Το νόημα που βγάζει κανείς διαβάζοντας το ρεπορτάζ της «Αυγής» είναι καθαρό: Φοροελάφρυνση, έστω και μικρή, του λαού που στενάζει, υφιστάμενος χρόνια τώρα φορολεηλασία.
Παρακάτω, όμως, προκύπτει ότι στις έστω «περιορισμένες φοροελαφρύνσεις», η «Αυγή» εντάσσει και μέτρα στήριξης των καπιταλιστικών επιχειρήσεων όπως τη «μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 26% στο 20% με στόχο το 15%»!
Αυτό, βεβαίως, δεν είναι «επικοινωνιακό εύρημα», δεν είναι «ανεπαίσθητη», αλλά αισθητή μείωση του φορολογικού βάρους που σηκώνουν οι επιχειρήσεις.
Και δεν θα μπορούσε να διατυπώνει άλλου είδους κριτική η «Αυγή» και κατ' επέκταση ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι και δική του επιδίωξη η ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας και για την επίτευξή της υπερασπίζεται μέτρα στήριξης του κεφαλαίου, μεταξύ αυτών και φορολογικά. Γι' αυτό και εγκαλεί την κυβέρνηση για «περιορισμένες φοροελαφρύνσεις», γνωρίζοντας ότι εκτεταμένες δε θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να είναι για το λαό, άλλωστε τέτοια δέσμευση ούτε ο ίδιος αναλαμβάνει.
Η μομφή του προς τη συγκυβέρνηση για ανικανότητα να διαπραγματευτεί με την τρόικα ή με την ΕΕ, υποδηλώνει τη δική του προθυμία να εκπροσωπήσει σθεναρά τα συμφέροντα των καπιταλιστών στα διαβούλια της διακρατικής τους συμμαχίας.
Κατηγορίες που φυσικά προσπερνούν το γεγονός ότι η κυβέρνηση υποτάσσεται σε όσα ορίζουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης, την οποία και βαραίνει σε τελική ανάλυση η ευθύνη για την κατάσταση με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι φτωχοί αγρότες. Δική της επιλογή είναι η συμμετοχή στην ΕΕ, δική της και η στήριξη επεμβάσεων όπως αυτή στην Ουκρανία. Αλλά ο λαός πληρώνει τα σπασμένα, όπως πάντα.
Αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ το προσπερνά και αρκείται να κατηγορεί την κυβέρνηση για το αν και πώς διεκδικεί αποζημιώσεις απ' την ΕΕ, που παρεμπιπτόντως δεν έχουν πάρει οι αγρότες καμιάς χώρας - μέλους της.
Αν κατά τον ΣΥΡΙΖΑ η περίπτωση αυτή αποδεικνύει ότι η συγκυβέρνηση δεν έχει τα κότσια να διαπραγματευτεί ρύθμιση του δημοσίου χρέους, όπως γράφει η «Αυγή», για το λαό να είναι καθαρό πως καμιάς αστικής κυβέρνησης οι διαπραγματεύσεις και διεκδικήσεις στο πλαίσιο της ΕΕ δεν αφορούν τα δικά του συμφέροντα με άλλον τρόπο πέραν της υπονόμευσής τους.