Μόνον οι «Παρέες» και «Η πηγή της ζωής» τόλμησαν
Οι «300» του Λεωνίδα, δεν έπιασαν μόνον τα στενά των Θερμοπυλών (Hot gates, κατά το αμερικανικότερο), αλλά και τις αίθουσες ολόκληρης της επικράτειας! Η τρελή, με όλες τις έννοιες της λέξης, προσέλευση των θεατών - πάνω από 400.000 θεατές μέχρι τώρα - ανάγκασε τα γραφεία εκμετάλλευσης να κάνουνε πίσω. Ετσι, η νέα κινηματογραφική εβδομάδα, που ανοίγει σήμερα, μας φέρνει μόνο δυο νέες ταινίες. (Πού πάνε οι καημένες);
Για το παράλογο νούμερο των θεατών, λαμβανομένης υπόψη της ποιότητας των «300», δεν είναι άμοιρος ο ελληνικός Τύπος, το ραδιόφωνο και, κυρίως, η ελληνική τηλεόραση, δημόσια και ιδιωτική. Μεγάλα ρεπορτάζ, κείμενα, φωτογραφίες, αφιερώματα, προβολές, «κουτσομπολιά». Τα περισσότερα θετικά ή κρυπτοθετικά. Μια μοναδική και πανάκριβη, κυρίως «γκρίζα», διαφημιστική εκστρατεία! Ωσάν να επρόκειτο για το γεγονός της χρονιάς!
Αντε τώρα να βρούνε ζωτικό χώρο οι, έτσι και αλλιώς, αδύνατες «Παρέες», του Σωτήρη Γκορίτσα! Η υπαρξιακή προσπάθεια του Ντάρεν Αρονόφσκι, «Η πηγή της ζωής»!
Οι «Παρέες», μας μιλάει για μια, τελικά, παρέα, η οποία, μετά από ένα τυχαίο γεγονός, μια δολοφονία στην αυλή του σπιτιού της, γίνεται κομμάτια! «Η πηγή της ζωής», είναι πιο πολύπλοκη. Είναι μια διαχρονική απόπειρα να υμνηθεί, με μεταφυσικό και «φανταστικό» τρόπο, ο έρωτας, η θυσία και το πάθος!
Ας σταθώ στις «Παρέες», τις οποίες, άλλωστε, αυτές εξετάζω. Δυο ζευγάρια, φίλοι από παλιά και η μικρή κόρη του ενός ζευγαριού, πηγαίνουν στο Πήλιο, στο εξοχικό τους, για το Πάσχα. Στην αυλή του σπιτιού βρίσκουν ένα πτώμα. Θέλοντας να αποφύγουν κάθε υποψία εναντίον τους, αλλά επιθυμώντας να μη χαλάσουν και τις διακοπές τους, προσπαθούν να κρύψουν το πτώμα. Τα πράγματα, δυστυχώς γι' αυτούς, μπερδεύονται και αντί για ησυχία, που διακαώς επιθυμούσαν, μπλέκουν σε μια σειρά απρόοπτων καταστάσεων. Καταστάσεων που θα τους αναγκάσουν να ομολογήσουν αλήθειες που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, ποτέ δε θα επέτρεπαν να βγουν στο φως.
Η ιστορία και βέβαια ακούγεται, και είναι, μια χαρά! Τέσσερις «ευτυχισμένοι» μικροαστοί, οι οποίοι, μόλις ραγίσει το πρώτο γυαλί, αποκαλύπτονται ψεύτες, δειλοί και συμβιβασμένοι. Και η φιλία τους, για την οποία όσο δεν υπήρχε το πρόβλημα κόπτονταν, αποδεικνύεται ανύπαρκτη. Ο ένας διατηρεί κρυφές σχέσεις με τη γυναίκα του άλλου και ούτω καθ' εξής!
Κανένας ψόγος, λοιπόν, για το θέμα. Είναι, σίγουρα, μια μικρή τοιχογραφία πολλών μικροαστικών ζευγαριών! Θα μπορούσε να γίνει μια θαυμάσια ταινία. Θα μπορούσε, αν προχωρούσε μέσα από το πετσί και την επιφάνεια των ανθρώπων, των σχέσεων, των καταστάσεων. Δυστυχώς, όμως, με πρώτη ευθύνη του σεναρίου, οι «Παρέες», δεν προχωράνε πέρα από την επιφάνεια. Καταναλώθηκε αδικαιολόγητα σε ευφυολογήματα και διάφορες, ας τις πούμε χαριτωμένες, ατάκες. Πνίγηκε μέσα στη σύγχυση της ψιλοφάρσας, της ψιλοκωμωδίας, του κοινωνικού ψιλοδράματος. Κολυμπώντας ανάμεσα σε όλα αυτά έμεινε, όπως ήταν επόμενο, χωρίς προσωπικό ύφος, χωρίς προσωπικότητα.
Το ρηχό του σεναρίου το ακολούθησε και η ρηχή σκηνοθεσία. Βλέποντας την ταινία σχημάτιζες την αίσθηση ότι η μηχανή έπαιρνε μόνη της τη θέση για να φωτογραφίσει! Πουθενά δεν έβλεπες το «μάτι» του σκηνοθέτη, το οποίο ήθελε να «ψάξει» και, στη συνέχεια, να αποκαλύψει μια ιστορία! Ιδιαίτερα οι εξωτερικές σκηνές έμοιαζαν όλες «τυχαίες». Το ύψος της μηχανής, οι γωνίες λήψης, ο φωτισμός, οι διάρκεια των πλάνων, οι κινήσεις των ηθοποιών, το «περιεχόμενο» και η «σύνθεση» των κάδρων δεν έδειχναν να θέλουν να καταδείξουν κάτι, να ξεκαθαρίσουν «κάτι» από κάποιο άλλο. Μόνον η μουσική και η φωτογραφία, στα εσωτερικά και τα νυχτερινά, έδειξαν να το «παίδεψαν» λίγο.
Γιατί το έκανε αυτό ο Γκορίτσας; Γιατί έδειξε μια προχειρότητα, μια έλλειψη σεβασμού απέναντι στους ήρωές του, αλλά και απέναντι στην τέχνη του κινηματογράφου; Εγώ δεν πιστεύω από άγνοια. Είναι και αυτός, φαίνεται, θύμα της άποψης, ότι, στις μέρες μας, το «ελαφρύ» είναι το σωστό, γιατί δεν κουράζει, γιατί «αυτό θέλει ο θεατής». Είναι και αυτός, φαίνεται, της άποψης, ότι η «φιλοσοφία», δεν είναι για τον κινηματογράφο! Οτι τα πράγματα πρέπει να μη «φορτίζονται»! Βέβαια, ο καθένας ξέρει, πως για να αποχτήσει ζουμί το θέμα σου, πρέπει να το στύψεις. Να το στύψεις γερά. Ο Γούντι Αλεν στις καλές του ταινίες, για παράδειγμα, ενώ έδειχνε να περιστρεφόταν ατέρμονα γύρω από τον άξονά του, ενώ όλα έδειχναν πως «τίποτα δε συνέβαινε», η μηχανή του σαν γεωτρύπανο τρύπαγε τους ήρωές του, την ψυχολογία τους, το κοινωνικό, και αρκετές φορές και το πολιτικό περιβάλλον. Με το τέλος της ταινίας η έκθεση ήταν απόλυτη.
Γιατί ανέφερα τον Γούντι Αλεν; Γιατί ο Γκορίτσας προς τα δικά του χωράφια κινήθηκε. Μόνο που το έκανε πρόχειρα και, κυρίως, χωρίς κοινωνική και πολιτική σκέψη. Και ωστόσο ο φωτογράφος ήταν εκεί, ο μουσικός ήταν εκεί και αρκετοί ηθοποιοί, επίσης, ήταν εκεί!
Παίζουν: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Βαγγέλης Μουρίκης, Μαρία Πρωτόπαππα, Λένα Κιτσοπούλου, Ερρίκος Λίτσης, Εύη Δαϊλή, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, κ.ά.
Ο Ντάρεν Αρανόφσκι, πιστός στις μεταφυσικές αναζητήσεις του, στην τρίτη του ταινία, προσπαθεί, με μια διαχρονική προσέγγιση, να δώσει απάντηση στη μεταφυσική αγωνία του. Πιάνει τρεις χρονικές περιόδους, μια το 16ο αιώνα, μια στις μέρες μας και μια στο διαστημικό μέλλον, και με άξονα την προσπάθεια ενός πολύ ερωτευμένου άντρα να σώσει τη γυναίκα του, η οποία πεθαίνει πολύ νέα από καρκίνο, σπεύδει (τρέχει) μαζί με τον κεντρικό ήρωα, να βρει το ελιξίριο της ζωής. Το ελιξίριο της ζωής, το οποίο έπαιρνε και παίρνει διάφορες μορφές και σχήματα ανάλογα με τις χρονικές περιόδους. Αλλά και με τους χώρους μέσα από τους οποίους εμφανιζόταν (μυθολογία, θρησκεία, τέχνη).
Φυσικά, η γυναίκα πεθαίνει!.. Ωστόσο, δίνει την ευκαιρία στο σκηνοθέτη να μεταφέρει στην οθόνη, με καλαίσθητες εικόνες, διάφορους μύθους, που έχουν καταγραφεί στην ιστορία, σχετικά με την προσπάθεια και την αγωνία του ανθρώπου να βρει την «Πηγή της ζωής». Αλλά και τις προσπάθειες, τις απέλπιδες προσπάθειες, που θα κάνει ο άνθρωπος του μέλλοντος, για το ίδιο ζήτημα.
Ποιος θα αρνηθεί ότι ο άνθρωπος διαχρονικά δεν προβληματίζεται και διαχρονικά δεν αγωνίζεται, και πολύ σωστά κάνει, να «καταργήσει» το θάνατο ή, αν αυτό δεν είναι μπορετό, να παρατείνει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τη ζωή. Και ποιος θα αρνηθεί ότι η τέχνη, διαχρονικά και αυτή και με τον τρόπο της, δε βοήθησε και δε βοηθάει τους επιστήμονες, προς αυτό το σκοπό. Με αυτή την έννοια η ταινία του Ντάρεν Αρανόφσκι είναι, κατά κάποιον τρόπο, χρήσιμη. Γιατί συνεισφέρει και αυτή στη γενική αγωνία. Και μάλιστα χωρίς να λέει, παρατήστε τα όλα και ελάτε να εξοντώσουμε το θάνατο! Παρότι η ιστορία της είναι μια «μελό» ιστορία, ο σεβασμός του δημιουργού προς το θεατή του, την κρατάει σε αξιοπρεπή όρια.
Δυστυχώς η ταινία έχει αρκετά προβλήματα ανάγνωσης. Δεν είναι σαφής! Οι τρεις ιστορίες, έτσι που μπλέκονται μεταξύ τους, δε βοηθάνε να την παρακολουθήσεις! Αυτή η δυσκολία στην παρακολούθηση εμποδίζει το θεατή να δεθεί συναισθηματικά μαζί της. Και τον αναγκάζει περισσότερο να «χαζεύει» τις, πραγματικά όμορφες, εικόνες, το ύφος της, τους φωτισμούς και τα χρώματα, τα ντεκόρ, το πραγματικά καταπληκτικό δέντρο της ζωής, που φυτρώνει ξαφνικά στην οθόνη, το οποίο δέντρο της ζωής είναι, σύμφωνα με την ισπανική παράδοση, το ελιξίριο που ψάχνουμε. Περισσότερο «χαζεύουμε» όλα αυτά παρά το περιεχόμενο, το οποίο, όπως είπαμε, είναι αρκετά δυσκολοδιάβαστο!
Παίζουν: Χιου Τζάκμαν, Ρέιτσελ Βάις, Ελεν Μπερστίν.
Από τον ομοφυλόφιλο «Μεγαλέξανδρο» στον φασίστα «Λεωνίδα»