Επί της ουσίας πρόκειται για σύγκρουση μερίδων της αστικής τάξης που σχετίζεται με το ζήτημα των διεθνών της συμμαχιών
Στις 3 Ιουλίου το Κοινοβούλιο της Ουκρανίας ενέκρινε το νομοσχέδιο «Για την κρατική γλωσσική πολιτική», που ξεσήκωσε θύελλα πολιτικών αντιδράσεων από τις δεξιές, εθνικιστικές δυνάμεις της χώρας, αφού με το νέο νόμο αναβαθμίζεται το καθεστώς της ρωσικής γλώσσας, που τη θεωρεί «μητρική» του τουλάχιστον το 30% του πληθυσμού.
Ο νόμος ορίζει πως η επίσημη γλώσσα στην Ουκρανία είναι η ουκρανική, αλλά επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό τη χρήση των «περιφερειακών γλωσσών», μεταξύ άλλων της ρώσικης, της λευκορώσικης, της βουλγάρικης, της αρμενικής κι άλλων. Ετσι, η ρωσική γλώσσα θα αποκτήσει το καθεστώς περιφερειακής γλώσσας στις περιοχές, όπου το 10% του πληθυσμού είναι φορείς της συγκεκριμένης γλώσσας. Κυρίως πρόκειται για τους κάτοικους του ανατολικού βιομηχανικού τμήματος της χώρας και της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας (των 13 διοικητικών διαμερισμάτων της Ουκρανίας από τα 27).
Το νομοσχέδιο στήριξαν τόσο το κόμμα του Προέδρου, Β. Γιανουκόβιτς, όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ουκρανίας, που ζήτησαν την πραγματοποίηση ψηφοφορίας. Ο κομμουνιστής προεδρεύων αντιπρόεδρος της Βουλής, Α. Μαρτινιούκ, έθεσε το θέμα σε ψηφοφορία, παρά την προσπάθεια των εθνικιστών βουλευτών να τη ματαιώσουν, προκαλώντας επεισόδια. Υπέρ του νομοσχεδίου τάχθηκαν 248 βουλευτές από τους 450 που έχει το ουκρανικό κοινοβούλιο. Ο νόμος θα τεθεί σε ισχύ την 1η Γενάρη του 2013, εφόσον υπογραφεί από τον Πρόεδρο της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, τα τοπικά κρατικά όργανα μπορούν να επιτρέψουν τη χρήση μιας περιφερειακής γλώσσας σε πολλές δημόσιες υπηρεσίες κι οργανισμούς, διευκολύνοντας τη ζωή του ρωσόφωνου πληθυσμού.
Την έντονη αντίδραση της εθνικιστικής αντιπολίτευσης προκάλεσε η όλη εξέλιξη. Περίπου 1.000 διαδηλωτές συγκρούστηκαν στις 4 Ιουλίου με αστυνομικές δυνάμεις στο κέντρο του Κιέβου, ζητώντας από τον Πρόεδρο της χώρας να ασκήσει βέτο στο νόμο. Η αντιπολίτευση χαρακτηρίζει το νομοσχέδιο «απειλή για την εθνική κυριαρχία» της Ουκρανίας.
Στο μεταξύ, την παραίτησή του υπέβαλε και ο κεντρώος πρόεδρος του Κοινοβουλίου της Ουκρανίας, Βλαντίμιρ Λιτβίν, καθώς και ο αντιπρόεδρος της Βουλής από το κεντροδεξιό κόμμα της πρώην πρωθυπουργού Γουλιάς Τιμοσένκο «ΜΠΙΟΥΤ», Νικολάι Τομένκο, αντιδρώντας στην ψήφιση του νομοσχεδίου.
Είναι προφανές πως το ζήτημα της γλώσσας χρησιμοποιείται άλλη μια φορά για να διαιρέσει τους εργαζόμενους της Ουκρανίας στη βάση της γλωσσικής προτίμησης, ενώ από πίσω του κρύβονται τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα μερίδων της αστικής τάξης της Ουκρανίας, που επιλέγουν διαφορετικές διεθνείς στρατηγικές συνεργασίες. Κάποια μερίδα από αυτούς με τη Ρωσία και κάποια άλλη ενάντια σ' αυτήν.