Πρόσφατα η αμερικάνικη κυβέρνηση έριξε στην αγορά δισεκατομμύρια δολάρια πληθωριστικό χρήμα, στο όνομα της τόνωσης της εσωτερικής αγοράς. Αυτό οδηγεί στην υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με άλλα νομίσματα και επιδρά στη διεθνή αγορά. Την ίδια ώρα η αμερικάνικη κυβέρνηση κατηγορεί τη γερμανική ότι με την άρνησή της να συμβάλει ως κράτος στη στήριξη υπερχρεωμένων χωρών, με το να προτείνει να αναλάβουν μέρος αυτών των χρεών οι τραπεζικοί όμιλοι που διαχειρίζονται κρατικά ομόλογα γιατί κερδίζουν απ' αυτό, ωθεί τα υπερχρεωμένα κράτη σε χρεοκοπία, επιμένοντας στη λογική της διατήρησης του ισχυρού ευρώ, έναντι των άλλων νομισμάτων και ιδιαίτερα του δολαρίου.
Επομένως, η επίθεση των ΗΠΑ δεν έχει καμιά σχέση με την «ψυχοπονιά» τους να μην «καταρρεύσουν» υπερχρεωμένες καπιταλιστικές οικονομίες, αλλά με τη διαπάλη για τις διεθνείς αγορές σχετικά με το χρήμα (διαπάλη δολαρίου - ευρώ), αφού η καπιταλιστική ανάπτυξη ή το ξεπέρασμα της κρίσης εξαρτάται και από τις εξαγωγές κεφαλαίου (πιο ελκυστικές για χώρες που δέχονται ξένα κεφάλαια για επενδύσεις όταν το νόμισμα είναι ισχυρό, με δεδομένη τη μεγαλύτερη ισχύ αυτής της καπιταλιστικής οικονομίας που εξάγει κεφάλαια, ενώ το ισχυρό νόμισμα είναι πιο ελκυστικό ως απόθεμα). Αλλά η ανάπτυξη επίσης εξαρτάται και από τις εξαγωγές εμπορευμάτων. Απότομη αλλαγή στις ισοτιμίες (π.χ. το πιο φτηνό δολάριο) υπονομεύει τις εξαγωγικές δυνατότητες του κράτους με ισχυρότερο νόμισμα.
Η γερμανική κυβέρνηση εξέφρασε δυσφορία για την έκδοση από την αντίστοιχη αμερικάνικη πληθωριστικού δολαρίου, με δεδομένο όμως ότι το ευρώ είναι ισχυρότερο έναντι του δολαρίου. Γιατί πράγματι το ισχυρό ευρώ στις διεθνείς αγορές δίνει προβάδισμα στη Γερμανία αλλά το ακόμη πιο αδύνατο δολάριο υπονομεύει τις εξαγωγικές δυνατότητες της Γερμανίας. Εδώ πράγματι εμφανίζεται αντίφαση, αλλά είναι έκφραση της αντίφασης του καπιταλισμού και της πολιτικής διαχείρισής του που γίνεται αδιέξοδη ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης της Γερμανίας οφείλονται κατά κύριο λόγο στις εξαγωγές της. Η Γερμανία παρουσιάζει ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ που ξεπερνά το 3,4%.
Για τη γερμανική κυβέρνηση βεβαίως προτεραιότητα παραμένει η θωράκιση του ευρώ στον ανταγωνισμό του στη διεθνή αγορά και η σχετική στήριξη των ιδιωτικών τραπεζών που αποτελούν τους δανειστές των αδύναμων κρίκων του μεσογειακού νότου και της Ιρλανδίας.