ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Νοέμβρη 2003
Σελ. /32
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΠ
«Λιώνουν» και τη ζάχαρη

Ξεκλήρισμα των τευτλοπαραγωγών και λουκέτα στα εργοστάσια της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, προβλέπει σχετική έκθεση την Κομισιόν

Αλλος ένας τομέας της ελληνικής γεωργίας, αυτός της τευτλοκαλλιέργειας και της παραγωγής ζάχαρης, απειλείται με συρρίκνωση και αφανισμό, εξαιτίας των πολιτικών επιλογών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στο όνομα της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των πολυεθνικών και του μεγάλου κεφαλαίου. Ηδη τα επιτελεία των Βρυξελλών έχουν καταστρώσει τα σχέδιά τους και στην προκειμένη περίπτωση αυτά ομολογούν πως μέσα στα επόμενα χρόνια ο τομέας ζάχαρης και τα εργοστάσια ζάχαρης, δηλαδή η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, θα σβήσουν. Οι εξελίξεις που αποφασίζονται στις Βρυξέλλες, με τις ευλογίες των κυβερνήσεων των κρατών - μελών, και πρόκειται άμεσα να γίνουν πράξη, αποκτούν πλέον χαρακτήρα γενικευμένης επίθεσης ενάντια στους φτωχομεσαίους αγρότες. Από την «Κοινή Αγροτική Πολιτική» της Ευρωπαϊκής Ενωσης - την οποία συναποφασίζει και πιστά υπηρετεί και εφαρμόζει το εγχώριο πολιτικό προσωπικό του πολυεθνικού κεφαλαίου, το οποίο στην παρούσα πολιτική συγκυρία είναι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Επειτα από τις καταστροφικές προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το λάδι, τον καπνό και το βαμβάκι, που αποκάλυψε την περασμένη βδομάδα ο «Ρ», σήμερα ρίχνουμε το φως της δημοσιότητας και σ' ένα άλλο μέτωπο του «πολέμου» που έχει κηρυχτεί ενάντια στους μικρομεσαίους παραγωγούς. Ο «Ρ» αποκαλύπτει ένα «Εγγραφο Εργασίας των Υπηρεσιών της Επιτροπής», που φέρει τον τίτλο «Προς μεταρρύθμιση της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για της ζάχαρη». Ενα έγγραφο που προδιαγράφει ζοφερό το άμεσο μέλλον για τους περίπου 20.000 τευτλοπαραγωγούς της χώρας, αλλά και για τους εργαζόμενους (εργάτες και επιστημονικό προσωπικό, μόνιμους και εποχιακούς) στα εργοστάσια της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης. Στη σχετική μελέτη επιπτώσεων (υπ.αριθ. sec 2003) δημοσιεύονται τα τέσσερα εναλλακτικά σενάρια που θα εφαρμοστούν στον τομέα της ζάχαρης από την 1η Γενάρη του 2006, τα οποία χωρίς καμία δόση υπερβολής, είναι το ένα χειρότερο από το άλλο γενικά για τους Ευρωπαίους τευτλοκαλλιεργητές, και ειδικά για τους Ελληνες είναι πραγματικά ολέθρια, αφού προβλέπουν για τη χώρα μας και τα τέσσερα, στην καλύτερη περίπτωση, δραστική μείωση της παραγωγής τεύτλων και στη χειρότερη την οριστική της παύση.

Το πρόβλημα λαμβάνει δραματικές διαστάσεις αν αναλογιστεί κανείς ότι οι χιλιάδες ελληνικές οικογένειες που επιβιώνουν, όπως επιβιώνουν, σήμερα από την παραγωγή τεύτλων (αγρότες και εργαζόμενοι στη μεταποίηση της πρώτης ύλης), είναι συγκεντρωμένες στη Θεσσαλία και στη Βόρεια Ελλάδα. Στις περιοχές δηλαδή, που επίσης είναι συγκεντρωμένες σε πολύ μεγάλο ποσοστό οι καλλιέργειες βαμβακιού και καπνού που και γι' αυτές η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει επίσης το τσεκούρωμά τους ή και την οριστική παύση τους, όπως στην περίπτωση της καπνοκαλλιέργειας.

Από το κακό στο χειρότερο

Εκτενή αποσπάσματα από τα τέσσερα ευρω - σενάρια της συμφοράς

Το πρώτο σενάριο ονομάζεται - λατινιστί - «Status Quo» και προβλέπει «την παράταση του ισχύοντος καθεστώτος μετά τις 30 Ιουνίου του 2006» ωστόσο «η κατάσταση της αγοράς θα σημειώσει σημαντική εξέλιξη». Βάσει αυτού του σεναρίου οι τιμές στην κοινοτική αγορά θα μειωθούν «λόγω των διαπραγματεύσεων στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου», ωστόσο ακόμη θα παραμείνουν «στο επίπεδο του τριπλάσιου της παγκόσμιας αγοράς». «Με αυτό ως δεδομένο, αναφέρεται στην Εκθεση, σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος για την ΕΕ στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ..., προσομοιάζει προς εκδοχή δραστικής μείωσης της ζαχαροπαραγωγής στην Ευρώπη». Επομένως «θα επερχόταν μείωση του αριθμού ζαχαροβιομηχανιών παραγωγής ίση προς εκείνη που παρατηρήθηκε κατά τη διαδικασία εξορθολογισμού του κλάδου που κατέληξε στην παύση λειτουργίας του 25% του αριθμού εργοστασίων μεταξύ 1992 και 2000». Στη συνέχεια αναφέρεται ότι αυτό το σενάριο δεν ανταποκρίνεται στις παραμέτρους που θέτει ο ΠΟΕ, «οπότε δε θα απαντούσε στις πολυάριθμες επικρίσεις που έχουν διατυπωθεί ιδίως όσον αφορά την απουσία ανταγωνισμού» ενώ «μεταξύ των γεωργικών εκμεταλλεύσεων θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν οι σημερινές στρεβλώσεις» (σ.σ. όπου «στρεβλώσεις» βλέπε: «επιδοτήσεις»).

Το δεύτερο σενάριο ακούει στο όνομα «καθορισμένες ποσοστώσεις» και σύμφωνα με την έκθεση «παρέχει δυνατότητα νέων επενδύσεων, με τιμές σημαντικά μειωμένες» οπότε και «προκαλεί το ενδιαφέρον πολυάριθμων παραγόντων του τομέα». Η Εκθεση επισημαίνει ότι αυτό το σενάριο αντιστοιχεί αναπόφευκτα «σε σημαντικά μειωμένες ποσοστώσεις παραγωγής σε σχέση με τις τωρινές. Υπό το πρίσμα επαναδιαπραγμάτευσης του καθεστώτος, η λύση των καθορισμένων ποσοστώσεων θα ήταν δυνατό να προβλεφτεί σε κοινοτικό πλαίσιο για τη ρύθμιση της μεταφοράς ποσοστώσεων παραγωγής μεταξύ ζωνών καλλιέργειας, με επιδίωξη κατά τον τρόπο αυτό θέσπισης αποκεντρωμένου μηχανισμού εξισορρόπησης μεταξύ, αφ' ενός, της λογικής της συνοχής και, αφ' ετέρου, της κατανομής ποσοστώσεων με βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήματα». Σε απλά ελληνικά δηλαδή, αυτό το σενάριο σημαίνει δραστική μείωση των σημερινών ποσοστώσεων και επανακατανομή τους σε νέες ζώνες παραγωγής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, επανακατανομή που θα γίνει βάσει ενός μη κρατικού μηχανισμού που θα μοιράσει την πίτα ανάλογα με το τι συμφέρει περισσότερο τους μεγαλοβιομήχανους της ΕΕ. Σ' αυτό το σενάριο τονίζεται «η ενίσχυση των κινήσεων συγκέντρωσης της παραγωγής», δηλαδή έντασης του ρυθμού ξεκληρίσματος των μικρομεσαίων παραγωγών.

Το τρίτο σενάριο προβλέπει «μείωση τιμών» (αυτό είναι και το όνομά του) τονίζοντας ότι αν επιλεγεί αυτό «θα παρέχει (στην ΕΕ) τη δυνατότητα ικανοποίησης των εξωτερικών της υποχρεώσεων με λιγότερο σημαντικές συνέπειες στο επίπεδο κοινοτικής παραγωγής» ενώ «για την αντιστάθμιση των επιπτώσεων της μείωσης τιμών τεύτλου σε περίπτωση ανάγκης, θα μπορούσε να εισαχθεί άμεση στήριξη στο εισόδημα των γεωργών» ωστόσο η Εκθεση επισημαίνει ότι «οι άμεσες ενισχύσεις θα παρέχονται για περιορισμένο πλήθος εκταρίων» και μάλιστα για μικρό χρονικό διάστημα: «Οι ποσοστώσεις παραγωγής θα καταργηθούν όταν θα έχουν σταθεροποιηθεί τα επίπεδα εισαγωγών και παραγωγής. Η κατάργηση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του ανταγωνισμού και των ενδοκοινοτικών εμπορικών συναλλαγών προς όφελος των πλέον ανταγωνιστικών παραγωγών».

Το πλέον αρνητικό σενάριο που επεξεργάζεται η ΕΕ, είναι αυτό της πλήρους «ελευθέρωσης» της παραγωγής δηλαδή την «κατάργηση της στήριξης εσωτερικών τιμών της ζάχαρης και του τεύτλου καθώς και το τέλος των ποσοστώσεων παραγωγής και των ποσοτικών και δασμολογικών περιορισμών στις εμπορικές συναλλαγές. Η παραλλαγή αυτή, αναφέρει η Εκθεση, υποστηρίζεται από τους πλέον ανταγωνιστικούς εξαγωγείς ζαχαροκάλαμου, από μέρος των γεωργοεπισιτιστικών βιομηχανιών που χρησιμοποιούν ζάχαρη, ορισμένες από τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που ασχολούνται με την ανάπτυξη, τους αντιπροσώπους καταναλωτών και από όσους, όπως ο ΟΟΣΑ, επικρίνουν την απουσία ανταγωνισμού και την αναποτελεσματικότητα της διάθεσης πόρων στο πλαίσιο της σημερινής ρύθμισης των αγορών». Η Εκθεση επισημαίνει ότι «οι Ευρωπαίοι παραγωγοί θα δουν την αποδοτικότητά τους να τίθεται σοβαρά σε κίνδυνο και θα ήταν δυνατό να αντιμετωπίσουν δυσκολίες προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικοί» ωστόσο προσθέτει ως θετικό στοιχείο του σεναρίου ότι «όταν δε θα υφίστανται μέσα ρύθμισης (της τιμής και του εισοδήματος), η μείωση του παραγωγικού δυναμικού θα θίξει κατά προτεραιότητα τις λιγότερο αποδοτικές εγκαταστάσεις. Λόγω έλλειψης εναλλακτικών αγορών, το κλείσιμο απομονωμένων μονάδων παραγωγής θα ήταν δυνατό να οδηγήσει και σε πλήρη παύση της τευτλοκαλλιέργειας σε ορισμένες ζώνες, με συνέπειες μερικές φορές σημαντικές για την αποδοτικότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων».

«Η επιρροή στο εισόδημα των γεωργών και οι αποζημιώσεις»

Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαβλέπουν το αυτονόητο, ότι δηλαδή «η μείωση της παραγωγής και των τιμών θα έχει επιρροή στο εισόδημα των γεωργών» αφ' ενός και αφ' ετέρου «θα έχει ως αποτέλεσμα την ολίσθηση προς ανταγωνιστικές καλλιέργειες» και σύμφωνα με τις προσομοιώσεις που έγιναν από το «Δίκτυο γεωργικών λογιστικών πληροφοριών, η μείωση εισοδήματος σε εκμετάλλευση τεύτλων που ακολουθεί μείωση κατά 50% της καθαρής μέσης τιμής του τεύτλου μετά από ενδεχόμενη υποκατάσταση από τις ανταγωνιστικές καλλιέργειες, δεν αναμένεται ότι θα υπερβεί το -15%». Ποσοστό μείωσης που για τους Ελληνες καλλιεργητές θα είναι ακόμη μεγαλύτερο αφού το «εγχώριο» υπουργείο Γεωργίας ούτε καν μπορεί να φανταστεί ποιες είναι αυτές οι «ανταγωνιστικές καλλιέργειες»...

Στη συνέχεια υπογραμμίζεται ότι το πρόβλημα της προσαρμογής στο νέο καθεστώς εντοπίζεται κυρίως «στις μικρές εκμεταλλεύσεις με μέση έκταση τευτλοκαλλιέργειας κάτω των 5 εκταρίων και η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει το 55% του συνολικού αριθμού εκμεταλλεύσεων με τεύτλα», ενώ αντίθετα εκμεταλλεύσεις άνω των 120 εκταρίων θα έχουν «τη δυνατότητα να μεταβούν ευκολότερα προς ανταγωνιστικές καλλιέργειες ήδη παρούσες στην εκμετάλλευση» με αποτέλεσμα «η μείωση του εισοδήματος που θα επακολουθήσει τη μείωση της τιμής του τεύτλου να απορροφηθούν ευκολότερα». Τέλος προτείνεται να δοθούν κάποιες «αντισταθμίσεις» που θα αντιπροσωπεύουν το 50% της μείωσης του εισοδήματος «εντός του ορίου των 5 πρώτων εκταρίων».


Φώτης ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

Οι εξαιρέσεις...

Πάντως οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φροντίζουν να λάβουν τα μέτρα τους για «τα υπερπόντια εδάφη» (δηλαδή τις αποικίες) της Ενωσης, δηλαδή κύρια της Γαλλίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Στο Εγγραφο Εργασίας επισημαίνεται ότι «η επιρροή των εξορθολογισμών και μειώσεων στις δραστηριότητες θα είναι σημαντική και σε ορισμένες εξόχως απόκεντρες περιφέρειες όπου η καλλιέργεια και η επεξεργασία του ζαχαροκάλαμου αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος της τοπικής οικονομικής δραστηριότητας, ενώ το κόστος παραγωγής είναι υψηλό λόγω της απομάκρυνσης από το κέντρο, των δομών παραγωγής και των περιορισμένων τοπικών αγορών».

«Τα υπερπόντια εδάφη της Γαλλίας παράγουν ζάχαρη, ζαχαροκάλαμου που αξιοποιείται τοπικά, μεταξύ άλλων από τον κλάδο του ρουμιού, αλλά κυρίως για διύλιση στη μητροπολιτική Γαλλία που παρέχει το ουσιαστικό μέρος των αγορών για την παραγωγή από 200 μέχρι 250.000 τόνων. Η κύρια περιοχή παραγωγής είναι το νησί Reunion όπου το ζαχαροκάλαμο, λόγω της έκτασής του, παίζει μείζονα ρόλο στη γεωργία του νησιού καθώς και στην κοινωνικοοικονομική του ανάπτυξη. Το κόστος παραγωγής είναι υψηλό παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί για τη βελτίωση των δομών και της παραγωγικότητας. Κάθε μείωση τιμής με την οποία θα μειωνόταν η παραγωγή ζάχαρης θα έθιγε σε βάθος την οικονομία αλλά και το περιβάλλον του νησιού». Στο Εγγραφο επισημαίνεται ότι «η διαφορετική αυτή κατάσταση σε σχέση με τις συνθήκες παραγωγής της ηπείρου αναμένεται ότι θα οδηγήσει σε διαφοροποιημένη μεταχείριση των εξόχως απόκεντρων περιφερειών στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης των μέσων στήριξης της περιφερειακής οικονομίας».

Στον πίνακα ΙΙ εμφανίζεται το κλείσιμο των εργοστασίων ζάχαρης που συντελέστηκε στην Ευρώπη από όταν ξεκίνησε ο περιβόητος «εξορθολογισμός» της παραγωγής, ο οποίος όπως φαίνεται ξεκάθαρα έπληξε κύρια τις μικρής δυναμικότητας μονάδες (κάτω από 5.000 τόνους ανά ημέρα) και ωφέλησε στη δημιουργία τεράστιων βιομηχανικών μονάδων.

Στον πίνακα Ι εμφανίζονται οι εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής για τις θέσεις εργασίας που θα χαθούν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, στη γεωργία, στη βιομηχανία και την έμμεση απασχόληση, ανάλογα με το σενάριο που θα ακολουθηθεί

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΑΧΑΡΗΣ
Ετοιμάζεται για «μετακόμιση»;

Η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης είναι σήμερα ο μοναδικός παραγωγός ζάχαρης στην Ελλάδα και λειτουργεί στα πλαίσια της κοινής αγροτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απασχολώντας περίπου στους 20.000 τευτλοπαραγωγούς και άνω των 1.000 ατόμων μόνιμο εργατικό, διοικητικό και επιστημονικό προσωπικό. Σήμερα διαθέτει πέντε ζαχαρουργεία τα οποία βρίσκονται: Στην Λάρισα με μόνιμο εργατικό δυναμικό 182 άτομα, στο Πλατύ Ημαθίας με μόνιμο εργατικό δυναμικό 250 άτομα, στις Σέρρες με μόνιμο εργατικό δυναμικό 178 άτομα, στην Ξάνθη με μόνιμο εργατικό δυναμικό 193 άτομα και την Ορεστιάδα με μόνιμο εργατικό δυναμικό 220 άτομα.

Εκτός από τα παραπάνω εργοστάσια η ΕΒΖ έχει αγοράσει δύο ζαχαρουργεία στη Σερβία και στα οποία την επόμενη 5ετία πρόκειται να επενδύσει περίπου 16-17 εκατ. ευρώ, επένδυση που θα χρηματοδοτηθεί με δάνειο που έκανε η εταιρία, ύψους 18 εκατ. ευρώ, από τη βρετανικών συμφερόντων τράπεζα HSBC και επιπλέον η εταιρία έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για το ζαχαρουργείο στα Μπίτολα των Σκοπίων.

Με δεδομένες τις προτάσεις της Επιτροπής για παύση της τευτλοκαλλιέργειας εντός της ΕΕ, αυτό που προσπαθεί να επιτύχει, η ελληνική διοίκηση της ΕΒΖ, όπως φαίνεται από τις παραπάνω κινήσεις, είναι η «επέκτασή» της στην αγορά των Βαλκανίων, για... το καλό των μετόχων της, κατά το πρόσφατο παράδειγμα της «Σίσσερ - Πάλκο».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ