του κλείσουν θέση με το πρώτο αεροπλάνο.

- Μπορούμε. Μείνε ήσυχος, του είπε ο προϊστάμενος.

- Ευχαριστώ πολύ, είπε ο Κοσμάς κι έτρεξε στο φίλο του, τον Τσελίν. Του έδειξε το τηλεγράφημα κι αυτός τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε:

- Ο Αλλάχ ν' αναπαύσει την ψυχή του πατέρα σου, φίλε Κοσμά. Λυπάμαι πολύ.

Σε λίγο βγήκαν μαζί από το εργοστάσιο.

- Κοσμά κάνε κουράγιο, του έλεγε και του ξανάλεγε ο Τσελίν, όσο περίμεναν στο αεροδρόμιο. Είπαν πολλά για τις οικογένειές τους. Διαπίστωσαν πως τα χωριά τους μόνο το ποτάμι τα χώριζε.

Ο Τσελίν του ζήτησε να πάει και στο δικό του χωριό. Του έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού του. Μετά, του έδωσε μια φωτογραφία του, για να τον πιστέψουν οι δικοί του και μερικά γερμανικά μάρκα.

- Μείνε ήσυχος, Τσελίν, θα πάω οπωσδήποτε.

Οι δυο φίλοι χαιρετήθηκαν εγκάρδια και ο Κοσμάς μπήκε στο αεροπλάνο. Ο Τσελίν έμεινε εκεί μέχρι που το αεροπλάνο χάθηκε στους αιθέρες.

Οταν έφτασε στο χωριό του ο Κοσμάς, έπεσαν πάνω του οι δικοί του, οι φίλοι του και σχεδόν όλοι οι χωριανοί. Ο Κοσμάς έκλαιγε. Μαζί του έκλαψαν όλοι. Δεν είχε προλάβει την κηδεία.

Στο νιόσκαφτο τάφο του πατέρα του, γονάτισε κι άφησε λίγα αγριολούλουδα. Αργότερα, στο σπίτι, ο γιος του ο Παντελής τον ρώτησε αν πήρε την αφίσα.

- Την πήρα παιδί μου, του 'πε και του 'δωσε ένα φιλάκι. Μετά θυμήθηκε τον φίλο του τον Τσελίν και τους είπε ότι κάνει παρέα με έναν Τούρκο εργάτη.

- Μπαμπά, δηλαδή, ο Τούρκος είναι άνθρωπος σαν και σένα;

- Ναι παιδί μου. Ετσι, σαν και μένα. Ετσι, όπως είναι όλοι οι άνθρωποι.

Ο παπάς τον ρώτησε, αν υπάρχει εκκλησία της Ορθοδοξίας στην πόλη που έμεινε. Ενας νεαρός τον ρώτησε, αν έχει μεγάλη ομάδα ποδοσφαίρου.

Ορισμένοι τον ρώτησαν, αν δουλεύει με κάποιον δικό τους στην περιοχή εκείνη.

Οταν έφτασε η ημέρα της αναχώρησης, αποβραδίς τον αποχαιρέτησαν οι συγγενείς και οι φίλοι. Μετά κάθισε αρκετή ώρα με τη μάνα του. Πρωί - πρωί ήπιανε με τη γυναίκα του τον καφέ τους και μετά όλη η οικογένεια τον κατευόδωσε μέχρι τη στάση του λεωφορείου. Εκεί η μητέρα τον φίλησε και τήρησε το παλιό έθιμο του χωριού. Του έδωσε ένα μεγάλο ρόδι στο χέρι και του είπε:

- Καλή τύχη, παιδί μου. Η χαρά του ροδιού να είναι πάντα μαζί σου.

- Ευχαριστώ, μητέρα, είπε ο Κοσμάς. Υστερα τον φίλησε ο γιος του ο Παντελής και του είπε να γυρίσει κοντά τους. Η αδελφή του η Ελένη τον φίλησε και αυτή και του είπε πως θα του τηλεφωνήσει.

Μετά αγκάλιασε τη γυναίκα του, την Αννα. Τη φίλησε αρκετές φορές, την κοίταξε στα μάτια και ξαφνικά ξεγλίστρησε από την αγκαλιά της γιατί το λεωφορείο είχε φτάσει.

Λίγο προτού νυχτώσει, ρωτώντας, βρέθηκε έξω από το πατρικό σπίτι του φίλου του στην Τουρκία. Χωρίς να διστάσει, χτύπησε και αμέσως του άνοιξε η μάνα του Τσελίν. Στην αρχή, μεσολάβησαν κάποιες στιγμές αμηχανίας, πολύ γρήγορα όμως η μάνα του φίλου του άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της, που μέσα χώραγαν ο Κοσμάς, τα λουλούδια, τα γλυκά και η φωτογραφία του γιου της.

Ο Τσελίν τους είχε τηλεφωνήσει και γνώριζαν τα πάντα. Ο Κοσμάς κοίταζε τον πατέρα του φίλου του, που τον κέρασε ρακί κι έβλεπε στο πρόσωπό του τον Τσελίν. Ευχαριστήθηκε από την υποδοχή που του κάνανε. Εδωσε τα χρήματα που τους είχε στείλει ο Τσελίν. Η μάνα άνοιξε ένα μπαούλο. Εκεί μέσα συγκατοικούσαν ο ιδρώτας και τα όνειρα του μετανάστη. Εκείνο το βράδυ τα ήπιαν για τα καλά οι δυο άντρες. Το πρόβλημα της γλώσσας είχε νικηθεί από τη δύναμη της φιλίας. Στεναχωρήθηκαν μόνο όταν τους είπε πως θα φύγει.

Την άλλη μέρα, πολλοί συγγενείς της οικογένειας ήρθαν να τον γνωρίσουν. Ηπιαν όλοι παρέα από ένα ρακί και του ευχήθηκαν να έχει καλό ταξίδι. Η μάνα του Τσελίν έσφιξε στην αγκαλιά της τον Κοσμά και μετά του έδωσε ένα ρόδι. Είχαν και εκείνοι το ίδιο έθιμο.

Οταν έφτασε στη Γερμανία, το ίδιο βράδυ αντάμωσε με τον φίλο του. Η φιλία τους τώρα ήταν πιο δυνατή. Συγκινήθηκαν, μιλώντας για τα ρόδια.

Στην Ελλάδα, η αδερφή του Κοσμά, η Ελένη, ονειρευόταν τον Τσελίν. Είχε δει τη φωτογραφία του. Σε λίγες μέρες, ο Κοσμάς την υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο μαζί με τον Τσελίν.

Η Ελένη και ο Τσελίν αγαπήθηκαν κι ένα απόβραδο του καλοκαιριού πάνω στη γέφυρα του Εβρου, οι γονείς, οι συγγενείς, και οι φίλοι τους κρατώντας στα χέρια τους ρόδια αφού ευλόγησαν το γάμο έκαναν μια ευχή:

«Να μεγαλώσει η γέφυρα για να περνάνε ελεύθερα τα παιδιά του Τσελίν και της Ελένης».


Παύλος ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ