ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 30 Μάρτη 2006
Σελ. /32
Οι «συνέχειες» αποκαλύπτουν πνευματική οκνηρία!

«Το Κρυφό Σπαθί του Σαμουράι», του Γιαπωνέζου Γιόζι Γιαμάντα, είναι το πιο ολοκληρωμένο φιλμ της βδομάδας. Με αφορμή μια ερωτική ιστορία του 19ου αιώνα καταδείχνει - με πολύ εύστοχο τρόπο - τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου! Από κοντά και το «αναρχικό» φιλμ του Τζέιμς Μακ Τιγκ, «VFOR VENDETTA». Στο πρώτο επίπεδο βλέπουμε μια περιπέτεια και στο βαθύτερό του επίπεδο μια άγρια καταγγελία της αυριανής φασιστικής Αγγλίας! Το τρίτο ενδιαφέρον έργο της βδομάδας είναι το «Tickets», των Ερμάνο Ολμι, Αμπάς Κιαροστάμι και Κεν Λόουτς. Τρία χαρακτηριστικά επεισόδια, τρία διαφορετικά κοινωνικά σχόλια, γυρισμένα από τρεις διαφορετικούς σκηνοθέτες, σε μια ενιαία ταινία!

Μετά τις τρεις παραπάνω άκρως ενδιαφέρουσες ταινίες, επιστροφή στα ...γνωστά! «Βασικό Ενστικτο Νο 2». Ο Μάικλ Κέιτον Τζόουνς, με εργαλείο την Σάρον Στόουν, προσπαθεί, χωρίς αποτέλεσμα, να μας ...ερεθίσει. Το ίδιο αποτυχημένη είναι και η προσπάθεια του Τσαρλς Στάριτζ. Αυτός, αντί για την Σάρον Στόουν, χρησιμοποιεί το γνωστό κινηματογραφικό και, κυρίως, τηλεοπτικό, μύθο, το «θρυλικό» σκυλί «Lassie». Ξαναζεσταμένα φαγητά και τα δύο! Οι κινηματογραφικές επαναλήψεις συνήθως δείχνουν πνευματική οκνηρία!

ΓΙΟΖΙ ΓΙΑΜΑΝΤΑ
Το κρυφό σπαθί του σαμουράι

Είναι άκρως ενδιαφέρον μια ταινία να σε αναγκάζει να αναζητήσεις περισσότερες πληροφορίες από αυτές που σου παρέχει η ίδια. Να μάθεις περισσότερα για το χώρο και το χρόνο, μέσα στον οποίο κινείται. «Το κρυφό σπαθί του σαμουράι» σού γεννάει μια τέτοια ανάγκη. Θέλεις, οπωσδήποτε, να μάθεις περισσότερα για τους σαμουράι, για τη δυναστεία Σογκούν, για την Ιαπωνία του 19ου αιώνα. Ο Δυτικός θεατής, χωρίς τις απαραίτητες πληροφορίες, συναντάει δυσκολίες στην κατανόηση των ανθρώπινων συμπεριφορών της Απω Ανατολής. Δυσκολεύεται να κατανοήσει τις κοινωνικές δομές, την αυστηρή ιεραρχική πειθαρχία. Και το εθνικό καλλιτεχνικό έργο, φυσικά!

Η ταινία του Γιόζι Γιαμάντα στηρίζεται σε τρία ιστορικά διηγήματα του πολύ καλού και πολύ γνωστού Γιαπωνέζου ιστορικού συγγραφέα Σουχέι Φουτζισάβα (1927-1997). Τα δυο διηγήματα αφορούν σε επιδέξιους και γενναίους ξιφομάχους και το τρίτο, που είναι και ο κορμός της ταινίας, σε μια «ιστορία απαγορευμένης αγάπης»! (Ο σκηνοθέτης και ο συγγραφέας έχουν ξανασυνεργαστεί για τον κινηματογράφο - «Ο Σαμουράι του Λυκόφωτος»).

Βρισκόμαστε στα μέσα του 19ου αιώνα. Πλησιάζουμε, δηλαδή, στα 1868, χρονιά που η κληρονομική εξουσία Σογκούν θα καταργηθεί. (Η δυναστεία Σογκούν, τίτλος φεουδάρχη στρατηγού στην αρχαία Ιαπωνία, κυβέρνησε τη χώρα από 1192 μέχρι το 1868). Η πτώση, βέβαια, αυτής της μακρόχρονης απολυταρχικής φεουδαρχίας δε φέρνει αμέσως και τις αλλαγές στη βάση. Μια σειρά από πράγματα, από θεσμούς και συνήθειες, συνεχίζουν να λειτουργούν. Ανάμεσα σε αυτά και ο πολύ αυστηρός κώδικας τιμής και συμπεριφοράς των σαμουράι. Της κοινωνικής τάξης των πολεμιστών, οι οποίοι αναπτύχθηκαν στην Ιαπωνία στο αυτοκρατορικό παλάτι. Μιας αυστηρής συμπεριφοράς, που δημιούργησε το «έθιμο» της υποχρεωτικής αυτοκτονίας (χαρακίρι), το οποίο εφαρμοζόταν σε περίπτωση θανατικής καταδίκης ή αιχμαλωσίας των πολεμιστών. (Μετά το 1871 η τάξη των σαμουράι προσαρτήθηκε στην αριστοκρατική τάξη της νέας Ιαπωνίας! Τα χαρακίρι εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι τις μέρες μας)!

Μέσα σε ένα τέτοιο ιστορικό, πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον, ένας τέτοιος σαμουράι, ένας άνθρωπος της τιμής, θα αναγκαστεί από έρωτα να προχωρήσει σε υπέρβαση! Μια υπέρβαση που δεν ήταν ικανός να κάνει πριν κάποιο διάστημα. Οταν η ταξική του συνείδηση δεν του επέτρεψε να παντρευτεί την υπηρέτριά του, την οποία αγαπούσε. Οταν, όμως, «ωρίμασαν» οι συνθήκες, όταν η πτώση της δυναστείας Σογκούν άρχισε να επιταχύνεται, όταν οι σαμουράι αναγκάζονταν να περάσουν από τα ξίφη στα πυροβόλα όπλα, και στη συνέχεια στην αλλαγή αφεντικών, ο ερωτευμένος σαμουράι, βοηθούμενος από τις συνθήκες, έκανε τη δική του ανατροπή. Εισέβαλε στο νέο σπίτι της αγαπημένης του, και με το πρόσχημα ότι ο άντρας της και οι συγγενείς του δεν τη μεταχειρίζονταν καλά, την έφερε πίσω στο δικό του. Εκεί, αφού πάλεψε για μεγάλο διάστημα με τον εαυτό του, τελικά, κατάφερε να νικήσει τις κακές προκαταλήψεις και να της ζητήσει να τον παντρευτεί!

Αυτά όλα σήμερα, και ειδικά στην Ευρώπη, ακούγονται, ίσως,.. φολκλορικά! Οταν, όμως, μεταφερθούμε στα μέσα του 19ου αιώνα, και μάλιστα στη φεουδαρχική Ιαπωνία, τότε φαίνονται αξεπέραστα. Θυμίζουμε πως από το 1633 μέχρι το 1853, που οι Αμερικανοί κατόρθωσαν (με εξαγορές) να ανοίξουν τα λιμάνια στο δυτικό εμπόριο, η Ιαπωνία έζησε σχεδόν τρεις ολόκληρους αιώνες απόλυτου απομονωτισμού! Για να εμποδιστούν οι ιεραποστολικές αποστολές (προτεστάντες, καθολικοί κλπ.), και μέσω αυτών η πορτογαλική, η ολλανδική και η αγγλική αποικιοκρατία, ψηφίστηκε νόμος που απαγόρευε σε οποιοδήποτε ξένο να πατήσει το ιαπωνικό έδαφος!

Αυτή η εξωτερική απομόνωση διευκόλυνε, όπως είναι φυσικό, και την εσωτερική. Η εξουσία λειτούργησε και στους δικούς της πολίτες κατασταλτικά. Τους ανάγκασε να κινούνται μέσα σε κρατικούς και «ηθικούς» δεσμευτικούς νόμους. Νόμους, που χρειάστηκε ακόμα και ο έρωτας για να σπάσουν!

Ο Γιόζι Γιαμάντα, γεννήθηκε στην Οσάκα το 1931. Φέτος συμπληρώνει 41 χρόνια σκηνοθετικής παρουσίας! «Το κρυφό σπαθί του σαμουράι» (είναι η εβδομηκοστή ταινία του), προσπαθεί με σεβασμό στην ιστορία και τις παραδόσεις της πατρίδας του να φωτίσει κάποιες ιστορικές στιγμές που σημάδεψαν τους Ιάπωνες. Η ταινία του είναι μια ερωτική ιστορική λαϊκή χορογραφία. Είναι μια έμπειρη σκηνοθετική δουλιά. Εχεις την αίσθηση πως παρακολουθείς μια λαϊκή όπερα. Με πολύ απλούς τρόπους, χωρίς κινηματογραφικά εφέ, εξεζητημένο μοντάζ ή γωνίες λήψης, με κλασικό, αλλά την ίδια στιγμή φρέσκο κινηματογραφικό τρόπο, μας διηγείται, σε πρώτο πλάνο, μια ερωτική ιστορία. Στο δεύτερο και τρίτο επίπεδο, όμως, στο φόντο της αφήγησης, μας παρέχει χρήσιμες ιστορικές και κοινωνιολογικές πληροφορίες και φέρει μαζί τις μυρουδιές ατόφιου γιαπωνέζικου λαϊκού πολιτισμού.

Παίζουν: Μασατόσι Ναγκάσε, Τασάκου Μάτσου, Χιντετάκα Γοσιόκα, Τομόκο Ταμπάτα, Ρέικο Τακασίμα.

ΤΖΕΪΜΣ ΜΑΚ ΤΙΓΚ
Vfor Vendetta

Νάταλι Πόρτμαν και Χιούγκο Γουίβινγκ
Νάταλι Πόρτμαν και Χιούγκο Γουίβινγκ

Στις 5 Νοέβρη του 1605, ο επαναστάτης Γκάι Φοκς, απαυδισμένος από την τυραννία του βασιλιά Ιακώβου του Ι΄, τοποθέτησε στα θεμέλια του αγγλικού κοινοβουλίου 36 βαρέλια πυρίτιδας και αποπειράθηκε να το τινάξει στον αέρα. Μαζί με αυτό ήλπιζε να τινάξει στον αέρα και την τάξη που κυβερνούσε τον τόπο απολυταρχικά! Η απόπειρα απέτυχε! Ο Φοκς και οι συνεργάτες του κρεμάστηκαν και διαμελίστηκαν!

Την ίδια ημερομηνία, αλλά στο άμεσο ιστορικό μέλλον, ένας άλλος επαναστάτης, ο μασκοφόρος V, απαυδισμένος και αυτός από τη διαφθορά, την ωμότητα της κυβέρνησης απέναντι στους πολίτες, την ασυδοσία και τη βία που ασκεί η, όχι μακρινή, μελλοντική αγγλική φασιστική εξουσία πάνω στο λαό, αλλά και για να τιμήσει τον πρωτοπόρο επαναστάτη, οργανώνει το ίδιο εγχείρημα με τον ίδιο σκοπό. Θέλει και αυτός να τινάξει το αγγλικό κοινοβούλιο στον αέρα και μαζί με αυτό και την τάξη που κυβερνάει!

Η ταινία κατά 90% είναι μια ταξική ταινία! Οι αναλύσεις που κάνει για τη σημερινή και τη μελλοντική πραγματικότητα, αλλά και τα σημερινά και μελλοντικά αιτήματα που βάζει, είναι ταξικά. Και μάλιστα προχωρημένα. Οι αντιρρήσεις μου βρίσκονται σε δύο επίπεδα: Το πρώτο έχει να κάνει με τη γραφή της ταινίας. Με την επιλογή των δημιουργών στην κινηματογραφική γραφή και αισθητική των κόμικς. Του λαϊκού μεν, αλλά την ίδια στιγμή και θορυβώδη (χαβαλέ) κινηματογράφου. Ο οποίος θορυβώδης (χαβαλέ) κινηματογράφος με τα γκανγκς και τις υπερβολές του, ακυρώνει την απαραίτητη, για παρόμοια θέματα, σοβαρότητα. Το δεύτερο έχει να κάνει με τον κεντρικό ήρωα της ταινίας. Ο οποίος είναι ένας αφ' υψηλού επαναστάτης. Ενας διανοούμενος επαναστάτης, ο οποίος προέκυψε από το πουθενά. Δε γεννήθηκε μαζί με την ανάγκη. Δεν προέκυψε από κάποιον λαϊκό αγώνα. Ενας τέτοιος ήρωας, όμως, ένας τέτοιος επαναστάτης, δεν υπήρξε ποτέ, ούτε θα υπάρξει και στο μέλλον!

Οι δυο παραπάνω επιλογές των δημιουργών, έστω και αν προέκυψαν τυχαία (αν προέκυψαν τυχαία), υποσκάπτουν και υποβαθμίζουν την όποια καλή πρόθεσή τους. Το όποιο θετικό μήνυμα της ταινίας. Καταργούνε ακόμα και το τέλος της. Στο οποίο φαίνεται ότι το κάλεσμα του μασκοφόρου επαναστάτη V, βρίσκει λαϊκή ανταπόκριση. Και γι' αυτό, άλλωστε, πετυχαίνει η δική του απόπειρα! Το κοινοβούλιο τινάζεται στον αέρα!

Η ταινία πάσχει από μικροαστικό επαναστατισμό! Μετατρέπει χωρίς ιδιαίτερο λόγο υπαρκτά πράγματα σε φανταστικά. Και παρασύρει το θεατή σε ένα δαιδαλώδες ταξίδι. Ενώ η ίδια η ζωή, η ίδια η πραγματικότητα είναι εδώ, μπροστά μας. Παρ' όλα αυτά ο θεατής δεν έχει να χάσει. Οι εύστοχες παρατηρήσεις που κάνει η ταινία λειτουργούν θετικά και δημιουργικά. Ιδιαίτερα στους νέους. Φτάνει, βγαίνοντας από την αίθουσα να προσαρμοστεί το φανταστικό στο πραγματικό και όχι να συμβεί το αντίθετο!

Παίζουν: Νάταλι Πόρτμαν, Χιούγκο Γουίβινγκ, Στίβεν Ρία, Τζον Χαέρτ.

ΕΡΜΑΝΟ ΟΛΜΙ - ΑΜΠΑΣ ΚΙΑΡΟΣΤΑΜΙ - ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ
Tickets

Σιλβάνα Ντε Σάντις και Φίλιπο Τρογιάνο
Σιλβάνα Ντε Σάντις και Φίλιπο Τρογιάνο

Τρεις πολύ καλοί σκηνοθέτες, ο Ιταλός Ερμάνο Ολμι, ο Ιρανός Αμπάς Κιαροστάμι και ο Βρετανός Κεν Λόουτς συμφώνησαν να κάνουν μια σπονδυλωτή ταινία η οποία, όμως, θα έμοιαζε με ενιαία. Το εγχείρημα πέτυχε! Παρότι η ταινία αποτελείται από τρία διαφορετικά επεισόδια (γύρισε από ένα ο καθένας), ο θεατής την εισπράττει σαν ενιαία. Μια ενιαία ταινία, η οποία γυρίστηκε μέσα σε ένα τρένο, σε μια διαδρομή!

Βέβαια, η αισθητική του καθένα διαφέρει. Και αυτό έχει ενδιαφέρον!

Ο Ερμάνο Ολμι είναι περισσότερο κομψός. Το δικό του επεισόδιο - σχόλιο αφορά σε έναν ηλικιωμένο επιστήμονα, ο οποίος επέτρεψε στον εαυτό του να νιώσει ερωτικά σκιρτίσματα, σε μια ηλικία που, λέγεται ότι δεν είναι μπορετό (και κοινωνικά επιτρεπτό). Ο Ιταλός σκηνοθέτης άγγιξε το θέμα του με μεγάλη λεπτότητα και με εξαιρετική αισθητική. Το έντυσε με θαυμάσιες μουσικές (Σοπέν) και το στόλισε με πολύ καλές ερμηνείες (Κάρλο Ντέλε Πιάνε - Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι). Το αποτέλεσμα, τελικά, τον δικαίωσε. Στην οθόνη καταγράφεται ένα μικρό, πολύ τρυφερό και πολύ ανθρώπινο, κινηματογραφικό σονέτο. Ενα κινηματογραφικό σονέτο, που αγγίζει την «ψυχή», αλλά και την όραση και την ακοή του θεατή.

Ο Αμπάς Κιαροστάμι είναι πιο μπρούτος κινηματογραφικά, αλλά πιο άμεσος κοινωνικά. Το δικό του επεισόδιο - σχόλιο αφορά σε έναν νεαρό, ο οποίος εκτίει την ποινή του, που του επέβαλε το δικαστήριο, προσφέροντας «κοινωνική εργασία». Εχει αναλάβει να συνοδεύει μια εύσωμη, ηλικιωμένη, αυταρχική και μοναχική κυρία. Οι δυο τους δεν τα πηγαίνουν καθόλου καλά. Η εύσωμη κυρία, παρεξηγώντας τη σχέση τους, τον καταπιέζει. Ο νεαρός κάνει υπομονή. Κυρίως, γιατί είναι ευγενικός. Ομως, και η ευγένεια, όπως αντιλαμβάνεστε, έχει και αυτή τα όριά της. Κάποια μικρή συνεπιβάτιδα του νεαρού, του θυμίζει έναν παιδικό του έρωτα. Απάνω στη θύμηση ακούει τη φωνή - προσταγή της ηλικιωμένης γυναίκας. (Η συνέχεια επί της οθόνης)!

Στο δικό του κομμάτι, που είναι και το τελευταίο, ο Κεν Λόουτς συνεχίζει - και εδώ - τον άμεσο και λαϊκό κοινωνικό κινηματογράφο, που μας έδειξε στις ταινίες του. Μια οικογένεια Αλβανών μεταναστών (γυναίκα και παιδιά), κατευθύνεται στη Ρώμη, για να συναντήσει τον πατέρα. Της λείπει, όμως, ένα εισιτήριο (δεν έφτασαν τα λεφτά για τέσσερα). Το μικρό Αλβανάκι κλέβει ένα εισιτήριο, από τρία νεαρά άτομα τα οποία έρχονται από τη Σκοτία στη Ρώμη, για να παρακολουθήσουν την αγαπημένη τους ομάδα. Αυτή η κλοπή στέκεται η αφορμή για τον Κεν Λόουτς, να υμνήσει -κυριολεκτικά - τις αρετές του προλεταριάτου. Το οποίο εκεί που, λόγω των συνθηκών, μοιάζει πρωτόγονο, αποκαλύπτει υπέροχες συμπεριφορές, ξεδιπλώνει πλούσια και ευγενικά συναισθήματα!

Η ταινία δε σε πάει στον ...παράδεισο. Σε μπάζει, όμως, στο τρένο της διαδρομής. Σε τελευταία ανάλυση η πηγαία της τρυφερότητα, είναι μια απάντηση σε όλες αυτές τις χυδαίες και αντι-ανθρώπινες εικόνες, που κατακλύζουν τις οθόνες! Ο συνειδητοποιημένος θεατής οφείλει, είναι χρέος του, να ενισχύει τέτοιες προσπάθειες.

Παίζουν: Κάρλο Ντέλε Πιάνε, Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι, Σιλβάνα Ντε Σάντις, Φίλιπο Τρογιάνο, Μπλέρτα Καχάνι, Σανίγε Ντέτζα, Μάρτιν Κόμπτσον, Γουίλιαμ Ρουέιν.

ΜΑΪΚΛ ΚΕΪΤΟΝ ΤΖΟΟΥΝΣ
Βασικό ένστικτο Νο 2

Στο «Βασικό Ενστικτο 2» το ζητούμενο, δυστυχώς, είναι το εισιτήριο. (Οπως και στο πρώτο «Ενστικτο», άλλωστε). Βουτιά, λοιπόν, 14 χρόνια πίσω (1992). Χρονιά που η Σάρον Στόουν, 14 χρόνια νεότερη, βέβαια, στην πρώτη ταινία, απειλούσε «θεούς και δαίμονες» με τη φρέσκια ομορφιά της και τον ...παγοκόφτη.

Συνέχεια, λοιπόν, της πρώτης ταινίας, με μια δεύτερη. Μπας και γεμίσουν τα ταμεία! Αμ, δε, όμως! Από το «Βασικό Ενστικτο 2» λείπει το ...βασικότερο! Η αληθινή, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις, πρώτη φρεσκάδα της πρωταγωνίστριας. Και το πρωτόγνωρο της υπόθεσης, αν θέλετε! Ολα στη νέα ταινία είναι γνωστά και αναμενόμενα. Και το γυμνό, δυστυχώς για τους «ματάκηδες», σκεπασμένο. (Τα πόδια της πρωταγωνίστριας εδώ, παραμένουν κλειστά! Η γνωστή στάση δεν επαναλαμβάνεται)!

Για να είμαστε δίκαιοι, κινηματογραφικά η ταινία έχει πολλές αρετές. Περισσότερες από την πρώτη! Διαθέτει εξαιρετική, έστω και με κλίση προς την ιλουστρασιόν εικόνα, φωτογραφία. Καλό μοντάζ και λειτουργική ηχητική μπάντα. Επίσης, ένα σενάριο με δυνατή πλοκή και γεμάτο ανατροπές! Και παρακολουθείται με αρκετό ενδιαφέρον. Αυτά, όμως, τίποτα άλλο!

Το ένστικτο λέει το ...λεξικό είναι «η φυσική παρόρμηση, που μας ωθεί στην εκτέλεση μιας σειράς πράξεων, χρήσιμων στη διατήρηση της ύπαρξής μας». Η ψυχολογία και η ψυχανάλυση ένστικτο ονομάζει «την ώθηση που κατευθύνει τις ενέργειες των ατόμων προς ένα σκοπό». Το ένστικτο ζωής, για τον Φρόιντ είναι «το σύνολο των σεξουαλικών παρορμήσεων και των ενστίκτων αυτοσυντήρησης». Και το ένστικτο του θανάτου «οι τάσεις αυτοκαταστροφής και καταστροφής που εκδηλώνονται κατά τρίτων και, κυρίως, η τάση του ανθρώπου να ανακαλεί επώδυνες καταστάσεις που έχει ζήσει».

Οι δημιουργοί της ταινίας προσποιούνται ότι και αυτούς τους απασχόλησαν οι ίδιες φιλοσοφικές και επιστημονικές ανησυχίες.

Παίζουν: Σάρον Στόουν, Ντέιβιντ Μορισέι, Σάρλοτ Ράμπλινγκ, Ντέιβιντ Θιούλις, Χιού Ντάνσυ.

ΤΣΑΡΛΣ ΣΤΑΡΙΤΖ
Lassie

Τέλος, ένα ακόμα ξαναζεσταμένο (και άνοστο, φυσικά) φαγητό! Η γνωστή, κυρίως τηλεοπτικά, Λάσι (Lassie). Το έξυπνο και καλόβουλο σκυλί (είχα και εγώ ένα τέτοιο), που έκανε τηλεοπτικά και κινηματογραφικά «θαύματα». Το σκυλί που είχαν θαυμάσει και αγαπήσει εκατομμύρια παιδιά, μικρά και... μεγαλύτερα! (Χάρις στο δικό μου «Λάσι», έκανα δεκάδες παιδιά φίλους)!

Η καινούρια Λάσι, όπως και η Σάρον Στόουν, δυστυχώς, δεν προκαλεί το ίδιο ενδιαφέρον, που προκάλεσαν οι παλιότερες εκδόσεις της. Παρότι ετούτη η «Lassie» είναι η καλύτερη που έχει γυριστεί μέχρι σήμερα. Και είναι η καλύτερη γιατί ο χώρος και ο χρόνος μέσα στον οποίο κινείται (αγγλική ύπαιθρος -παραμονές β' παγκόσμιου πολέμου) είναι δοσμένος με πολύ καλό επαγγελματικό τρόπο (ντεκόρ, κοστούμια, φωτογραφική και ηχητική ατμόσφαιρα, ερμηνείες).

Δυστυχώς το σενάριο δεν είναι για... έξυπνα παιδιά! Τα πρόσωπα όλα είναι σχηματικά. Και καθόλου αθώα, θα έλεγα! Αφού η άποψη που περνάει η ταινία, ο καλός πλούσιος παππούς και οι «γονατισμένοι» φτωχοί, είναι μια ψεύτικη και αντιδραστική άποψη.

Παίζουν: Πίτερ Ο Τουλ, Σαμάνθα Μόρτον, Τζον Λιντς, Τζόναθαν Μέισον, Πίτερ Ντένκλατζ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ