Σάββατο 10 Μάρτη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Εξι τετραγωνικά

Το πρώτο όνειρο ήταν εξαιρετικά σύντομο. Είδε τρεις αγγέλους, που της είπαν ότι ο θεός δεν ήταν θεός. Οταν ξύπνησε, δεν αναγνώρισε τις φωνούλες που κατέβαιναν με το ρεύμα του ποταμού. Βλέπει το κορμί της να επιπλέει στο νερό. Τέσσερα ή έξι χέρια τη σέρνουν και την αφήνουν στην ακτή. Ολα αυτά τα είδε, με τα μάτια κλειστά, πριν από το δεύτερο όνειρο. Το όνειρο άρχιζε ...ή;

Πίστευε ότι η πόρτα που έβγαζε στο δρόμο ήταν το άνοιγμα μίας σήραγγας. Αρνιόταν να μπει. Της αρκούσε να περπατάει από τον ένα τοίχο στον άλλο, μέσα στο μικροσκοπικό ορθογώνιο δωμάτιο. Ενας ολόκληρος κόσμος σε δύο επί τρία μέτρα. Ενα, δύο, τρία. Τρία, δύο, ένα. Τρία βήματα όλα και όλα. Από το φεγγίτη που χρησίμευε για παράθυρο, όπου ακόμη και ένα περιστέρι θα είχε μεγάλη δυσκολία να μπει, οι ακτίνες φωτός με πείσμα προσπαθούσαν να αλλοιώσουν το πυκνό σκοτάδι του κελιού. Ο ήλιος δεν επιτρεπόταν να μπει, ούτως ώστε η ελπίδα της ζωής να μη συντηρεί τους κρατούμενους και να νιώθουν πιο άσχημα μέρα με τη μέρα. Το οξυγόνο αρκετό μόνο για να αναπνέει και να συντηρείται στη ζωή. Τα πάντα λευκά. Τοίχοι, πατώματα, τα ελάχιστα έπιπλα. Οχι το λευκό της καθαρότητας, της αγνότητας, της αθωότητας. Ενα απόλυτα νεκρικό λευκό, όπως το κενό. Οπως και ο αέρας που τρύπωνε στο κελί, έτσι και ο κόσμος άρχισε σιγά - σιγά να παγώνει. Ολα αυτά, όμως, δεν τα ήξερε πια. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, του χώρου. Αισθήσεις και αισθήματα την εγκατέλειπαν σταδιακά.

Μόνο μερικές νύχτες ή μέρες, ξυπνούσε με τα χέρια απλωμένα, λες και προσπαθούσε να προστατέψει το πρόσωπό της ή να αγγίξει κάτι που ένιωθε μπροστά της. Αυτές οι στιγμές την κατατρόμαζαν, γιατί θυμόταν τον κόσμο. Τον θυμόταν. Του διάβαζε, έπαιρνε τα χέρια του μέσα στα δικά της και τον έβαζε ν' αγγίζει την άκρη του τραπεζιού. Τον έβαζε να τα σύρει πάνω στην επιφάνεια άλλων αντικειμένων για να νιώσει την υφή τους. Και εκείνος ψιθυριστά της απάγγειλε: «Είμαι ανάμεσα στους ανθρώπους, αγαπώ τους ανθρώπους. Αγαπώ τη δράση. Αγαπώ τη σκέψη. Αγαπώ τον αγώνα μου. Είσαι μία ανθρώπινη ύπαρξη μέσα στον αγώνα μου. Σ' αγαπώ» (*). Μόλο που πια δεν είχε παραμικρή ιδέα για την εικόνα του, θυμόταν έντονα εκείνη τη στιγμή. Το γκριζοκίτρινο απόγευμα, το φως του ήλιου που γλιστρούσε σαν φίδι στην όχθη του ποταμού, τις στριγκιές φωνές των παιδιών και την επιθυμία να γίνει σαν αυτόν, να κοιτάζει στο σκοτάδι και να βλέπει τα πάντα.

Τότε συνειδητοποιούσε ότι το λευκό κελί είχε γίνει ο ένας απόλυτα συμπαγής και οριοθετημένος κόσμος. Ο μοναδικός της κόσμος, που ακόμη και εάν κάποτε έφευγε απ' αυτόν δε θα ήταν ποτέ η ίδια. Αλλά κάποια άλλη, που θα εξακολουθούσε να λέγεται Λεϊλά, θα εξακολουθούσε να ζει στην Τουρκία, στη θλιμμένη της πατρίδα. Αυτό που δεν ήξερε και την τρόμαζε και έκλεινε με δύναμη τα μάτια, ήταν αν θα μπορούσε ακόμη να ζει, να δρα και να ονειρεύεται...

*Ναζίμ Χικμέτ


Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ