«Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα μέσα στο οποίο οι περισσότερες χώρες λειτουργούν τα τελευταία 80 χρόνια αναθεωρείται, εισάγοντας τον κόσμο σε μια νέα περίοδο. Οι υπάρχοντες κανόνες αντιμετωπίζουν προκλήσεις, ενώ νέοι αναδύονται», σημείωναν την περασμένη Τρίτη τα στελέχη του ΔΝΤ στη συνέντευξη Τύπου όπου παρουσιάστηκε η νέα έκθεση, αποτυπώνοντας τις ανακατατάξεις που λαμβάνουν χώρα στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, με επίκεντρο την εντεινόμενη αντιπαράθεση ΗΠΑ - Κίνας για την πρωτοκαθεδρία.
Να σημειωθεί ότι πρόκειται για την πρώτη σχετική έκθεση του ΔΝΤ μετά τις ανακοινώσεις των σαρωτικών δασμών που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ σε αντιπάλους και «συμμάχους», σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο των οξυμένων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Οσον αφορά την παγκόσμια οικονομία, το ΔΝΤ εκτιμά ότι το 2025 θα αναπτυχθεί κατά 2,8% και το 2026 κατά 3%, δηλαδή με ποσοστά αισθητά χαμηλότερα από αυτά που το Ταμείο εκτιμούσε μόλις τον περασμένο Γενάρη (3,3% για το 2025 αλλά και για το 2026).
Ειδικά για τις ΗΠΑ, η ανάπτυξη για το 2025 εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,8% και το 2026 κατά 1,7% (από 2,7% και 2,1% που ήταν οι αντίστοιχες προβλέψεις τον περασμένο Γενάρη). Το 2024 η ανάπτυξη είχε διαμορφωθεί στο 2,8%.
Αλλες προβλέψεις του ΔΝΤ για το 2025 και το 2026 έχουν ως εξής:
- Ευρωζώνη: Συνεχίζονται οι «χαμηλές πτήσεις», με 0,8% και 1,2% αντίστοιχα (από 1% και 1,4% που ήταν οι αντίστοιχες προβλέψεις τον περασμένο Γενάρη) και ενώ το 2024 διαμορφώθηκε στο 0,9%.
- Κίνα: 4% και 4% (από 4,6% και 4,5% τον Γενάρη) έναντι 5% το 2024.
- Για τη Γερμανία προβλέπεται απόλυτη στασιμότητα για το 2025 (0%) και αναιμική ανάπτυξη 0,9% το 2026 (από 0,3% και 1,1% τον Γενάρη), έναντι μείωσης 0,2% το 2024. Σημειωτέον, θα είναι η πρώτη φορά στη σύγχρονη Ιστορία της Γερμανίας που η οικονομία της δεν θα αναπτυχθεί για τρία διαδοχικά χρόνια...
- Γαλλία: 0,6% το 2025 και 1% το 2026 (από προηγούμενες προβλέψεις για 0,8% και 1,1%) έναντι 1,1% το 2024.
- Ιταλία: 0,4% και 0,8% (από προηγούμενες προβλέψεις 0,7% και 0,9%) έναντι 0,7% το 2024.
- Ιαπωνία: 0,6% και 0,6% (από 1,1% και 0,8%) έναντι 0,1% το 2024.
- Ρωσία: 1,5% και 0,9% (από 1,4% και 1,2%) έναντι 4,1% το 2024.
- Ινδία: 6,2% και 6,3% (από 6,5% και 6,5%) έναντι 6,5% το 2024.
Στην έκθεση του ΔΝΤ διαπιστώνεται μεταξύ άλλων ότι «η αβεβαιότητα είναι πολύ υψηλή και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη έχει αρχίσει να εξασθενεί», ενώ ξεχωρίζουν και οι προβλέψεις για μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους, που «είναι πολύ υψηλό και αυξάνεται διαρκώς».
Συγκεκριμένα, «σύμφωνα με την πρόβλεψη αναφοράς της WEO, αυτό θα αυξηθεί πάνω από το 95% του ΑΕΠ. Είναι ήδη υψηλότερο και αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι την περίοδο πριν την πανδημία. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας που διανύουμε, θα προσεγγίζει το 100% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας το ανώτατο επίπεδο όπου έφτασε την περίοδο της πανδημίας, αλλά τα διεθνή στοιχεία κρύβουν μια πλατιά ποικιλία ανά τον κόσμο».
Προβλέπεται ότι το 2025 το παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες και θα φτάσει στο 95,1% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ακόμα, εκτιμάται ότι η ανοδική τάση είναι πιθανό να συνεχιστεί και το παγκόσμιο δημόσιο χρέος ίσως φτάσει το 99,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ μέχρι το 2030.
Τα στελέχη του ΔΝΤ συνέδεσαν τις προβλέψεις για ανάπτυξη με αναιμικούς ρυθμούς και την αρνητική αναθεώρησή τους με τους δασμούς που ανακοίνωσαν οι ΗΠΑ αλλά και η Κίνα, ωστόσο η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας αποτυπωνόταν και στην έκθεση WEO του Απρίλη του 2024.
Εναν χρόνο πριν, λοιπόν, όταν ακόμα δεν είχαν γίνει ούτε καν οι εκλογές στις ΗΠΑ και δεν είχε αναλάβει η κυβέρνηση Τραμπ, το ΔΝΤ προέβλεπε π.χ. ότι η ανάπτυξη της οικονομίας των ΗΠΑ θα αναπτυσσόταν κατά 2,7% το 2024, αλλά ότι το 2025 ο ρυθμός θα έπεφτε στο 1,9%. Στη δε Κίνα κατά 4,6% το 2024, αλλά 4,1% το 2025.
Εχει σημασία μάλιστα να καταγραφεί ότι το ΔΝΤ διαπίστωνε από τότε πως «οι εμπορικές συνδέσεις μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών αποδυναμώνονται. Από την έναρξη των εμπορικών εντάσεων Κίνας - ΗΠΑ το 2017» μειώθηκε η αναλογία των κινεζικών αγαθών που εισάγονται στις ΗΠΑ κατά 8%, αφού από 22% το 2017 έπεσε στο 14% το 2023.
Επίσης, η WEO του περσινού Απρίλη παρατηρούσε ότι μέσα στην πενταετία 2017 - 2023 «μια σειρά εισαγωγές προς τις ΗΠΑ είχαν επανεγκατασταθεί, αφού μεταφέρθηκαν μακριά από την Κίνα και προς άλλες χώρες, όπως Μεξικό, Βιετνάμ κ.α.» και «ως αποτέλεσμα οι εφοδιαστικές αλυσίδες επιμηκύνονται, με πιθανές απώλειες στην απόδοσή τους».
Την ίδια στιγμή καταγράφονται και οι ανησυχίες των συντακτών της τωρινής έκθεσης για τους «δημογραφικούς "αντίθετους" άνεμους», καθώς «πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο περνούν κρίσιμα δημογραφικά "σημεία" όταν η αναλογία του οικονομικά ενεργού τμήματος στον συνολικό πληθυσμό αρχίζει να μειώνεται, με άμεσες επιπτώσεις στην προμήθεια εργατικών χεριών και στην παραγωγικότητα». Αναφέρεται μάλιστα ότι Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία διαθέτουν μακράν τα σχετικά πρωτεία, ενώ και η Κίνα τις πλησιάζει, με τις ΗΠΑ να μην είναι πλέον πολύ μακριά από αυτές.
Στο στόχαστρο οι «υψηλές δαπάνες για τις συντάξεις»
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, στις συστάσεις του ΔΝΤ για το πώς θα αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη «αβεβαιότητα» ξεχωρίζει ο κυνισμός με τον οποίο δίνουν σήμα για να προχωρήσουν άμεσα νέα αντιλαϊκά μέτρα, κλιμακώνοντας την επίθεση σε όσες εργατικές - λαϊκές κατακτήσεις έχουν απομείνει όρθιες.
«Οι υπουργοί Οικονομικών πρέπει να οικοδομήσουν εμπιστοσύνη, να φορολογούν δίκαια, να δαπανούν σοφά και να εξετάζουν τα δεδομένα σε βάθος χρόνου», επισημάνθηκε κατά την παρουσίαση της νέας έκθεσης.
Η συζήτηση έφτασε δε στο «ζουμί» όταν δημοσιογράφος συνέδεσε τον απαιτούμενο «δημοσιονομικό χώρο» (πόρων απαραίτητων για τον έναν ή τον άλλο τρόπο στήριξης των μονοπωλίων) με τις «συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις», εκφράζοντας μάλιστα προβληματισμό για το ότι «σε πολλές χώρες υπάρχουν ήδη κοινωνικές εντάσεις, που είναι αρκετά μεγάλες» και ζητώντας συστάσεις για τις «πιθανότητες να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις εκείνες που έχουν χαμηλή δημοτικότητα».
Τα στελέχη του ΔΝΤ ήταν ξεκάθαρα στην ανάγκη όλα τα κυβερνητικά επιτελεία να επεξεργαστούν αποφασιστικά νέες ανατροπές, ώστε να διασφαλιστούν νέα «δημοσιονομικά περιθώρια» για τη «στήριξη της ανάπτυξης».
«Γνωρίζουμε ότι σε πολλές χώρες οι δαπάνες για τις συντάξεις είναι πολύ υψηλές», υποστήριξαν οι εκπρόσωποι του Ταμείου, αν και εκατομμύρια συνταξιούχων ακόμα και στις ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες αδυνατούν να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια, και πολλοί ξαναβγαίνουν στο κυνήγι του μεροκάματου για να τα βγάλουν μέρα.
Χαρακτηριστικά, στην ίδια την «ατμομηχανή» της ΕΕ, τη Γερμανία, τον περασμένο Αύγουστο αποκαλύφθηκε ότι 1,3 εκατ. συνταξιούχοι συνεχίζουν να εργάζονται για να συμπληρώσουν τη σύνταξη που παίρνουν. 4 στους 10 συνταξιούχους καλούνται να ζήσουν με καθαρό εισόδημα κάτω των 1.250 ευρώ τον μήνα, δηλαδή κοντά στο επίσημο όριο της φτώχειας, ενώ ειδικοί αναφέρουν μελέτες σύμφωνα με τις οποίες «1 στους 5 συνταξιούχους στη Γερμανία που δεν εργάζονται» σκέφτεται ή ήδη αναζητεί εργασία. Στη δε Βρετανία, το περασμένο φθινόπωρο καταργήθηκε επίδομα θέρμανσης που προβλεπόταν για 10 εκατ. συνταξιούχους...
Κι όμως, παρά τη ραγδαία φτωχοποίηση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων των συνταξιούχων, που μάλιστα έχουν καταθέσει δεκαετίες ολόκληρες σκληρής δουλειάς, τα στελέχη του Ταμείου συνέχισαν, λες και μιλούσαν καθαρά για περιττές δαπάνες που πρέπει να πετσοκοφτούν:
«Για να σας δώσουμε ορισμένα νούμερα, στην περίπτωση των αναπτυγμένων οικονομιών» οι «δαπάνες» για τις συντάξεις «φτάνουν στο 8% του ΑΕΠ. Στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, γύρω στο 4% (...) Αυτές οι δαπάνες προβλέπεται ότι θα αυξηθούν εξαιτίας της ανόδου του προσδόκιμου ζωής και της αύξησης των συνταξιούχων», ανέφεραν, καταλήγοντας ότι «η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος είναι σημαντική ώστε να παραχθούν δημοσιονομικές αποταμιεύσεις, αλλά και για να διατηρηθεί η συμμετοχή εργατικής δύναμης, όπως και η απασχόληση».
Μάλιστα επέστησαν την προσοχή στην επεξεργασία «στρατηγικής επικοινωνίας» (μεθόδων εκβιασμού και χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων), όπως συνέβη σε «περιπτώσεις χωρών όπου σημείωσε επιτυχία η εφαρμογή σημαντικών μεταρρυθμίσεων, για παράδειγμα με αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης». 'Η και με τη «δημιουργία διακομματικών επιτροπών που συνεργάζονταν με τα ενδιαφερόμενα μέρη, για να ακούσουν τις ανησυχίες τους και να σκεφτούν την εφαρμογή της μεταρρύθμισης με τον καλύτερο τρόπο»...
Οι δείκτες του κεφαλαίου «ανακάμπτουν», ενώ το 65% των νοικοκυριών δηλώνουν πως «μόλις τα βγάζουν πέρα»
Το ΙΟΒΕ τονίζει πως ενώ η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης και βελτίωσης σε δείκτες όπως οι επενδύσεις, η ανεργία και η δημοσιονομική ισορροπία, το διεθνές περιβάλλον και οι λεγόμενες διαρθρωτικές αδυναμίες εξακολουθούν να την καθιστούν ευάλωτη.
Οπως σημειώνει η έκθεση, σημαντικοί κίνδυνοι απορρέουν από τις «χαμηλές πτήσεις» του ρυθμού ανάπτυξης της Ευρωζώνης, την όξυνση της οικονομικής αβεβαιότητας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο λόγω κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου, την αβεβαιότητα ως προς τα δημοσιονομικά μεγέθη της ΕΕ ως απόρροια του ανοίγματος της χρηματοδοτικής κάνουλας για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, τη διατήρηση των γεωπολιτικών εντάσεων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, το υψηλό έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, την απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω υψηλότερου του μέσου όρου της Ευρωζώνης πληθωρισμού, και τις καθυστερήσεις στην εξυγίανση των κόκκινων δανείων εκτός τραπεζικών ισολογισμών.
Το ζήτημα έχει τρεις σημαντικές διαστάσεις σύμφωνα με την έκθεση.
-- Η πρώτη αφορά την ενδεχόμενη εξισορρόπηση αρχιτεκτονικής του διεθνούς εμπορίου μεσοπρόθεσμα σε υψηλότερο επίπεδο δασμών. «Εφόσον αυτό συμβεί, το κόστος παραγωγής θα αυξηθεί κατά μέσον όρο παγκοσμίως, κατά τα επόμενα λίγα χρόνια, με αποτέλεσμα αύξηση των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών και μείωση των πραγματικών εισοδημάτων των νοικοκυριών».
-- Η δεύτερη διάσταση αφορά την αβεβαιότητα, η οποία κυριαρχεί το τρέχον διάστημα για το επίπεδο των δασμών, όπως και για την επίδρασή τους. «Η ίδια η αβεβαιότητα παγώνει σε μεγάλο βαθμό τις επενδύσεις, ιδίως τις περισσότερο παραγωγικές και μεσομακροπρόθεσμες».
-- Η τρίτη διάσταση αφορά την ευρύτερη αναταραχή που μπορεί να υπάρξει στο παγκόσμιο οικονομικό πεδίο, με ανακατατάξεις στη σχετική ισχύ και πορεία μεγάλων οικονομιών. «Σταθερές της παγκοσμιοποίησης για τις διασυνδέσεις περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών αμφισβητούνται και στο πλαίσιο αυτό θα αναζητηθεί νέα στρατηγική για την ΕΕ, με άξονες την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, της στρατηγικής αυτονομίας και της άμυνας».
Σκιαγραφώντας το διεθνές περιβάλλον υπό τη σκιά του εμπορικού πολέμου, η έκθεση σημειώνει: «Διεθνείς τραπεζικοί οίκοι εκτιμούν ότι η πιθανότητα ύφεσης στην αμερικανική οικονομία έχει αυξηθεί σημαντικά. Οι διεθνείς οργανισμοί αναθεώρησαν πρόσφατα τις προβλέψεις τους για την παγκόσμια ανάπτυξη (προς τα κάτω) και τον πληθωρισμό (προς τα πάνω), με το μέγεθος των αναθεωρήσεων να είναι ακόμη μικρό. Βάσει των πλέον πρόσφατων προβλέψεων του ΟΟΣΑ (Μάρτιος 2025), εκτιμάται χαμηλότερη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας το 2025 σε σχέση με τις προβλέψεις Δεκεμβρίου (3,1% από 3,3%).
Ο πληθωρισμός διατηρείται σε υψηλότερα από τα επιθυμητά επίπεδα, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωση που έχει καταγραφεί, ενώ και ο δομικός πληθωρισμός αποδεικνύεται επίμονος σε πολλές οικονομίες. Ενδεικτικά, τον Φεβρουάριο του 2025 ο πληθωρισμός στις 38 χώρες του ΟΟΣΑ άγγιξε το 4,5%.
Ταυτόχρονα, η έκθεση αποτυπώνει τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας και ρυθμών ανάπτυξης: Το τέταρτο τρίμηνο του 2024, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ σε ΕΕ-27 και Ευρωζώνη επιταχύνθηκε σε 1,4% και 1,2% αντίστοιχα, από 1,0% και 0,9% το προηγούμενο τρίμηνο. Σε ετησιοποιημένη μορφή, σε 5 από τις 20 χώρες - μέλη της ΕΖ εξακολουθεί να καταγράφεται αρνητικός ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ, μεταξύ αυτών η Γερμανία.
Το οικονομικό κλίμα επιδεινώθηκε στην Ευρώπη τον Μάρτιο του 2025, καθώς εντάθηκε η αβεβαιότητα σχετικά με την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Μάρτιος 2025), η οικονομία της Ευρωζώνης προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό +0,9% το 2025 και +1,2% το 2026, 0,2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο των προβλέψεων του προηγούμενου τριμήνου. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αναμένεται να ανέλθει στο 2,3% το 2025 και να υποχωρήσει στο 1,9% το 2026.
Οσον αφορά τα στοιχεία της Ελληνικής οικονομίας, το ΙΟΒΕ σημειώνει πως «η ανάκαμψη της οικονομίας, μετά και την πανδημία, σε όρους ΑΕΠ συστηματικά υπερβαίνει τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους - ωστόσο στηρίζεται πρωτίστως σε μεγέθυνση της απασχόλησης και των επενδύσεων, χωρίς όμως ακόμη να καταγράφεται σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας. Δεύτερον, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που είχε ουσιαστικά μηδενιστεί μετά τα μνημόνια, έχει επιστρέψει σε υψηλά επίπεδα, σηματοδοτώντας πως η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων εφεξής δεν μπορεί να είναι αυτόματη».
Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,6% το δ' τρίμηνο του 2024, χάρη κυρίως σε αύξηση επενδύσεων και εξαγωγών. Ο πληθωρισμός παραμένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα (2,6% - 3,1%). Το ΙΟΒΕ υπογραμμίζει πως «παρά τη θετική αναβάθμιση από τη "Moody's", τα ερωτήματα παραμένουν για τη βιωσιμότητα της αναπτυξιακής πορείας και τη χαμηλή παραγωγικότητα. (...) Στις αρνητικές εξελίξεις συγκαταλέγεται το επίμονα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο και ο υψηλότερος ρυθμός πληθωρισμού από τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη».
Παρά το γεγονός ότι η ανεργία μειώθηκε στο 9,5% (αυξήσεις καταγράφηκαν στην απασχόληση στους τομείς της εκπαίδευσης, του χονδρικού και λιανικού εμπορίου και στις τεχνικές υπηρεσίες) το ΙΟΒΕ προειδοποιεί πως «περαιτέρω μειώσεις κατά τα επόμενα τρίμηνα θα είναι βραδύτερες, καθώς διαφαίνονται αναντιστοιχίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας λόγω της υψηλής διαρθρωτικής ανεργίας. Η απασχόληση αναμένεται να ενισχυθεί, αν και ηπιότερα, το 2025, κυρίως λόγω της ανοδικής τάσης σε επενδύσεις, εξαγωγές και σε επιμέρους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών. Το ποσοστό ανεργίας για το 2025, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, αναμένεται να διαμορφωθεί στην περιοχή του 9,3%».
Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη Βιομηχανία το πρώτο τρίμηνο του 2025 διαμορφώθηκε στις 110,2 (από 103,7 το δ' τρίμηνο του 2024) μονάδες. Στα βασικά στοιχεία δραστηριότητας, ο δείκτης στις προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη της παραγωγής από τις +16,4 μονάδες στο δ' τρίμηνο του 2024 ενισχύθηκε και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στις +38,5 μονάδες. Παράλληλα, ενισχύθηκαν οι ήπια αρνητικές εκτιμήσεις για το επίπεδο παραγγελιών και ζήτησης (στις -8,4 από -6,3 μονάδες ο σχετικός δείκτης). Στις προβλέψεις για την απασχόληση, το σχετικό μέσο τριμηνιαίο ισοζύγιο κινήθηκε ανοδικά, στις +17,1 (από +6,7) μονάδες κατά μέσο όρο. Το ποσοστό χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού κυμάνθηκε ήπια χαμηλότερα, στο 74,7% (από 78,4%), ενώ παράλληλα οι μήνες εξασφαλισμένης παραγωγής των επιχειρήσεων υποχώρησαν ελαφρά, στους 4,9 (από 6) μήνες κατά μέσο όρο.
Οι επιχειρηματικές προσδοκίες στις Κατασκευές ενισχύθηκαν το τρίμηνο του 2025, με το σχετικό ισοζύγιο να διαμορφώνεται στις 165,6 μονάδες κατά μέσο όρο, από 144,6 μονάδες το προηγούμενο τρίμηνο. Αυτή η επίδοση βρίσκεται σε ήπια χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με εκείνη στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2024 (160,8 μον.). Στις βασικές μεταβλητές, οι προβλέψεις για την απασχόληση του τομέα ενισχύθηκαν στις +38 (από +25) μονάδες, με το 40% (από 32%) των επιχειρήσεων να αναμένουν περισσότερες θέσεις εργασίας, όταν το 3% (από 7%) αναμένει μείωσή τους. Οι αρνητικές προβλέψεις των επιχειρήσεων για τις προγραμματισμένες εργασίες αμβλύνθηκαν σημαντικά (στις -4 από -21 μον. ο δείκτης), ενώ παράλληλα οι εκτιμήσεις για το τρέχον επίπεδο του προγράμματος εργασιών ενισχύθηκαν ελαφρά (στις +28 από +23 μον. το σχετικό ισοζύγιο).
Παρά το γεγονός ότι η έκθεση καταγράφει μια επιστροφή σε ορισμένους οικονομικούς δείκτες στην προ κρίσης εποχή, αυτό δεν σημαίνει πως το λαϊκό εισόδημα επανήλθε, επιβεβαιώνοντας πως ακριβώς η καθήλωσή του και συνολικά η επίθεση στους εργαζόμενους και τον λαό αποτέλεσαν προϋποθέσεις για την ανάκαμψη του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, η αύξηση των ενοικίων και των τιμών στα σπίτια αντιμετωπίζεται ως στοιχείο ανάκαμψης της αγοράς ακινήτων. Το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάκαμψης αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στα στοιχεία της έρευνας καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους: Το ποσοστό εκείνων οι οποίοι είναι απαισιόδοξοι για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους το επόμενο 12μηνο είναι 55%, ενώ μόλις 6% δήλωσαν το αντίθετο. Το 63% διατυπώνουν δυσοίωνες προβλέψεις σχετικά με την οικονομική κατάσταση της χώρας, με το 8% να αναμένει βελτίωση. Το 84% των νοικοκυριών δεν αξιολογούν ως πιθανή την αποταμίευση το επόμενο 12μηνο. Το 6% των καταναλωτών αναφέρει ότι είναι «χρεωμένο», ενώ το 65% δήλωσε πως «μόλις τα βγάζουν πέρα».
Κυβερνητικά προγράμματα - «κοροϊδία» που από τη μία δίνουν κι από την άλλη παίρνουν πίσω... εις διπλούν
Eurokinissi |
Δεδομένα που επιβεβαιώνουν ότι τα μέτρα - κοροϊδία που ανακοίνωσε πρόσφατα η κυβέρνηση, αλλά και εκείνα που ήδη έχει πάρει, αποτελούν ουσιαστικά βούτυρο στο ψωμί των τραπεζιτών που τα ζητούσαν επιτακτικά. Κι αυτό γιατί οι εργαζόμενοι γίνονται όμηροι των δανείων που για να τα αποπληρώσουν «φτύνουν αίμα». Βέβαια, τα μέτρα - ασπιρίνες δεν μπορούν ούτε να λύσουν το πρόβλημα, ούτε να κρύψουν ότι η στεγαστική κρίση είναι αποτέλεσμα του ότι η κατοικία στον καπιταλισμό αποτελεί εμπόρευμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατη μελέτη της Alpha Bank καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ...«ανακούφιση» θα έρθει μέσα από κυβερνητικές πρωτοβουλίες και προγράμματα σε άμεση σύνδεση βέβαια με το τραπεζικό σύστημα και τα επενδυτικά κεφάλαια. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση σε ρόλο «κράχτη» στέλνει «πελατεία» στις τράπεζες, διαμορφώνοντας τη νέα γενιά αυτών που εν δυνάμει θα μπουν στην επόμενη λίστα πλειστηριασμών.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που καταγράφονται σε σειρά ερευνών:
Η επιβάρυνση του λαού για τη στέγη είναι αποτέλεσμα τόσο της αύξησης της τιμής της όσο και της μείωσης του πραγματικού μισθού και του διαθέσιμου εισοδήματος.
Οπως αναφέρει έρευνα της Alpha Bank, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων θεωρεί ανέφικτη την αγορά (54%), αλλά και την ενοικίαση κατοικίας σε τιμές αγοράς (68%) σήμερα, γεγονός που συμβαδίζει με την οικονομική τους κατάσταση, με περισσότερους από τους μισούς (54%) να δηλώνουν ότι απλώς καταφέρνουν να καλύψουν τα βασικά έξοδα διαβίωσης, χωρίς να μπορούν να αποταμιεύσουν, ενώ το 11% απάντησε ότι δεν καταφέρνει ούτε να πληρώσει τα βασικά - καθημερινά έξοδα! Ειδικά για τους ενοικιαστές, τα αποτελέσματα της έρευνας αποκαλύπτουν ότι το 52% δαπανά περισσότερο από το 30% του διαθέσιμου εισοδήματός του αποκλειστικά για την πληρωμή του ενοικίου. Για όσους ιδιοκατοικούν και πληρώνουν στεγαστικό δάνειο, το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται σε 42%. Με βάση τα αποτελέσματα, ο μέσος όρος ηλικίας για μετακόμιση από τη γονική εστία είναι περίπου τα 35 έτη.
Στο μεταξύ, ζαλίζουν οι τζίροι που καταγράφουν επιχειρηματικοί κολοσσοί του real estate από την κατασκευή και πώληση κατοικιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «Lamda Development», η οποία έχει δει να μπαίνουν στο ταμείο της ήδη 1,118 δισ. ευρώ από τις προπωλήσεις κατοικιών στο project του Ελληνικού. Ταυτόχρονα, το καθεστώς της Golden Visa δίνει γην και ύδωρ στα ξένα επενδυτικά κεφάλαια. Η ΤτΕ επισημαίνει πως άνω του 45% των συνολικών ροών κεφαλαίων από το εξωτερικό το 2024 κατευθύνθηκε προς τον κλάδο των ακινήτων και συνολικά οι ξένες άμεσες επενδύσεις στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας και οι ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων ανήλθαν στο ποσό των 2,7 δισ. ευρώ το 2024.
Η άνοδος των τιμών της κατοικίας, όπως και κάθε εμπορεύματος, δεν αποτελεί «έκτακτο» ή «τυχαίο» φαινόμενο, αλλά προϊόν της στρατηγικής του κεφαλαίου και της ΕΕ και της «φυσιολογικής» λειτουργίας του καπιταλισμού.
Κι όλα αυτά την ίδια στιγμή που βγαίνουν στο σφυρί χιλιάδες λαϊκές κατοικίες, που κυβέρνηση, τράπεζες και funds δεν διστάζουν να πετάξουν κυριολεκτικά στον δρόμο ακόμα και οικογένειες ΑμεΑ ή σεισμόπληκτους (όπως συνέβη στο Αρκαλοχώρι που έβγαλαν σε πλειστηριασμό τη μόνη και κύρια σεισμόπληκτη κατοικία μονογονεϊκής πολύτεκνης οικογένειας), με τους νόμους της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του «ΣΥΡΙΖΑ των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών».
Ολα τα σχετικά προγράμματα που προωθεί η κυβέρνηση, «Σπίτι μου ΙΙ», «Κοινωνικής Αντιπαροχής», «Ανακαινίζω - Νοικιάζω» ή τα φορολογικά κίνητρα εκμετάλλευσης «κλειστών» διαμερισμάτων προς ιδιοκατοίκηση, τα μέτρα «περιορισμού» των βραχυχρόνιων μισθώσεων με αύξηση συντελεστών φορολόγησης και το «Μητρώο ακινήτων», αποδεικνύονται πολύ μακριά από τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες για στέγαση.
Στην πραγματικότητα, τα προγράμματα αυτά αφορούν μια πολύ μικρή μειοψηφία των εργαζομένων, περιλαμβάνοντας μόλις 20.000 δικαιούχους για αγορά πρώτης κατοικίας και 2.500 για παροχή κατοικιών με χαμηλό ενοίκιο και δικαίωμα αγοράς. Είναι ξεκάθαρο ότι τα προγράμματα αυτά ωφελούν και τροφοδοτούν την κερδοφορία των κατασκευαστικών ομίλων, των τραπεζών, επιβάλλοντας τραπεζικό δανεισμό για την αγορά ή την αναβάθμιση μιας κατοικίας. Με τον τρόπο αυτόν καθιστούν τους εργαζόμενους ενοικιαστές στα ίδια τους τα σπίτια, και τα νέα ζευγάρια που αγωνιούν για μια στέγη προκειμένου να ξεκινήσουν την κοινή τους ζωή, ομήρους στη λίστα της επόμενης γενιάς πλειστηριασμών.
Στην έκθεση της Alpha Bank αποτυπώνεται ξεκάθαρα το αλισβερίσι που αναπτύσσεται μέσω κυβερνητικών πρωτοβουλιών με το τραπεζικό σύστημα:
«Κρίνεται - λένε - επιτακτική η αλληλεπίδραση των κυβερνητικών πολιτικών με τις πρωτοβουλίες του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Οι προσπάθειες αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στην τόνωση της χρηματοδότησης για στέγαση και στη διευκόλυνση των υποψήφιων αγοραστών κατοικιών ώστε να αποκτήσουν πρώτη κατοικία, ιδίως των ευάλωτων νοικοκυριών και των νέων», για να καταλήξει ότι «τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να ενεργούν ως χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι των νοικοκυριών».
Ταυτόχρονα, ο λαός πληρώνει τα κεφάλαια των κρατικών ενισχύσεων μέσω της κρατικής φορολογίας, που αφήνει ανέγγιχτα τα κέρδη των ομίλων, και των περικοπών δαπανών για τις κοινωνικές ανάγκες, για τα ματωμένα πλεονάσματα που αναδιανέμουν τη φτώχεια μεταξύ φτωχότερων και φτωχών. Επιπλέον, χρεώνεται την «Κοινωνική Αντιπαροχή» της δωρεάν παραχώρησης ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου μέσω ΣΔΙΤ σε αναδόχους ομίλους για δεκαετίες.
Οσο για τις προτάσεις των αστικών κομμάτων για τη στέγη, αυτές εξαντλούνται στην κατασκευή «κοινωνικών κατοικιών» (ΠΑΣΟΚ) ή την «Τράπεζα Στέγης» (ΣΥΡΙΖΑ) με κριτική για μη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του κράτους για επιδότηση στεγαστικών δανείων, προβάλλοντας τα «παραδείγματα» από τις καλύτερες πρακτικές άλλων χωρών της ΕΕ, στις οποίες ωστόσο επίσης οξύνεται η στεγαστική κρίση, αποδεικνύοντας ότι η πολιτική που εφαρμόζει η ΕΕ σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετεί τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες.
Η πραγματικότητα άλλωστε είναι ότι ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ συναίνεσαν στην κατάργηση του ΟΕΚ, ενώ σήμερα συναινούν στην παραχώρηση της ακίνητης περιουσίας του μέσω ΣΔΙΤ για την εγγυημένη κερδοφορία των κατασκευαστικών ομίλων, στην πολιτική στήριξης των τραπεζικών ομίλων που μέχρι σήμερα οδηγεί σε χιλιάδες νέους πλειστηριασμούς λαϊκών κατοικιών, με «πρωτοπόρο» τον ΣΥΡΙΖΑ των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και του «ιδιώνυμου» της κρατικής καταστολής των κινητοποιήσεων ενάντια στους πλειστηριασμούς.
Κυβέρνηση και αστικά κόμματα ούτε θέλουν αλλά ούτε και μπορούν - όποιο μείγμα διαχείρισης και αν υιοθετήσουν - να αντιμετωπίσουν τη στεγαστική κρίση, που πηγάζει απ' το γεγονός ότι στον καπιταλισμό η κατοικία αποτελεί εμπόρευμα.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, οι δυνάμεις του ΚΚΕ μπαίνουν μπροστά και παλεύουν για να σώσουν τα σπίτια του λαού από τα «αρπακτικά» των τραπεζών. Παράλληλα, αναδεικνύεται η ανάγκη για ολόπλευρη ενδυνάμωση της πάλης διεκδίκησης του κοινωνικού δικαιώματος σε ασφαλή και σύγχρονη στέγη, κλιμακώνοντας τη σύγκρουση με την πολιτική των επιδομάτων - φιλοδώρημα που δεν αντιμετωπίζει το κόστος στέγασης, την πολιτική επιδότησης δανείων που υποθηκεύει τη ζωή των νέων και των λαϊκών οικογενειών, με προμετωπίδα τις διεκδικήσεις του ταξικού κινήματος, πρώτα και κύρια για ουσιαστικές αυξήσεις μισθών με μείωση του εργάσιμου χρόνου, για ολοκληρωμένο στεγαστικό σχεδιασμό με στόχο την κάλυψη των εργατικών - λαϊκών αναγκών, με επανασύσταση του ΟΕΚ και ενίσχυση του αποκλειστικά κρατικού κατασκευαστικού προγράμματος, για απαγόρευση των πλειστηριασμών των λαϊκών κατοικιών, για αναβάθμιση και επέκταση των φοιτητικών εστιών και για αξιοποίηση, με ευθύνη του κράτους, διαμερισμάτων και ξενοδοχείων για δωρεάν στέγαση των φοιτητών.
Οι δυνάμεις του ΚΚΕ οργανώνουν τον αγώνα για τη μόνη πραγματική διέξοδο, που δεν είναι άλλη από τον σοσιαλισμό, την κοινωνική ιδιοκτησία με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό, που μπορεί να διασφαλίσει την κάλυψη του συνόλου των σύγχρονων αναγκών στη στέγη, στην Ενέργεια και τα υπόλοιπα κοινωνικά αγαθά και δικαιώματα.
Χρήσιμη πείρα μπορεί να αντληθεί από το παράδειγμα της ΕΣΣΔ. Με βασική αρχή πως το πρόβλημα της στέγης δεν πρέπει να εξαρτάται από το οικονομικό επίπεδο των ανθρώπων, η ΕΣΣΔ κινητοποίησε όλους τους πόρους που μπορούσε για να αντιμετωπίσει το στεγαστικό πρόβλημα της λαϊκής κατοικίας. Γι' αυτό κάθε χρόνο μεγάλωναν οι πιστώσεις για την κατασκευή κατοικιών. Είχε εγκαινιάσει βιομηχανικές μεθόδους που εξασφάλιζαν, χωρίς προηγούμενο, ρυθμούς παράδοσης 2.200.000 άνετων διαμερισμάτων τον χρόνο. Ο αριθμός αυτός ήταν ανώτερος από αυτόν που έδιναν όλες οι χώρες της ΕΟΚ μαζί, καθώς και οι ΗΠΑ. Το Σύνταγμα της ΕΣΣΔ εξασφάλιζε το δικαίωμα της κατοικίας με χαμηλό ενοίκιο, το οποίο είχε μείνει σταθερό από το 1928 και αποτελούσε - μαζί με την πληρωμή για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν τα δημοτικά όργανα - κατά μέσο όρο το 3% περίπου του οικογενειακού προϋπολογισμού του εργάτη ή του υπαλλήλου.
Με στρατιωτική διείσδυση και ενεργειακές μπίζνες η Μόσχα καλύπτει το «κενό» που αφήνει η υποχώρηση της Γαλλίας
2025 The Associated Press. All |
Από τη συνάντηση του Ρώσου ΥΠΕΞ με τους ομολόγους του από την Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι και τον Νίγηρα |
Αυτά τόνιζε ήδη από το 2019 η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ, Μαρία Ζαχάροβα, μιλώντας σε διεθνές συνέδριο στη Μόσχα, ενώ η τότε διευθύντρια του ρωσικού Ινστιτούτου Αφρικανικών Σπουδών αναφερόταν με τη σειρά της στον καθοριστικό ρόλο της ηπείρου, λέγοντας πως «η Ρωσία ως υπερδύναμη θα χάσει την παγκόσμια επιρροή της αν δεν υποδηλώσει τη θέση της και στην Αφρική».
Από τότε πολλά έχουν συμβεί στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για πρώτες ύλες, αγορές, δρόμους μεταφοράς Ενέργειας και εμπορευμάτων, σφαίρες επιρροής: Την ίδια ώρα με την ιμπεριαλιστική σύγκρουση ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ και Ρωσίας στην Ουκρανία, οι γεωπολιτικές αλλαγές στην υποσαχάρια περιοχή του Σαχέλ και τη Δυτική Αφρική είναι «τεκτονικές», όπως φαίνεται και από τα πραξικοπήματα και την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από την Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι και τον Νίγηρα το διάστημα 2022 - 2023, την υποχώρηση της επιρροής της Γαλλίας και της ΕΕ σε ορισμένα αφρικανικά κράτη, που ήταν αποικίες και σφαίρες επιρροής τους εδώ και αιώνες.
Η Αφρική, με τη στρατηγική σημασία της για τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, βρίσκεται στο επίκεντρο συστηματικών σχεδιασμών και παρεμβάσεων από όλα τα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα. Οι ΗΠΑ επιχειρούν να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος από τη μεγάλη ισχυροποίηση της «επιρροής» και των μπίζνες της Κίνας στην αφρικανική ήπειρο, ενώ το «παρών» σε αυτήν την ιμπεριαλιστική κούρσα δηλώνει σταθερά και η Μόσχα.
Η Ρωσία ανοίγει ένα «δεύτερο μέτωπο» εναντίον της Ευρώπης, έγραφαν χαρακτηριστικά οι κινεζικοί «Global Times» προ ημερών, με αφορμή τη συνάντηση του Ρώσου ΥΠΕΞ, Σεργκέι Λαβρόφ, με τους ομολόγους του από την Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι και τον Νίγηρα - τις τρεις χώρες που αποτελούν τη Συμμαχία των κρατών Σαχέλ (ASS). Η Μόσχα, συνεχίζει ο αναλυτής, χρησιμοποιεί στρατιωτική υποστήριξη, ενεργειακή συνεργασία και πολιτικό συντονισμό, για να καλύψει το «κενό εξουσίας» που αφήνει η υποχώρηση της Γαλλίας στη Δυτική Αφρική.
Από το 2014, με την όξυνση της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης ΝΑΤΟ - ΕΕ και Ρωσίας στην Ουκρανία και τις πρώτες αντιρωσικές κυρώσεις, η Αφρική επανεμφανίζεται ως «ζώνη περιφερειακού ενδιαφέροντος» για τη Ρωσία, η οποία κάνει κινήσεις να επεκτείνει την «επιρροή» της στην πολλά υποσχόμενη ήπειρο.
Το 2019, έγινε η πρώτη σύνοδος κορυφής Ρωσίας - Αφρικής με τη συμμετοχή σχεδόν όλων των Αφρικανών ηγετών, ενώ η δεύτερη σύνοδος έγινε το 2023 - εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία και ενώ η «Δύση» πίεζε για τη λεγόμενη «απομόνωση» της Ρωσίας - συγκεντρώνοντας εκπροσώπους 49 από τα 55 κράτη της Αφρικανικής Ενωσης.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φλεβάρη του 2022, και η επακόλουθη ανοιχτή αντιπαράθεση με τη «Δύση» σε όλους τους τομείς, έριξε ξανά το «φως» στην αφρικανική ήπειρο ως περιοχή γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Η πολυπλόκαμη παρέμβαση της Ρωσίας στην Αφρική όχι μόνο συνέβαλε στην αντιμετώπιση των «δυτικών» κυρώσεων, αλλά ενίσχυσε και την επιρροή της, ιδιαίτερα στη Δυτική Αφρική.
Να σημειωθεί δε ότι η νέα Αντίληψη Εξωτερικής Πολιτικής που εγκρίθηκε από τη ρωσική κυβέρνηση τον Μάρτη του 2023, αφιερώνει για πρώτη φορά ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην Αφρική.
Ρωσικές ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες, όπως η πρώην «Wagner», παίζουν σημαντικό ρόλο στη διείσδυση στην Αφρική και έχουν αναφερθεί τουλάχιστον 7 ρωσικές στρατιωτικές εταιρείες που έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 34 επιχειρήσεις σε 16 αφρικανικές χώρες από το 2005.
Μετά τον θάνατο του Γ. Πριγκόζιν, ιδρυτή της «Wagner», ο αναπληρωτής υπουργός Αμυνας της Ρωσίας, Γ. Γεβκούροφ, και ο υποστράτηγος Aντρ. Αβεριάνοφ, της ρωσικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών (GRU) επισκέφτηκαν την Μπουρκίνα Φάσο, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, τη Λιβύη, το Μάλι και τον Νίγηρα, διαβεβαιώνοντας για τη συνέχεια των ρωσικών επιχειρήσεων στις χώρες τους.
Για τον σκοπό αυτό, δημιουργήθηκε μια νέα στρατιωτική δομή, το Αφρικανικό Σώμα, υπό το ρωσικό υπουργείο Αμυνας τον Δεκέμβρη του 2023, σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης των στρατιωτικών δυνατοτήτων της «Wagner» υπό κυβερνητικό έλεγχο.
Στο μεταξύ, τα πραξικοπήματα σε κράτη του Σαχέλ - που στηρίχτηκαν από τη Μόσχα - έφεραν στην εξουσία «αντιγαλλικές», «αντιδυτικές» δυνάμεις, και αύξησαν τη ρωσική γεωπολιτική επιρροή.
Το 2023, η Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι και ο Νίγηρας ίδρυσαν τη Συμμαχία των κρατών του Σαχέλ (ASS) με σκοπό τη δημιουργία «αφρικανικού χώρου κυριαρχίας στους τομείς της ασφάλειας, της πολιτικής, της γεωστρατηγικής και της οικονομίας» και έναν χρόνο μετά ίδρυσαν τη Συνομοσπονδία της Συμμαχίας των κρατών του Σαχέλ, με στόχο τη «βαθύτερη συνεργασία και ολοκλήρωση».
Το 2024, τα τρία κράτη αποχώρησαν από τη «φιλοδυτική» οικονομική κοινότητα των χωρών της Δυτικής Αφρικής (ECOWAS), καταγγέλλοντας ότι «είναι υπό την επήρεια ξένων δυνάμεων και αποτελεί απειλή για τα κράτη - μέλη και τους λαούς τους».
Η Ακτή Ελεφαντοστού και το Τσαντ είναι οι τελευταίες πρώην γαλλικές αποικίες στη Δυτική και Κεντρική Αφρική που απαιτούν την αποχώρηση των γαλλικών και άλλων «δυτικών» δυνάμεων από τα εδάφη τους, όπως και η Ισημερινή Γουινέα, η οποία φιλοξενεί περίπου 200 στρατιωτικούς εκπαιδευτές που αναπτύχθηκαν από τη Ρωσία τον Νοέμβρη για να προστατεύσουν τον πρόεδρο.
Στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία - παλιά γαλλική αποικία, όπου τώρα την πρωτεύουσά της «κοσμεί» άγαλμα του Πριγκόζιν - οι Ρώσοι μισθοφόροι που επιχειρούσαν στη χώρα από το 2018 είχαν γίνει η κυρίαρχη δύναμη, μετά την οριστική έξοδο των γαλλικών στρατευμάτων το 2022.
Από το 2015 μέχρι τον Νοέμβρη του 2023, η Ρωσία έχει υπογράψει συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας με 43 αφρικανικές χώρες, αν και το περιεχόμενό τους ποικίλλει ως προς την πιο συγκεκριμένη και ουσιαστική συνεργασία σε τομείς όπως η εκπαίδευση στρατιωτικού προσωπικού, η προμήθεια όπλων, η αντιτρομοκρατική υποστήριξη και η πρόσβαση σε στρατιωτικά ή πολιτικά λιμάνια και αεροπορικές βάσεις.
Ενδεικτικά, ενώ η Ρωσία προωθεί τη δημιουργία ρωσικών στρατιωτικών βάσεων σε 6 χώρες (Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Αίγυπτος, Ερυθραία, Μαδαγασκάρη, Μοζαμβίκη και Σουδάν), φαίνεται ότι μόνο η συμφωνία με το Σουδάν προχωράει - στο οποίο εξακολουθεί να μαίνεται ο πόλεμος μεταξύ του στρατού και παραστρατιωτικών δυνάμεων.
Εφόσον προχωρήσει η συμφωνία, η προωθούμενη βάση θα επιτρέψει στη Ρωσία να δημιουργήσει ένα «σημείο υλικοτεχνικής προμήθειας» στο Πορτ Σουδάν για στρατιωτικά πλοία, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών πλοίων, και να εγκαταστήσει έως και 300 στρατιώτες στη βάση.
Μια ρωσική στρατιωτική παρουσία στην Ερυθρά Θάλασσα θα είχε πολλαπλές στρατηγικές συνέπειες. Με τον έλεγχο των στρατηγικών πλωτών οδών στην περιοχή, η Ρωσία (και οι Αφρικανοί εταίροι της) θα αποκτούσαν ιδιαίτερα σημαντικότερο ρόλο στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό της Μέσης Ανατολής.
Μέσω συμφωνιών στρατιωτικής συνεργασίας, η Ρωσία έχει γίνει σημαντικός προμηθευτής όπλων στην Αφρική. Οι εισαγωγές από τη Ρωσία ανέρχονταν στο 40% των αφρικανικών εισαγωγών σε βασικούς εξοπλισμούς την περίοδο 2018 - ΄22, ξεπερνώντας τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Κίνα. Η τάση αυτή ωστόσο έχει αντιστραφεί μετά το 2022 και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η Ρωσία έχει σημαντική παρουσία στην αφρικανική αγορά εξόρυξης και Ενέργειας, αν και συχνά είναι «θολό» το καθεστώς με το οποίο συμμετέχει.
Ρωσικές παραχωρήσεις εξόρυξης συγκεντρώνονται σε χώρες όπως Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Γουινέα, Μαδαγασκάρη, Μοζαμβίκη και Σουδάν, όπου είναι ασαφές το όριο μεταξύ των επίσημων και ανεπίσημων παραχωρήσεων. Αυτή η ασάφεια αξιοποιείται περαιτέρω μέσω εμπλοκής εταιρειών που συνδέονταν με τη «Wagner».
Ωστόσο, οι ρωσικές εταιρείες δεν είναι επίσημοι εταίροι σε κανένα από τα μεγάλα αφρικανικά έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου και αν κοιτάξει κανείς τις άμεσες ξένες επενδύσεις στην ήπειρο η Ρωσία συνεισφέρει λιγότερο από 1%.
Στην πυρηνική ενέργεια η Ρωσία έχει υπογράψει συμφωνίες με 20 χώρες. Μεταξύ αυτών, με την Αίγυπτο και τη Νιγηρία για την κατασκευή πυρηνικών σταθμών. Η Νότια Αφρική διαθέτει ήδη ένα επιχειρησιακό πυρηνικό εργοστάσιο που υποστηρίζεται από τη ρωσική τεχνολογία.
Σε ένα τέτοιο φόντο, η συνάντηση του Σ. Λαβρόφ με τους ΥΠΕΞ της Μπουρκίνα Φάσο, του Μάλι και του Νίγηρα μέσα στον Απρίλη αποτελεί «σημαντικό βήμα στην ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ της συμμαχίας των κρατών Σαχέλ και της Ρωσίας. Αποκαλύπτει την αποφασιστικότητα των ηγετών της Συμμαχίας και της Ρωσίας για να διευρύνουν την πολιτική, οικονομική και αμυντική συνεργασία τους», ανέφερε η κοινή δήλωση.
Η Ρωσία και οι χώρες της ASS έχουν καταλήξει σε συμφωνία για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», σηματοδοτώντας ένα βασικό σημείο καμπής στο γεωπολιτικό τοπίο της Δυτικής Αφρικής, αποδυναμώνοντας την επιρροή της Γαλλίας, με στόχο να «αναμορφώσει την περιφερειακή ισορροπία εξουσίας».
Στο μεταξύ, ο Ρώσος ΥΠΕΞ κατηγόρησε την Ουκρανία ότι υποστηρίζει τρομοκράτες στο Σαχέλ: «Μερικοί παίκτες εκτός περιοχής συνεχίζουν τις προσπάθειές τους να αποσταθεροποιήσουν την περιοχή ακόμη και σήμερα. Μεταξύ αυτών, εκτός από τους πρώην αποικιοκράτες, είναι το καθεστώς του Κιέβου, το οποίο, σε πλήρη συνεννόηση με τους Δυτικούς χορηγούς του, υποστηρίζει ανοιχτά τρομοκρατικές ομάδες σε αυτό το τμήμα της Αφρικής».
Ο Λαβρόφ επιβεβαίωσε την ετοιμότητα της Ρωσίας να υποστηρίξει τη Συνομοσπονδία για τη διαμόρφωση μιας «νέας αρχιτεκτονικής περιφερειακής ασφάλειας», προμηθεύοντας προηγμένο εξοπλισμό και εκπαιδευτές, σύμφωνα με κοινή δήλωση που εκδόθηκε μετά από διαβουλεύσεις μεταξύ του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών και των ομολόγων του.
Επεσήμανε, επίσης, την ετοιμότητα της Ρωσίας να παράσχει ολοκληρωμένη βοήθεια στη συνομοσπονδία σε τρεις βασικούς τομείς: Αμυνα, οικονομία και διπλωματία, δηλαδή «συμμετοχή σε παγκόσμιες διαδικασίες».