Associated Press |
Ο πρόεδρος της εταιρίας Τίλμαν Ζιλκ υπογράμμισε στην ομιλία του ότι «75 από τους οικισμούς καταστράφηκαν τελείως μπροστά στα μάτια των δυνάμεων της KFOR. 14.000 από τα 20.000 έγιναν στάχτη». Κατά τους υπολογισμούς των συνεργατών της εταιρίας, ακόμα πριν ένα χρόνο ζούσαν στους οικισμούς αυτούς του Κοσσυφοπεδίου 63.000 Τσιγγάνοι και 87.000 Ασκάλι, που ήταν ενσωματωμένοι στην κοινωνία της σερβικής επαρχίας και δούλευαν σε ορυχεία, στο εμπόριο και τη βιομηχανία. Οι συστηματικοί διωγμοί εναντίον τους και εναντίον των Σέρβων που έχουν απομείνει, άρχισαν, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσαν οι συνεργάτες της Εταιρίας, με το τέλος της επέμβασης του ΝΑΤΟ. Φανατισμένοι Αλβανοί έκαναν επιθέσεις στους οικισμούς και τους «καθάρισαν». Πριν την καταστροφή, τα σπίτια λεηλατήθηκαν, αρπάχτηκαν τα έπιπλα, οι τηλεοράσεις, τα βίντεο και τα αυτοκίνητα. Από τους συνεργάτες αναφέρθηκαν σκηνές βαρβαρότητας όπως εξαφανισμοί και απαγωγές προσώπων, βασανισμοί, βιασμοί γυναικών και δολοφονίες. Μάλιστα, όπως ανέφερε ο πρόεδρος Ζιλκ, έναν ανάπηρο Τσιγγάνο οι επιδρομείς των έκαψαν ζωντανό στο σπίτι του. Αλλοι -γέροντες, άρρωστοι, μωρά και ανάπηροι πέθαναν σε γειτονικές χώρες, όπου κατέφυγαν, σαν συνέπεια των συνθηκών της φυγής τους και των στρατοπέδων όπου εγκλείστηκαν. 40.000 τσιγγάνοι κατέφυγαν στη Σερβία και άλλοι τόσοι στη Δυτική Ευρώπη.
Σε ντοκουμέντο της Εταιρίας αναφέρεται ότι «μεγάλα τμήματα του UCK και των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου ενέκριναν και δικαιολόγησαν τους διωγμούς με τη δήθεν συμμετοχή των Ρόμα και των Ασκάλι σε έκτροπα των Σέρβων κατά των Αλβανών. Μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις Αλβανοί γείτονες ενδιαφέρθηκαν για την τύχη των κυνηγημένων. Το ίδιο συνέβη με τα αλβανικά κόμματα, οργανώσεις και τους διανοούμενους που δε διαμαρτυρήθηκαν κατά των διώξεων».