Γνωρίζει, όμως, ο Μίκης ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις μουσικές ανάγκες του χοροπηδώντας, συνεχώς, σαν τη μαϊμού, στους ρυθμούς της Μαντόνα και του Ρουβά, ούτε αντέχει να ασκείται, εσαεί, στη «μουσική αυτοϊκανοποίηση», ακούγοντας, εν είδει μουσικής, ανεπίδοτες επιστολές «ερωτικών εξομολογήσεων και απογοητεύσεων». Να, γιατί, ακόμα και σήμερα, στην εποχή της «πολιτιστικής βαρβαρότητας», που επιχειρεί να επιβάλλει ο ιμπεριαλισμός, βλέπουμε πολλούς - και πολλά 15χρονα παιδιά - να βγαίνουν από τα δισκοπωλεία κρατώντας δίσκους και του Μίκη και πολλών άλλων γνήσιων Ελλήνων και ξένων μουσικών δημιουργών.
Τη γνωρίζεις αυτή τη μελωδία, όχι μόνο γιατί σου θυμίζει παλιά ακούσματα, αλλά και γιατί την έχεις ακούσει από καλλιτέχνες που επιμένουν να τραγουδούν με ευαισθησία, παρά να «ερωτροποιούν», δημοσίως, με χυδαιότητα. Ακούγεται σε συναυλίες, όπου οι νότες χρησιμοποιούνται για τη συνομιλία του ανθρώπου με το σύμπαν. Ακούγεται και σε άλλους χώρους - θα την «πιάσεις» αν αφουγκραστείς τους ήχους από δωμάτια φοιτητών - ενώ εκείνη η παλιά μουσική της τιμής και του αγώνα, συνεγείρει ακόμα πολλούς που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις των εργατών, των μαθητών. Είναι το ίδιο άκουσμα που συνόδευε τις ορισμένες ανάσες των νέων, που πολεμούν, όπου Γης, την «παγκοσμιοποίηση».
Οποιος καταφέρει να «παραμερίσει» τα πολλά και ισχυρά «παράσιτα» κι ακούσει αυτή τη μουσική, νιώθει πιο κοντά σ' ένα μέλλον καλύτερο για την ανθρώπινη κοινωνία.
Πρόκειται για «μαέστρους», που διευθύνουν «ορχήστρες τελάληδων» της κοινωνικής απογοήτευσης. Είναι αυτοί που ισχυρίζονται πως «δε γίνεται τίποτα» και ότι «γρήγορα θα ξεχαστεί το Σιάτλ και η Γένοβα». Είναι οι ίδιοι που μιλούσαν για την «τελική νίκη» του καπιταλισμού και το «τέλος της Ιστορίας», αλλά διαψεύστηκαν. Και δε διαψεύστηκαν μόνο από τους χιλιάδες αγωνιστές κατά της «παγκοσμιοποίησης», που εξαπλώνονται σε κάθε μεριά του πλανήτη, αλλά και από το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμα οι παλιοί και μαζί τους πάρα πολλοί νέοι, που ακούν και συγκινούνται από τη μουσική του Μίκη...