Κυριακή 1 Απρίλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 38
ΔΙΕΘΝΗ
ΙΣΗΜΕΡΙΝΗ ΓΟΥΙΝΕΑ
Φτώχεια και οικονομικά συμφέροντα

Αυτόν τον καιρό διεξάγεται ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ Γαλλίας, Ισπανίας και ΗΠΑ, για τον πετρελαϊκό πλούτο της Ισημερινής Γουινέας, μία μικρή χώρα για την οποία σχεδόν δεν ακούμε τίποτα, στην οποία όμως οι 400.000 κάτοικοι στενάζουν κάτω από την μπότα του δικτάτορα Τεόντορο Ομπιάνγκ. Ο Κόλπος της Γουινέας, στα δυτικά παράλια της υποσαχαριανής Αφρικής, είναι εδώ και χρόνια σκηνή σφοδρών ένοπλων συγκρούσεων, διαφθοράς και οικονομικών συμφερόντων, απ' όπου οι πολυεθνικές εταιρίες κατάφερναν πάντα να βγουν αλώβητες.

Ετσι, κάθε φορά που η Ευρώπη εκδηλώνει την πρόθεσή της να επενδύσει στην Ισημερινή Γουινέα, οι δυνάμεις που αντιτίθενται στη δικτατορία του Ομπιάνγκ αμφισβητούν το ρόλο των ξένων επενδύσεων στο πιθανό δημοκρατικό άνοιγμα: «Από το πετρέλαιο ο λαός της Ισημερινής Γουινέας βλέπει μόνο τις πολυτελείς επαύλεις που χτίζουν τα άτομα που είναι στενά συνδεμένα με το καθεστώς, και τίποτα παραπάνω. Οι αντίπαλοι του καθεστώτος Ομπιάνγκ δεν μπορούν να εργαστούν σε αυτές τις εταιρίες, και οι ελευθερίες ασκούνται με πολλούς περιορισμούς».

Οταν η χώρα κατέκτησε την ανεξαρτησία της από της Ισπανία, το 1968, ο Φρανσίσκο Μασίας, ηγέτης του συνασπισμού κινημάτων υπέρ της ανεξαρτησίας, ανέλαβε την εξουσία. Ο Μασίας ξεκίνησε μία βίαιη καταστολή κατά των αντιπάλων του, που είχε αποτέλεσμα χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους, αγνοούμενους, δολοφονίες και 160.000 πρόσφυγες.

Το 1979, ο συνταγματάρχης Ομπιάνγκ ηγείται ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, ρίχνει τον Μασίας, ο οποίος στη συνέχεια εκτελείται για «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας». Και οι διώξεις, οι αδιάκριτες συλλήψεις και η διαφθορά συνεχίστηκαν. Τα βασανιστήρια συνεχίζουν να είναι μία συνηθισμένη πρακτική στα αστυνομικά τμήματα και στις φυλακές, ενώ διατηρείται η ατιμωρησία, παρά τις καταγγελίες των Ηνωμένων Εθνών, της Διεθνούς Αμνηστίας και άλλων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Τα κύρια θύματα αυτής της κατάστασης είναι φυσικά όσοι προβάλλουν αντίσταση, που συλλαμβάνονται και μόνο επειδή οργανώνουν συγκεντρώσεις, κατακρίνουν την κυβέρνηση ή ανήκουν σε κόμματα που βρίσκονται εκτός νόμου.

Ενα παράδειγμα της κατασταλτικής πολιτικής του καθεστώτος Ομπιάνγκ είναι η περίπτωση του Σεβέρο Μότο, ηγέτη του αντιπολιτευτικού Προοδευτικού Κόμματος. Ο Μότο, λοιπόν, καταδικάστηκε αρχικά σε δύο χρόνια φυλάκισης για μία υποτιθέμενη δωροδοκία σε έναν αστυνομικό και επειδή «πρόσβαλε την υπόληψη» του Ομπιάνγκ. Αργότερα καταδικάστηκε εκ νέου σε 28 χρόνια φυλάκισης για προδοσία και συνωμοσία, γεγονός που προκάλεσε την αποδοκιμασία πολλών ευρωπαϊκών χωρών.

Πέρα, όμως, απ' όλα αυτά, από τη δεκαετία του '80, οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Ισπανία ελέγχουν την εξόρυξη σιδήρου και πετρελαίου και τη δασική εκμετάλλευση της Ισημερινής Γουινέας. Οι πετρελαϊκές εταιρίες, με πρώτη τη «Μότορ Οϊλ», συμβιώνουν, χωρίς κανένα πρόβλημα με τις δεσποτικές δομές του καθεστώτος Ομπιάνγκ. Η αυξανόμενη παραγωγή σε κοιτάσματα όπως το ζαφείρι, σε μία στιγμή όπου οξύνεται η διαμάχη μεταξύ των γαλλικών και των βορειοαμερικανικών συμφερόντων σε ολόκληρη την ήπειρο, φέρνει την Ισημερινή Γουινέα στο στόχαστρο. Για την ακρίβεια, η γαλλική κυβέρνηση έδειξε την πρόθεσή της να σταματήσει την πολιτική απομόνωση του Ομπιάνγκ, εφόσον η Ισημερινή Γουινέα ενταχθεί σε ένα μέτωπο αντίστασης απέναντι στην έφοδο των ΗΠΑ στην Αφρική. Ο Γάλλος Πρόεδρος, Ζακ Σιράκ, εμφανίστηκε ως τριτεγγυητής του Ομπιάνγκ, εφόσον ο τελευταίος επιτρέψει την παρουσία της γαλλικής εταιρίας «Ελφ Ακιτέν» στα περίχωρα των κοιτασμάτων ζαφειριού.

Από την άλλη πλευρά, η Ισπανία, η παλιά μητρόπολη - η Ισημερινή Γουινέα ήταν ισπανική αποικία - που επιθυμεί να ενισχύσει την παρουσία της στην περιοχή, όχι μόνο δεν κατέκρινε με την πρέπουσα σκληρότητα τον Ομπιάνγκ, αλλά από το 1979 η Μαδρίτη παρείχε στρατιωτική και αστυνομική βοήθεια στη δικτατορία, στέλνοντας υλικά για την καταστολή διαδηλώσεων, όπως δακρυγόνα και άλλα χημικά, καθώς και οχήματα και όπλα στο στρατό της Ισημερινής Γουινέας, και εκπαιδεύοντας αστυνομικούς και στρατιωτικούς.

Το Γενάρη του 2000, οι «Γιατροί Χωρίς Σύνορα» αποσύρονταν από την περιοχή λόγω των «εμποδίων που επιβλήθηκαν στη δουλιά τους». Σύμφωνα με μία έκθεση της παραπάνω Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης, στην Ισημερινή Γουινέα «η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι καθημερινή πρακτική», ενώ «χάρη στο πετρέλαιο, η Ισημερινή Γουινέα είναι μία χώρα με αρκετούς πόρους ώστε να εγγυηθεί ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο στον πληθυσμό της. Ωστόσο, αυτοί οι φυσικοί πόροι δεν αντανακλώνται στην ευημερία του λαού, καθώς έχουν μονοπωληθεί από τη φατρία που βρίσκεται στην εξουσία». Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα τονίζουν ακόμα ότι «τα συμβόλαια μεταξύ κράτους και πετρελαϊκών εταιριών δε δημοσιοποιήθηκαν ποτέ και συνεπώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τη ροή εσόδων που προκαλεί αυτή η δραστηριότητα».

Ετσι, λοιπόν, η αύξηση των ξένων επενδύσεων και η επίτευξη αδειών εξορύξεων στην Ισημερινή Γουινέα δε θα οδηγήσει στην επίσπευση μιας δημοκρατικής αλλαγής. Πολύ περισσότερο, θα ευνοήσει τον παραπέρα πλουτισμό της τοπικής ολιγαρχίας, ενώ ο λαός θα βυθίζεται όλο και περισσότερο στη φτώχεια.


Γ.ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ