Κυριακή 7 Νοέμβρη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η Δρακογενιά...

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η Αράπιτσα - το ποτάμι που πηγάζει κοχλαστό στα ριζά του Βέρμιου και χωρίζει τη Νάουσα στα δυο - δεν είναι μόνο η καρδιά που δίνει ζωή στην πολιτεία κινώντας τα οχτώ της εργοστάσια. Είναι κι η μοναδική χαρά το καλοκαίρι και τις λιόχαρες μέρες, για όλο το ξυπόλυτο και παρδαλοντυμένο παιδομάνι.

«Οι μεγάλοι» του σπιτιού - όλος ο αρσενικός και θηλυκός πληθυσμός από δώδεκα χρονών κι απάνω, που ζει σε τούτα τα χαμόσπιτα - φεύγουν από τα θαμπά χαράματα για τις φάμπρικες κι ιδροκοπάνε κει ως αργά τ' απόβραδο για ένα ξεροκόμματο. Και το παιδομάνι - οι υποψήφιοι σκλάβοι του Λαναρά, που δεν πάτησαν τα δώδεκα - ξεμπουκάρει από τις γύρω χαμοκέλες, τσαλαβουτάει αδέσποτο ολημερίς στα νερά της Αράπιτσας κι αποξεχνάει στη φτηνή χαρά την πείνα και τη στέρηση.

Στη φωνακλάδικη τούτη συντροφιά τριγυρνάει, αμίλητη και σοβαρή τις πιο πολλές φορές, μια μελαψή μικρούλα. Το χλωμό κι αδύνατο προσωπάκι της γίνεται ακόμα πιο μουντό από μια θλίψη πρόωρη που ξεχύνουνε τα μάτια της. Οι πιτσιρίκοι μ' ευχαρίστηση θα τράβαγαν αλύπητα τις κοτσίδες και τ' αφτάκια της, μα είναι κείνο τ' άγριο το βλέμμα, που τους κρατάει σ' απόσταση και τους κόβει κάθε φόρα. Και κείνοι τότες, για να την εκδικηθούν, τη φωνάζουνε: «Γυφτοπούλα».

Ο τόπος ησυχάζει εδώ μονάχα το βραδάκι.

Οι σειρήνες από τις φάμπρικες μπήγουν όλες μαζί τα ουρλιαχτά και το παιδομάνι τρυπώνει βιαστικά στα χαμόσπιτα, πριν να γυρίσουν οι μεγάλοι από τη δουλειά.

Μένει τότες η «Γυφτοπούλα» ολομόναχη κι αποξεχνιέται ώρες κοντά στον όχτο της Αράπιτσας. Φορές - φορές, βάζει αντήλιο το χέρι της και στυλώνει τα μάτια στα ριζά του Βέρμιου. Από τις καμινάδες του Λαναρά ανεβαίνει πυκνός και κατάμαυρος ο καπνός, ανταριάζει το βουνό και κρύβει τον ήλιο απ' τα μάτια της.

Στο μικρό μυαλουδάκι στριφογυρίζουν ασταμάτητα πολλά ρωτήματα. Πασχίζει να βρει την άκρη τους, μα δεν το μπορεί και παίρνει σκεφτική το δρόμο για το σπίτι της.

Ενα βράδυ δεν κρατήθηκε και ρώτησε τη μάνα της:

- Ποιος κάθεται κει πάνω, μάνα;

- Πού;

Το μικρό μελαψό χεράκι τεντώνεται προς τα ριζά του Βέρμιου:

- Να, εκεί! Εκεί ψηλά, στο... Κάστρο...

Κι αλήθεια σαν κάστρο μεσαιωνικό φαντάζει το υφαντουργικό αυτό συγκρότημα του Λαναρά, που ξαπλώνει τα πόδια του στους δυο όχτους της Αράπιτσας και ρίχνει βαρύ τον ίσκιο του πάνω σ' ολάκερη την πολιτεία.

- Στο «κάστρο» κόρη μου; Εκεί κάθεται ο «Δράκος»!

- Ο Δράκος;

- Ναι! Ο Δράκος. Ενας δράκος μικρούλα μου, κακός κι ανεχόρταγος... Χρόνια ρουφάει τον ιδρώτα και το αίμα μας, μα δε λέει να χορτάσει...

Τα μαύρα ματάκια της μικρής καρφώνονται ανήσυχα στο ρουφηγμένο πρόσωπο της μάνας. Το μικρό στηθάκι ανεβοκατεβαίνει βιαστικά.

- Κι εσύ μανούλα δε φοβάσαι; Δε φοβάσαι, λέω, το δράκο και πας κάθε μέρα κατά κει;

Ο Γιάννης κι η Φανούλα - τα πιο μεγάλα αδέρφια της - χαμογελούν πειραχτικά.

Μα η «Γυφτοπούλα» δε σηκώνει χωρατά. Το μελαψό μουτράκι συννεφιάζει, τα μαύρα μάτια βουρκώσανε βαριά, έτοιμα να ξεσπάσουν σε υγρό παράπονο.

Η μάνα όμως προλαβαίνει το κακό. Σέρνει τη μικρή μαλακά στην αγκαλιά της, που μυρίζει μόχτο και στοργή, χαϊδεύει τ' ανυπόταχτα μαλλιά π' ακούμπησαν στο μαραμένο κόρφο της και της λέει το παραμύθι για το «Δράκο»...

Εκείνη τη βραδιά πρωτάκουσε η Αγγέλα την αλήθεια της ζωής πλασμένη σ' ένα παραμύθι ...

Υστερα, σαν πάτησε τα δώδεκα, πήρε κι αυτή το δρόμο της «δρακοσπηλιάς», κοντά στη μάνα και τ' αδέρφια της. Στάθηκε τότες στην οξώπορτα, κάτω απ' την πελώρια ταμπέλα, και διάβασε συλλαβιστά: «ΛΑΝΑΡΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ».

- Λαναρά, τόνε λένε το «Δράκο» μάνα;

- Ναι, παιδί μου. Σώπα!

- Και «ΣΙΑ» - τι θα πει και «σία»;

Μα, δεν πήρε απόκριση καμιά.

Μήτε η μάνα το 'ξερε, μήτε και τ' αδέρφια της. Κι η ίδια, πέρασαν κάμποσα χρόνια για να μάθει όλη τη φάρα της δρακογενιάς.

Σβέλτη και ξυπνούλα καθώς ήτανε, τήνε κράτησαν στα γραφεία στην αρχή. Εκανε θελήματα, σκούπιζε το πάτωμα, ξεσκόνιζε τα έπιπλα. Και γελούσε - γελούσε πολύ εκείνον τον καιρό.

Περισσότερο όμως γελούσε με τον ίδιο της τον εαυτό και με τους φόβους της. Ο «Δράκος» της ήταν ένας καλοφκιαγμένος λεβέντης, που σου 'παιρνε με το πρώτο τη συμπάθεια. Σαν την έκραζε χαϊδευτικά: «Αγγελικούλα», εκείνη τσακιζότανε να πάει στο γραφείο του. Μόνο και μόνο για να δει τα γελούμενα καλοσυνάτα μάτια του και τις δυο σειρές τα κάτασπρα μαργαριτάρια, κάτω απ' το ψαλιδισμένο μουστακάκι του.

- Χα, χα, χα! Αυτός λοιπόν ήταν ο «Δράκος» της μανούλας της! Και χοροπήδαγε, σαν κατσίκι και χτυπούσε τα μεριά της περιπαικτικά! Μακάρι να 'τανε όλοι οι άνθρωποι σαν και κείνονε! Ψέματα; Είδες που το 'πε και στη μάνα της: «Αστηνα στα χέρια μου, θεια Μαργαρώ, και σαν έχει μυαλό η κόρη σου, μια των ημερών θα ξημερωθεί κυρά!» Και γιατί τάχατες να μη γινότανε «κερά»; Μήγαρις ήτανε καλύτερες οι άλλες που περέτησαν στο γραφείο του και μοσκοπαντρευτήκανε στα στερνά; Η Ανθούλα, που πήρε το μηχανικό, η Κίτσα το γεωπόνο, η Νίνα τον επόπτη της φάμπρικας, κι άλλες κι άλλες...

- Πώς τα πας κόρη μου; τη ρώταγε πότε - πότε τα βράδια η μάνα της.

- Μια χαρά μανίτσα μου! Χρυσός άνθρωπος, σαν πατέρας!

Η μάνα έστεκε σκεφτική. Κι όσο περνάγανε τα χρόνια και μέστωνε η μικρή και μπουμπούκιαζε κάτω απ' τη φτηνή τσίτινη μπλούζα της η γυναίκεια χάρη της, η μάνα γινόταν ακόμα σκεφτικότερη.

Εκείνο τ' ανοιξιάτικο απόβραδο η Αγγέλα συγύριζε, καθώς πάντα, τα γραφεία του. Σιγοτραγούδαγε κάποιο σκοπό και δεν ένιωσε μήτε που μπήκε ακροποδιστός στο δωμάτιο, μήτε και πρόλαβε να δει το λυκίσιο μάτι του να καρφώνεται λαίμαργα πάνω της. Και μονάχα όταν τήνε τράβηξε μουγγρίζοντας στον καναπέ και την έριξε στα πόδια του έμπηξε μια τσιριχτή φωνή και πετάχτηκε σαν το κυνηγημένο το αγρίμι όξω στο διάδρομο.

Την άλλη κιόλας μέρα την ξαπόστειλε στους αργαλειούς. Κάλεσε και τη μάνα της στο γραφείο του και της το δήλωσε ορθά - κοφτά. «Κυράδες - της είπε - θα γίνουν οι φρόνιμες κοπέλες κι όχι οι ξεκαπίστρωτες φοράδες σαν την κόρη της»...

Στους αργαλειούς η δουλειά ήτανε σα σε κάτεργο. Μούχλα κι υγρασία που σου πιάνανε την αναπνοή και γιόμιζαν το στόμα σου ταγκίλα. Μα πιο φοβερό απ' όλα ήτανε το «χνούδι».

Οταν πρωτάκουσε τούτη τη λέξη, η Αγγέλα δεν καλόνιωσε τη σημασία της. Και μονάχα απ' την έκφραση που παίρναν οι εργάτες ανησύχησε.

- Το χνούδι; Τι κάνει αυτό το χνούδι;, ρώτησε.

Η διπλανή εργάτρια της έγνεψε με το κεφάλι να κοιτάξει πίσω απ' το λινάτσινο μπερντέ. Μια κοπελίτσα - στα χρόνια της - έκανε αιμόπτυση ...

- Μην κοιτάς! Αυτό 'ναι το δικό μας ριζικό. Δουλειά, πείνα και χτικιό, είπε άτονα η άλλη; κι αναστέναξε.

«Αυτό 'ναι το δικό μας ριζικό»; Θα 'ρχότανε, λοιπόν, κι η μέρα που μπορεί να πήγαινε κι αυτή πίσω απ' το λινάτσινο μπερντέ; Α! Οχι! Αυτό δεν το 'θελε η Αγγέλα. Τα δεκαοχτώ της χρόνια ξεσηκώνονταν μ' όλη τους τη δύναμη.

Επρεπε να βρει, θα 'βρισκε τον τρόπο να γλιτώσει, από τούτο το κακό. Ο δρόμος του λινάτσινου μπερντέ δεν ήταν, δεν μπορούσε να 'ναι ο μοναδικός. Και βάλθηκε να σκέφτεται, να ρωτάει παντού, να ψαχουλεύει...

Είχαν πλακώσει πια οι μαύρες μέρες της ξένης κατοχής. Η εργατιά τέντωνε τα μπράτσα της και πάσχιζε να σπάσει τις αλυσίδες, που βάραιναν απάνω της. Τότε κι η Αγγέλα βρήκε το δρόμο της κι έμαθε τι θα πει και κείνη η λέξη στην ταμπέλα. Μια εργάτρια της εξήγησε:

- «ΛΑΝΑΡΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ», παναπεί ο Λαναράς κι η συντροφιά του!

- A, α! Εχει λοιπόν και συντροφιά ο «Δράκος»!

- Ο «Δράκος», παραξενεύτηκε η άλλη. Για ποιο «Δράκο» μου μιλάς; Υστερα χαμογέλασε.

- Μπράβο! Καλά τον είπες, αδελφούλα μου! Δράκος είναι! Σωστός δράκος. Εχει βέβαια και συντροφιά ο «Δράκος»...

Και βάλθηκε να της ξηγάει τα καθέκαστα για τους δράκους, για τη βρωμερή δρακογενιά, που δυναστεύει το λαό, και να νοματίζει έναν - έναν όλη την καταραμένη φάρα τους.

- Μέτρα τους αδελφούλα μου: Μποδοσάκης, Κατσάμπας, Ηλιάσκος, Λαναράς, Ρετσίνας, Παπαστράτος...

Η Αγγέλα ξανάλεγε πνιχτά το κάθε όνομα και κράταγε με τα δάχτυλα το νούμερο. Αυτοί μονάχα; απόρεσε.

- Μπα! Λίγοι σου πέφτουν;

- Εμ! Εμείς είμαστε μιλιούνια. Δύσκολα να ξεμπερδέψουμε μια και καλή με δαύτους;

Η άλλη δεν απάντησε. Βάλθηκε μόνο να κοιτάζει την Αγγέλα σα να θελε να γραδάρει πρώτα την αξία της. Την ψαχούλεψε με το βλέμμα της παντού. Στο πρόσωπο, που σπίθιζαν γεμάτα οργή τα μάτια της, στα λεπτά χείλη που παίζανε πεισματάρικα, στα χέρια που 'χανε σφίξει σε γροθιές, στην ανυπόμονη κορμοστασιά της, που περίμενε θαρρείς το παράγγελμα για έφοδο...

Σα να της γιόμισε το μάτι.

- Ελα, της αποκρίθηκε. Ελα μαζί μου! Θα σου δείξω αυτό που μου ζητάς. Δε σου το κρύβω πως θα 'ναι δύσκολα, μα αυτός είναι για μας ο δρόμος της ζωής! Αλλος δεν υπάρχει.

...Τριάντα μήνες κύλησαν από τη μέρα αυτή ώσπου λευτερώθηκε η Νάουσα. Τριάντα μήνες κιντύνευε κι η Αγγέλα για τη λευτεριά.

Πόσες φορές δεν τη νειρεύτηκε τούτην την ώρα! Την ώρα που θ' ανάσαινε η πατρίδα και θα διαφέντευε ο λαός. Θα παντρευότανε τότε και κείνη ένα παλικάρι, θα 'στηναν το δικό τους σπιτικό και θα δουλεύανε πια γι' αυτούς. Γι' αυτούς και για ένα μωρουδέλι. Αυτό το τελευταίο το σκεφτότανε ξέχωρα η Αγγέλα και κοκκίνιζε ως τ' ακρόνυχα από χαρά. Ενα μωρουδέλι παχουλό και γλυκό - ίδιο με τις κούκλες που 'βλεπε στις βιτρίνες της Νάουσας, θα το 'παιρνε στην αγκαλιά της με στοργή. Θα το χόρευε, θα του 'κανε ένα σωρό σχέδια με τα δάχτυλα, με τα μάτια, με τη γλώσσα, με το στόμα, για να γελάει κείνο ευτυχισμένο και χαρούμενο. Κι όταν θα σπαρταρούσε από τούτα τα καμώματα, θα 'σκυβε με λαχτάρα πάνω του και θα το φιλούσε, θα το φιλούσε, ανεχόρταγα, θα το γέμιζε παντού φιλιά.

Μα, δεν ήρθαν έτσι τα πράματα. Γίνηκαν τόσο διαφορετικά, που γλίτωσαν οι ντόπιοι δράκοι... Κουβαλήθηκαν κι άλλοι ξένοι και δε βολούσε πια να χαρούν οι άνθρωποι. Κι ένα πρωινό, η Αγγέλα αγκάλιασε τη μάνα της, που λαχταρούσε να τήνε καμαρώσει νύφη και να χορέψει αγγονάκια στα γέρικά της γόνατα, κι είπε απλά:

- Τώρα δε γίνεται, μανούλα. Αργότερα βλέπουμε γι' αυτό. Τώρα, βλέπεις, είν' ο αγώνας που μας θέλει!

* Απόσπασμα από τα διηγήματα «Απλοί Ανθρωποι», Πολιτικές και Λογοτεχνικές εκδόσεις, Βουκουρέστι 1957.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ