Τα ποσοστά που συγκέντρωσαν οι υποψήφιοι που πρόσκεινται στον Μάλικι έως ένα βαθμό αποτέλεσαν έκπληξη, καθώς νωπές είναι ακόμη οι μνήμες από τις διαδηλώσεις, αλλά και τις σκληρές συγκρούσεις οπαδών, κυρίως του Σαντρ αλλά και σουνιτικών οργανώσεων, που επέκριναν τον Ιρακινό πρωθυπουργό για την αγαστή συνεργασία του με τις κατοχικές δυνάμεις. Οπως, όμως, σχολίαζαν αναλυτές, φαίνεται ότι ο Μάλικι κατάφερε να «κεφαλαιοποιήσει» τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τη μη ανταπόκριση των θρησκευτικών κομμάτων, και έως ένα βαθμό και του Σαντρ, στην απαίτηση για αντιμετώπιση των σοβαρότατων καθημερινών προβλημάτων των πολιτών πέραν του πλαισίου μιας ενδο-ιρακινής θρησκευτικής διένεξης.
Ο ίδιος «έπαιξε το χαρτί» της προσπάθειας για «άτεγκτη εφαρμογή του νόμου», για «σεβασμό της κοσμικότητας του κράτους», για «βελτίωση των σχέσεων με το γειτονικό σιιτικό Ιράν» και της «επίτευξης συμφωνίας που λήγει την κατοχή». Στη λογική τού «μη χείρον βέλτιστον», ο ιρακινός λαός (με συμμετοχή 51% στις εκλογές) στήριξε το κόμμα, που, ουσιαστικά, νομιμοποίησε για τρία ακόμη χρόνια (ή για πολλά ακόμη) την κατοχή.