Μόλις στο 5,7% η «συμβολή» της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη μάζα των άμεσων φόρων
Τα στοιχεία από την επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων που υποβλήθηκαν το 2016 και αφορούν στα εισοδήματα που αποκτήθηκαν το 2015, δόθηκαν χτες στη δημοσιότητα από την «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων» (ΑΑΔΕ), χωρίς βέβαια σε αυτά να αποτυπώνεται η ενίσχυση της φοροληστείας του 2016 μέσω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η μάζα των δηλωμένων εισοδημάτων από περίπου 6,2 εκατ. νοικοκυριά διαμορφώθηκε σε 75,2 δισ. ευρώ, που όμως μέσω της εφαρμογής των λεγόμενων «αντικειμενικών κριτηρίων διαβίωσης», που εφαρμόζει ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, διογκώθηκαν σε 82,1 δισ. ευρώ ή κατά 7 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα, βέβαια, την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης σε κατηγορίες λαϊκών νοικοκυριών, με εισοδήματα χαμηλότερα από το προβλεπόμενο αφορολόγητο (9.545 ευρώ για το 2015).
Τα εν λόγω στοιχεία αναμένεται να αξιοποιηθούν στην κατεύθυνση της περαιτέρω συρρίκνωσης του αφορολόγητου ορίου, προκειμένου, όπως λένε, να διευρυνθεί η «φορολογική βάση», δηλαδή να επιβληθούν φόροι εισοδήματος ακόμη και σε λαϊκά νοικοκυριά που αναγκάζονται να ζουν με εισοδήματα χαμηλότερα και από αυτά της επίσημης φτώχειας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, η συνολική μάζα των εισοδημάτων (82,1 δισ.) προήλθε από τις ακόλουθες πηγές:
Σε κάθε περίπτωση, στα στοιχεία της ΑΑΔΕ απεικονίζεται η κατάσταση φτώχειας τμημάτων του λαού. Σε αυτό το πλαίσιο, το 38,2% των νοικοκυριών εμφανίζεται με δηλώσεις μέχρι 5.000 ευρώ το χρόνο, ενώ, αθροιστικά μέχρι για εισοδήματα μέχρι τα 12.000 ευρώ, καταγράφεται το 64% των νοικοκυριών.
Αντίστροφα, στο πάνω - πάνω μέρος της «πυραμίδας», με εισοδήματα μεγαλύτερα από 100.000 ευρώ, καταγράφονται περίπου 25.000 οικογένειες.
Ειδικότερα:
Στο μεταξύ, δημοσιοποιήθηκε χτες η Υπουργική Απόφαση με την οποία καθορίζονται τα πρώτα 85 επαγγέλματα - επιχειρηματικές δραστηριότητες, που θα υποχρεωθούν να εγκαταστήσουν συσκευές ηλεκτρονικής χρέωσης καρτών (POS) εντός τριών μηνών, δηλαδή το αργότερο μέχρι τις 12 Ιούλη. Σε περίπτωση μη εγκατάστασης προβλέπεται η επιβολή προστίμου ύψους 1.500 ευρώ.