Ο ίδιος ο καλλιτέχνης αναφέρει για τη δουλιά του: «Η αναζήτησή μου για έκφραση μέσω του υλικού περνάει από κάποιους "σταθμούς" που έχουν "γραφτεί" στη μνήμη και στην καρδιά. Οι παρατηρήσεις και συμβουλές και οι συζητήσεις με τον αείμνηστο Δ. Καλαμάρα, που ούτως ή άλλως αποτελεί πρότυπο για όσους τον αγάπησαν, οι επισκέψεις στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Ακρόπολη, στους Δελφούς, στην Ολυμπία και στη Δήλο, η ανάγνωση θεωρητικών κειμένων καλλιτεχνών και η πνευματική διαθήκη του Ροντέν. Αυτές είναι οι πηγές, οι επιρροές μου, αυτό που ονομάζουμε καλλιτεχνική εικαστική παιδεία».
Οπως σημειώνει ο Νίκος Μιχαλιτσιάνος: «Ο Κ. Ανανίδας αγαπά το ανθρώπινο σώμα, αυτό το δείχνει η αφή των έργων του. Αγαπά το ανθρώπινο σώμα, γιατί γνωρίζει ότι η ανθρώπινη μορφή δεν μπορεί να ξεπεραστεί, γιατί η αιτία της ύπαρξής της εκφράζει το Απόλυτο και επομένως το ανυπέρβατο. Το φυσικό μέγεθος ξέρει ότι συγκινεί, γιατί αναγνωρίζουμε τη δική μας κλίμακα και είναι αλήθεια ότι η γλυπτική περισσότερο από τη ζωγραφική έχει σχέση με τα πραγματικά μεγέθη και επηρεάζεται απ' αυτά. Οι φιγούρες που χορεύουν, τα μικρά προπλάσματα με την πλαστελίνη δίνουν την εντύπωση μιας παύσης ενός στιγμιοτύπου στο χώρο καταγραμμένο από φωτογραφικό φακό. Ο γλύπτης σ' αυτήν την κλίμακα λειτουργεί περισσότερο με το ένστικτο και τη χειρονομία και λιγότερο με την παρατήρηση και την αναπαράσταση».