ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 5 Ιούνη 2008
Σελ. /48
4 ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΚΑΙ 2 ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ
Τρυφερότητα και βία

Τέσσερες νέες ταινίες, και δύο επαναλήψεις, είναι η σοδειά της κινηματογραφικής βδομάδας που αρχίζει σήμερα.

  • Το «Απλά... Σ' Αγαπώ», του Φιλίπ Κλοντέλ, είναι η πιο ...υγιής, και ενδιαφέρουσα, από τις καινούριες ταινίες. Η προσαρμογή στην κοινωνία μιας μόλις αποφυλακισμένης νεαρής γυναίκας (είχε σκοτώσει το παιδί της).
  • Το πολύ συναίσθημα (μελό) ακυρώνει το ενδιαφέρον θέμα της ταινίας της Πατρίτσια Ρίγκεν, «Κάτω από το ίδιο φεγγάρι». Ενα 9χρονο αγόρι φτάνει λαθραία από το Μεξικό στην Αμερική, αναζητώντας τη μετανάστρια μάνα του.
  • Μια αληθινή ιστορία, ένας κανίβαλος ομοφυλόφιλος σφάζει, κόβει κομμάτια και τρώει τον εραστή του, είναι το θέμα της άγριας ταινίας του Μάρτιν Βάις «Ρότενμπουργκ ο Κανίβαλος». Ταινία για πολύ γερά νεύρα!
  • Και, τέλος, η ιλουστρασιόν ταινία που θα απασχολήσει τα τηλεοπτικά μαγκαζίνο και τα κοσμικά περιοδικά μόδας: «Sex And The City», του Μάικλ Πάτρικ Κινγκ. Μια ταινία για κότες και κοτόπουλα!

Και οι δυο επαναλήψεις της βδομάδας παρουσιάζουν κινηματογραφικό και ...ιστορικό ενδιαφέρον. «Η Γκαρσονιέρα» (1960), του Μπίλι Γουάιλντερ άφησε εποχή όταν πρωτοπαίχτηκε. Η τραγωδία ενός μικρού αριβίστα! Μια κοινωνική κωμωδία, που λίγο ήθελε να γίνει δράμα. Το 1960 είναι γυρισμένη και η ταινία του Ιάπωνα Μίκιο Ναρούζε, «Μια Γυναίκα Ανεβαίνει τη Σκάλα». Εδώ (με σπάνιας γραφής κινηματογράφο) παρακολουθούμε τον αγώνα μιας γυναίκας (γκέισας) να κρατήσει την αξιοπρέπειά της.

ΦΙΛΙΠ ΚΛΟΝΤΕΛ (CLAUDEL)
Απλά... σ' αγαπώ

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, ο οποίος είναι και ο σεναριογράφος της, είναι πολύ καλός συγγραφέας (βιβλία του έχουν βραβευτεί), και, επίσης, καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Λιόν. Κάνω αυτές τις συστάσεις για να εξηγήσω, ίσως, το μέτρο που διακρίνει την ταινία του, τόσο στη σκηνοθεσία όσο και στο σενάριο και, βεβαίως, στους εξαιρετικούς διαλόγους της!

Μια μυστηριώδης και λιγομίλητη νέα γυναίκα βγαίνει από τη φυλακή. Η αδερφή της, που την περιμένει στην έξοδο, τη μεταφέρει στο σπίτι της, στο οποίο ζει με τον άντρα της και τα δυο υιοθετημένα (από το Βιετνάμ) παιδιά τους. Κανένας δε θέλει να μιλήσει για το λόγο που η γυναίκα μπήκε στη φυλακή. Τόσο ο άντρας της αδελφής της όσο και οι φίλοι τους, στους οποίους γνωρίζουν τη νεοφερμένη, αποφεύγουν να θίξουν το θέμα. Σιγά-σιγά, όμως, μαθαίνουμε πως είχε σκοτώσει το παιδί της (περισσότερες λεπτομέρειες επί της οθόνης, όπως λέγαμε παλιά, για να μην «προδώσουμε» την ιστορία).

Η ταινία κινείται σε δυο άξονες. Ο ένας είναι η ίδια η αποφυλακισμένη γυναίκα και ο άλλος όλοι οι άλλοι. Η λιγομίλητη γυναίκα δείχνει να ζει στο δικό της κόσμο. Εναν κόσμο σκοτεινό, από τον οποίον σπρώχνεται, περισσότερο από τις καταστάσεις και από τους άλλους, να βγει, και όχι γιατί η ίδια το επιθυμεί. Η ίδια, μάλλον, αδιαφορεί για τη συνέχεια. Το σοκ που πέρασε, οι λόγοι που την έβαλαν φυλακή, λόγοι τελείως «προσωπικοί», έχουν κυριεύσει την ύπαρξή της. Η έξοδος της λιγομίλητης γυναίκας από το σκοτεινό τούνελ που ζει (που σημαίνει προσαρμογή στην κοινωνία και στους κανόνες της), γίνεται αργά, βασανιστικά. Οταν, τελικά, θα νιώσει ώριμη, πρώτη αυτή θα λύσει τη σιωπή της. Θα εξηγήσει γιατί σκότωσε.

Ο δεύτερος άξονας, όλοι οι άλλοι, η αδελφή, ο γαμπρός, οι φίλοι, αλλά και το πλατύτερο περιβάλλον δεν έχουν μεγάλη συμμετοχή στην εξέλιξη της ιστορίας. Ο καθένας με τον τρόπο του, ωστόσο, βάζει και το δικό του λιθαράκι. Στο τέλος όλος αυτός ο κόσμος, και η αποφυλακισμένη μαζί, γίνονται μέρος του ψηφιδωτού που αναπαριστάνει ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας. Ενα σημαντικό κομμάτι στο οποίο συνυπάρχουν η αγάπη, η κατανόηση, η μοναξιά, ο φόβος, η ελπίδα. Το δράμα δεν το φέρνει μόνον η κεντρική ηρωίδα. Το φορτώνονται και οι δεύτεροι και οι τρίτοι ρόλοι!

Ολα τα παραπάνω έχουν κινηματογραφηθεί με σχεδόν άψογο τρόπο. Οι μεστοί διάλογοι, οι θαυμάσιες ερμηνείες, οι «αθόρυβες» κινήσεις της μηχανής, η σωστή αλληλουχία και οι χρόνοι των πλάνων (ντεκουπάζ), η λειτουργική μουσική, τα εκφραστικά ντεκόρ, όλα όσα καταγράφονται στην οθόνη, έχουν μια μοναδική αρμονία, μια μοναδική ποίηση. Είναι όλα χαμηλών τόνων, αλλά μεγάλης αξίας. Τέτοιας αξίας η οποία καταφέρνει να μετατρέψει ένα θέμα μελό σε μια μικρή σοβαρή ψυχογραφική μελέτη. Σε μια μικρή σοβαρή κοινωνική μελέτη.

Αληθινοί χαρακτήρες, αληθινοί διάλογοι, αληθινές καταστάσεις. Ο δημιουργός της ταινίας δεν προσπάθησε να μας εξαπατήσει. Το θέμα του είναι τέτοιο που, αν ήθελε, θα μπορούσε να μας πνίξει στο κλάμα. Ομως, δε ζήτησε από μας δάκρυα. Ζήτησε - και πήρε - την προσοχή μας. Είπε θέλω να σας μιλήσω για ένα ανθρώπινο θέμα. Και μας μίλησε απλά, ειλικρινά, ανθρώπινα. Και μας συγκίνησε!

Παίζουν: Κριστίν Σκοτ Τόμας, Eλσα Ζιλμπερστέιν, Σέργκε Χαζαναβίσιους, Λορέντ Γκρεβίλ, Φρεντερίκ Πιερότ κ.ά.

ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΡΙΓΚΕΝ
Κάτω από το ίδιο φεγγάρι

Η Πατρίσια Ρίγκεν, παρότι υπήρξε και δημοσιογράφος, που σημαίνει ρεπορτάζ, αλήθεια, κράτησε από το πολιτικό και κοινωνικό θέμα της μόνο τα πολύ εξωτερικά στοιχεία του. Το συναίσθημα.

Μια νεαρή μάνα φεύγει από το Μεξικό και πάει λαθραία στην Αμερική για να εργαστεί για το μέλλον του γιου της (ο πατέρας του παιδιού εξαφανίστηκε). Περνάνε τέσσερα βασανιστικά (για εκείνη και το παιδί) χρόνια. Η γιαγιά που πρόσεχε το μωρό πεθαίνει. Ο μικρός, που πάντα ήθελε να πάει κοντά στη μάνα του ή να έρθει εκείνη κοντά του, μετά τη «φυγή» της γιαγιάς, παίρνει την τύχη στα χέρια του. Με περιπετειώδη τρόπο περνάει λαθραία στην Αμερική αναζητώντας τη μάνα του. Είναι μόλις 9 χρόνων.

Πέρα από τις κάποιες υπερβολές, τις κάποιες συμπτώσεις, τα κάποια τυχαία απρόοπτα, η ταινία πάσχει από έλλειψη κάθε πολιτικής ματιάς σε ένα κυρίως πολιτικό ζήτημα. Τη λαθραία μετανάστευση εκατομμυρίων Μεξικανών στη γειτονική Βόρεια Αμερική. Η Αμερικανίδα σκηνοθέτις δε βρίσκει ούτε μια πολιτική κουβέντα να πει για το τεράστιο αυτό ζήτημα. Παίρνει μια μεμονωμένη ιστορία, η οποία κάτω από κάποιες συνθήκες θα μπορούσε να ήταν και αληθινή, και φτιάχνει ένα οικογενειακό κοινωνικό μελό, αχρηστεύοντας έτσι την πραγματική τραγωδία.

Η ταινία δεν αντέχει σοβαρής κριτικής. Ωστόσο, δεν την πετάς τελείως στ' άχρηστα. Κρατάς αρκετές, συναισθηματικές πάντα, στιγμές της. Και αν παρασυρθείς και εσύ από το μελό θέμα της, μπορεί να κάνεις τους απαραίτητους συνειρμούς. Στο πρόσωπο της Μεξικάνας μάνας και του μικρού Μεξικάνου, να δεις τους δικούς μας λαθραίους ή μη λαθραίους μετανάστες. Και αυτό μπορεί να σε βάλει σε σκέψεις. Να τους δεις, ίσως, με άλλο μάτι. Πιο τρυφερό. Τίποτα περισσότερο.

Παίζουν: Αντριάν Αλόνσο, Κέιτ Ντελ Καστίγιο, Σαμέρικα Φερέρα, Γιουτζένιο Ντερμπάζ.

ΜΑΡΤΙΝ ΒΑΪΣ
Ρότενμπουργκ ο κανίβαλος

«Ενδιαφέρομαι για έναν καλοκαμωμένο νεαρό άντρα, 18 έως 25 ετών, τον οποίον επιθυμώ να σφάξω και στη συνέχεια να τον φάω»! έγραφε η αγγελία.

Και, ω της τρέλας, αρκετοί νέοι άνθρωποι ανταποκρίθηκαν! Την τελευταία στιγμή, βέβαια, δείλιαζαν και η σφαγή και το γεύμα αναβαλλόταν. Κάποια μέρα, ωστόσο, ένας νεαρός άντρας δέχτηκε και η τελετή ολοκληρώθηκε! Το γεύμα δεν ήταν από τα ..καλύτερα, αφού το ανθρώπινο κρέας είναι σκληρό στο μάσημα! Αυτή η «μικρή λεπτομέρεια» έγινε γνωστή αργότερα (τη μετέφερε στην απολογία του ο κανίβαλος)!

Τα παραπάνω είναι πέρα για πέρα αληθινά! Συνέβησαν στη Γερμανία το 2001. Ο «καταπληκτικός» αυτός κύριος λέγεται Ολιβερ Χάρτγουιν και σήμερα βρίσκεται στη φυλακή. Η ταινία, βέβαια, για να γίνει πιο προσιτή, πιο εμπορική, θα έλεγε κανείς, πρόσθεσε τα δικά της. Οπως, για παράδειγμα, τη νεαρή Αμερικάνα φοιτήτρια η οποία σπουδάζει εγκληματική ψυχολογία και η οποία στη διατριβή της διάλεξε να ασχοληθεί με την πρωτοφανή αυτή περίπτωση. Τέτοια κοπέλα δεν υπήρξε ποτέ στην αληθινή ιστορία. Στις ...προσθήκες θα πρέπει να προσθέσουμε την αργή («ερωτική») σφαγή του θύματος. Στην πραγματικότητα ο κανίβαλος έκοψε μια και έξω το λαιμό του θύματος στο μπάνιο του σπιτιού του και στη συνέχεια, εκεί μέσα πάντα, έκοψε σε κομμάτια το υπόλοιπο κορμί το οποίο έβαλε στο ψυγείο και έφαγε σιγά - σιγά και σε δόσεις! Η πραγματική σφαγή ήταν σύντομη και λιγότερο ηδονική από αυτήν της ταινίας! Επίσης, ποτέ δε βρέθηκε το βίντεο που τράβηξε ο απίθανος αυτός «άνθρωπος». Στην ταινία «κάποιος» το στέλνει στην ερευνήτρια...

Εχουν σημασία όλες αυτές οι «λεπτομέρειες», θα ρωτήσετε; Εχουν! Γιατί φανερώνουν τις προθέσεις των δημιουργών. Οι οποίοι αντί να σταθούν πάνω στο ίδιο το συγκλονιστικό αυτό γεγονός και να αναζητήσουν τις πραγματικές αιτίες και τις πραγματικές αφορμές, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό, αυτοί δημιούργησαν μια «δική» τους ιστορία, έφτιαξαν ένα δικό τους μύθο. Ενα μύθο με πολλά φροϋδικά στοιχεία. Τον οποίο φροϋδικό μύθο, υποτίθεται, ξεδιπλώνει η νεαρή ερευνήτρια. Ετσι το γεγονός μεταφέρεται από την ωμή πραγματικότητα στην «επιστημονική επινόηση». Και χάνει την αμεσότητά του. Την αλήθεια του. Ο θεατής παρακολουθεί μια «κατασκευασμένη» ιστορία. Και μέσα από τα χέρια του γλιστράει η ουσία. Ποιος φτιάχνει τους ανθρώπους, κάποιους ανθρώπους έστω, τέρατα. Τέρατα όπως τον Ολιβερ Χάρτγουιν ή τον άλλον κύριο της σημερινής Αυστρίας;

Η παραπάνω αντιμετώπιση του τραγικού και απολίτιστου αυτού θέματος δημιούργησε πολλές τρύπες από τις οποίες χάθηκαν σημαντικά κοινωνικά ερωτήματα, τα οποία ακόμα και σήμερα περιμένουν απάντηση. Πουθενά στην ταινία, για παράδειγμα, δε γίνεται λόγος για το γεγονός, πως πριν σφαχτεί και φαγωθεί ο «εθελοντής», δεκάδες άλλοι νεαροί έφτασαν στο τραπέζι του Προκρούστη και τη γλίτωσαν. Κανένας, όμως, απ' αυτούς δεν κατήγγειλε το γεγονός! Κανένας δεν κατέφυγε στις αρχές να σταματήσει τον αποφασισμένο εγκληματία. Και οι γείτονες, επίσης σιωπή! Κανένας δεν υποψιάστηκε τίποτα!

Παρ' όλα αυτά, η ταινία σου δαγκώνει την καρδιά! Και μόνο το γεγονός ότι γνωρίζεις πως αυτά που βλέπεις στην οθόνη είναι αληθινά (με τις παρατηρήσεις που κάναμε παραπάνω) σε ζώνουν τα φίδια. Επιπλέον, είναι εξαιρετικά γυρισμένη. Εχει θαυμάσια φωτογραφία, πολύ καλά ντεκόρ, εξαιρετική μουσική. Η ατμόσφαιρα της ταινίας, μια αδιόρατη ομίχλη (σκόπιμα μουντά πλάνα, χωρίς μεγάλο κοντράστ), μεταφέρουν στην οθόνη την εσωτερική αρρώστια του κανίβαλου, αλλά και του θέματος γενικότερα.

Το γεγονός ότι ο κανίβαλος ήταν ομοφυλόφιλος δε σημαίνει κάτι ξεχωριστό. Παρόμοια τέρατα βρίσκονται και στους ετεροφυλόφιλους. Είναι φυσικό, όμως, ο «τρόπος ζωής» των ομοφυλόφιλων, μιλάω για την ποιότητα των ομοφυλόφιλων της ταινίας, να «διευκολύνει» τη σεξουαλική αρρώστια, να θεοποιεί τη χυδαία και βίαιη ηδονή και να σπρώχνει τον άνθρωπο - δράστη στα άκρα. Οι σεξουαλικές παρεκκλίσεις δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Ωστόσο, οι «κορυφώσεις» τους, η «άνθησή» τους, συνδέονταν πάντα με ακραία πολιτικά φαινόμενα (πτώσεις μεγάλων αυτοκρατοριών, δεσποτικά καθεστώτα, ναζισμός). Ο ακραίος και χυδαίος σημερινός καπιταλισμός είναι πρόσφορο έδαφος...

Τέλος πάντων! Τη συγκεκριμένη ταινία ή θα την αγαπήσετε, με την έννοια ότι θα της παραδοθείτε άκριτα ή θα τη μισήσετε, με την έννοια ότι θα αναζητήσετε τα αρνητικά της και θα της γυρίσετε την πλάτη. Και στις δύο, όμως, περιπτώσεις, θα σας έχει σημαδέψει! Θα σας έχει λαβώσει! Είναι πολύ σκληρή!

Παίζουν: Τόμας Κρέτσμαν, Τόμας Χουμ Περ, Κέρι Ράσελ.

Επαναλήψεις

«Η γκαρσονιέρα» (1960)του Μπίλι Γουάιλντερ

Γιατί θα έβλεπε κάποιος σήμερα την ασπρόμαυρη «Γκαρσονιέρα» του Μπίλι Γουάιλντερ (1907 - 2002); Για ...ιστορικούς λόγους, αφού η ταινία υπήρξε σταθμός στο είδος της, και για τις ερμηνείες κυρίως του Τζακ Λέμον και της Σίρλεϊ Μακ Λέιν. Και, βέβαια, για τον τρόπο που ένας καλός μάστορας της σκηνοθεσίας, ένας επαγγελματίας κινηματογραφιστής χειρίστηκε το θέμα. Ενα θέμα που με ένα «κλικ» παραπάνω θα μπορούσε από κοινωνική κωμωδία να μετατραπεί σε κοινωνικό δράμα. Ο σπαραγμός, πάντως, του κεντρικού ήρωα για την κατάντια του, για τις αλλεπάλληλες ταπεινώσεις που υφίσταται στην προσπάθειά του να αναρριχηθεί στην ιεραρχία της εργασίας του, την κατάντια, δηλαδή, ενός φτωχοδιάβολου καριερίστα, υπάρχει διάχυτος, για όποιον έχει μάτια να βλέπει, σε ολόκληρη την ταινία.

Στην ουσία η «Γκαρσονιέρα» δεν τόλμησε τίποτα περισσότερο απ' όσα θα τολμούσε μια διδακτική ηθογραφία. Ο αρνητικός στην αρχή ήρωας γίνεται, από τις εμπειρίες και μόνον, θετικός ήρωας. Παίρνει, κατά κάποιον τρόπο, τη ζωή του και την τύχη του, στα χέρια του. Στο εξής θα αποφασίζει αυτός για τα ζητήματα που τον αφορούν. Ολα αυτά, βέβαια, με απλοϊκό (και «χαμογελαστό») τρόπο! Οχι με διαλεκτική σκέψη και άλλους σοβαρούς προβληματισμούς. Πράγματα, δηλαδή, που θα οδηγούσαν την ταινία σε άλλα σοβαρότερα μονοπάτια. Πράγματα που δεν ήταν στις προθέσεις των δημιουργών. Και έτσι, όμως, κάνει, μέχρι ένα σημείο, τη δουλειά της.

Παίζουν: Τζακ Λέμον, Σίρλεϊ Μακ Λέι, Φρεντ Μακ Μάρεϊ, κ.ά.

«Μια γυναίκα ανεβαίνει τη σκάλα» (1960)του Μίκιο Ναρούζε

Γιατί θα έβλεπε κάποιος σήμερα την ασπρόμαυρη ταινία του Μίκιο Ναρούζε, «Μια Γυναίκα Ανεβαίνει τη Σκάλα»; Γιατί είναι η καλύτερή του, σύμφωνα με ...μαρτυρίες, ανάμεσα στις 89 ταινίες που γύρισε, και γιατί ο Ιάπωνας δημιουργός (1905 - 1969) συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους της πατρίδας του (Οζου, Μιζογκούτσι, Κουροσάβα).

Η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κοινωνικό μελό! Μια γκέισα, μέσα σε αντίξοες συνθήκες, αγωνίζεται να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της. Το θέμα της, λοιπόν, ελάχιστα μας απασχολεί. Δεν μπορούμε, όμως, να πούμε το ίδιο για τη σκηνοθεσία. Εδώ έχουμε μια υποδειγματική γραφή! Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο, αποκαλύπτει έναν, πράγματι, μεγάλο δημιουργό. Ο οποίος, με ένα θέμα, που στα χέρια άλλου θα προκαλούσε θυμηδία, αυτός καταφέρνει να κάνει το θεατή να κοιτάζει με ενδιαφέρον και σεβασμό την οθόνη.

Ο σκεπτόμενος θεατής, βέβαια, μαζί με αυτά που θα βλέπει στην οθόνη, τα καλοζυγισμένα κάδρα, τις λιτές ερμηνείες, τους περιεκτικούς διαλόγους, τις «μαλακές» κινήσεις της μηχανής, τα ρακόρ των πλάνων, τη μουσική, θα βλέπει και τι, τελικά, έχασε η ανθρωπότητα από την εμπορευματοποίηση της Τέχνης. Ο Ναρούζε είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα. Εργαζόμενος για τα συμφέροντα των studio, του βιομηχανοποιημένου κινηματογράφου, της εμπορικής τέχνης, κατανάλωσε το μεγάλο ταλέντο του σε ασήμαντα θέματα. Επεσε θύμα της ποσότητας! 89 ταινίες είναι πολλές!

Δείτε την ταινία για να γνωρίσετε ένα πηγαίο ταλέντο. Δείτε την, ακόμα, για να προσθέσετε τον Ναρούζε δίπλα σε άλλους μεγάλους καλλιτέχνες, ζωγράφους, ποιητές, συγγραφείς, μουσικούς, που λόγω συνθηκών, αλλά και από δική τους αδυναμία υπηρέτησαν ιστορικές, πολιτικές και θρησκευτικές σκοπιμότητες, σε βάρος της τέχνης.

Παίζουν: Χιντέκο Τακαμίνε, Μασαγιούκι Μόρι, Ρέικο Νταν, Τατσούγια Νακαντάι, κ.ά.

ΜΑΪΚΛ ΠΑΤΡΙΚ ΚΙΝΓΚ
Sex and the City

«Κατίνες», «Κατίνες», «Κατίνες»! Ακόμα χειρότερο! Αμερικανίδες «Κατίνες»! Που σημαίνει ό,τι ηλιθιότερο και βλακωδέστερο υπάρχει στον κόσμο «τσαφ» στην οθόνη της γειτονιάς σας (στους πολυσινεμάδες). Μετά, βέβαια, από την τηλεόραση του σπιτιού σας. (Είπαν οι άνθρωποι: Aφού τ' αρπάξαμε από την τηλεόραση, δεν τα αρπάζουμε και από το cinema! Πήραν σκόρπια πλάνα από το πολύχρονο σίριαλ και έφτιαξαν και μια ταινία).

Η ιστορία... Ποια ιστορία; Δεν υπάρχει ιστορία! Υπάρχει μόνον ένα τσούρμο χαζοβιόλες, πέντε, έξι, δε θυμάμαι ακριβώς, οι οποίες, σε τακτά και άτακτα χρονικά διαστήματα, μπαινοβγαίνουν στην οθόνη χλιμιντρίζοντας. Κυρίως χλιμιντρίζουν για το σεξ και για τα φουστάνια. Είναι τέτοια η κακογουστιά, που θυμίζει καλλιστεία σε μακρινή επαρχιακή πόλη.

Ωστόσο, το φαινόμενο δεν μπορεί να το αποβάλουμε αφορίζοντάς το. Υπάρχει και πρέπει να αναζητηθεί και να δοθεί η πολιτική εξήγηση. Οι καταπιεσμένοι Aμερικανοί πολίτες, αλλά και οι καταπιεσμένοι πολίτες των δορυφόρων της Αμερικής, όπως η χώρα μας, εθισμένοι στις διαφημίσεις προσπαθούν να ζήσουν (...νοερά) το όνειρο. Να αποχτήσουν, με τη φαντασία τους, αφού δεν μπορούν στην πραγματικότητα, όλα αυτά που βλέπουν στις διαφημίσεις. Καλά σπίτια, καλά αυτοκίνητα, καλά ρούχα, καλές διακοπές, καλό σεξ.

Ολα αυτά που βλέπουμε, αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε, τα έχει η ταινία για εμάς. Ξαπλώνουμε στην πολυθρόνα μας και ...φαντασιωνόμαστε. Δυστυχώς, δεν υπάρχει σήμερα ο αντίστοιχος σεξολόγος ερευνητής, ο περίφημος Αλφρεντ Τσαρλς Κίνσλεϊ, που αναστάτωσε τη μεταπολεμική Αμερική, για να τους αναλύσει και να τους αποκαλύψει! Σήμερα όλη αυτή η σεξουαλική και κοινωνική στέρηση, η οποία είναι αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, που φανερώνει η ταινία, δυστυχώς, θα περάσει ντούκου. Θα θεωρηθεί σαν μια διασκεδαστική ταινία. Ομως, δεν είναι τέτοια. Είναι μια κοινωνική τραγωδία! Αυτές οι γυναίκες, αυτός ο κόσμος, θέλει ψυχίατρο!

Παίζουν: Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, Κιμ Κατράλ, Σίνθια Νίξον, Κριστίν Ντέιβις, Τζένιφερ Χάντσον κ.ά.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ