ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 8 Ιούλη 2005
Σελ. /32
Κάθε πέρσι και καλύτερα, αλλά η τέχνη ποτέ δεν πεθαίνει

Είναι κρίμα κάποιες απ' τις παλιές ταινίες να είναι καλύτερες από τις σημερινές! Οι τέσσερις νέες ταινίες της εβδομάδας «Καμιά Ανάπαυση Για Τους Γενναίους», «Η Πρώην Γυναίκα Της Ζωής Μου», «Σχεδόν Ερωτας», «Το Απίθανο Ξωτικό και Η Μικρή Συμμορία» απέχουν παρασάγγας από τις παλιές,«Εντιμότατοι Φίλοι» (1975) και «Νύχτα Δολοφόνων» (1966).

Αυτό το «σύμπτωμα» δεν είναι καθόλου τυχαίο. Η τέχνη, πια, έχει περάσει, σχεδόν στο σύνολό της, στα ασύδοτα εμπορικά χέρια της παγκοσμιοποίησης και έγινε προϊόν για τα σούπερ μάρκετ. Κάποιες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν, απλώς, τον κανόνα.

Εμείς, όμως, γνωρίζουμε πως «Η Τέχνη Ποτέ Δεν Πεθαίνει»! Φτάνει να το πιστέψει και η ίδια, βέβαια. Και, κυρίως, να το πιστέψουν οι καλλιτέχνες και να συμμαχήσουν με τους αποδέκτες τους, τους θεατές. Κοινοί είναι οι αγώνες: Οι αίθουσες πρέπει να γεμίζουν με «χαρούμενες, καλαίσθητες και κατανοητές, εικόνες». Εικόνες, που θα βοηθάνε τον άνθρωπο «να κατανοήσει τον κόσμο, για να τον αλλάξει, σύμφωνα με τα γούστα του και τις ανάγκες του».

Και βάζουμε ένα ερώτημα, για να προβληματίσει: Τι έγινε ο ιταλικός κινηματογράφος, ας πούμε; Πού είναι οι συνεχιστές του Φελίνι, του Βισκόντι, του Αντονιόνι, του Πέτρι, του Ροσελίνι, του Ντε Σίκα, του Μονιτσέλι; Είναι φυσιολογικό να μην υπάρχει εξέλιξη; Τι έγινε αυτή η γνώση, αυτή η παράδοση; Φταίει μόνον ο Μπερλουσκόνι ή φταίνε και οι καλλιτέχνες που ενέδωσαν στον μπερλουσκονισμό; Ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του...

ΜΑΡΙΟ ΜΟΝΙΤΣΕΛΙ
Εντιμότατοι φίλοι

Η ταινία θεωρείται «ταινία σταθμός» στην κωμωδία. Ο σκηνοθέτης της, είναι ένα από τα πιο γερά ονόματα, του ιταλικού κινηματογράφου. Οι ηθοποιοί, που παίρνουν μέρος, είναι παγκόσμια καταξιωμένοι. Υπάρχουν, δηλαδή, όλα εκείνα τα στοιχεία, που μπορούν να οδηγήσουν έναν πιστό φίλο του κινηματογράφου στην αίθουσα.

Ενας πρόσθετος λόγος, ίσως και ο πιο σοβαρός, για να οδηγηθεί ένας νεαρός ή μια νεαρά θεατής στους «Εντιμότατους Φίλους», είναι το είδος της γραφής της ταινίας. Ο Μάριο Μονιτσέλι, πιστός φίλος και «υπηρέτης» του νεορεαλισμού, αποδείχνει, για μια ακόμα φορά, πως το απλό μπορεί να είναι -και είναι- εξαιρετικό εκφραστικό μέσο. Κατανοητό και την ίδια ώρα πολύπλοκο.

Οι ήρωες της ταινίας, μια ομάδα μεσήλικες φίλοι, που σκαρώνουν διάφορες φάρσες, πότε σε βάρος άλλων και πότε σε βάρος του εαυτού τους, εξωτερικά δείχνουν απλοϊκοί. Ανέμελοι και κενοί. Στην ουσία, όμως, ετούτα τα άτομα, είναι γεμάτα συναισθήματα. Υποφέρουν από τις πράξεις των άλλων και κάνουν τους άλλους να υποφέρουν από τις δικές τους πράξεις. Δεν είναι, απλώς, μια ομάδα πλακατζήδων. Είναι ζωντανά άτομα, που επηρεάζουν και επηρεάζονται. Ατομα, τα οποία, δε θέλουν να παίρνουν τη ζωή στα σοβαρά, όχι γιατί δεν είναι σοβαροί οι ίδιοι, αλλά γιατί, είναι σίγουρο, πως μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούν και αντέχουν το φορτίο της. Ετσι η κωμωδία γίνεται πικρή κωμωδία.

Ο Μάριο Μονιτσέλι, δε στέκεται μόνον στις πλάκες. Η κεφάτη παρέα του δεν κάνει μόνον φάρσες. Κάνει και κοινωνικά σχόλια. Οχι βαρύγδουπα και «διδακτικά». Ο Ιταλός σκηνοθέτης, σημειώνει προσεκτικά, με το μικρό πινέλο του, κάποιες «λεπτές» περιοχές της κοινωνίας, που απαιτούν περισσότερες εξηγήσεις. Και το κάνει αυτό με καταλυτικό τρόπο. Με σκηνοθετική δροσιά και φαντασία.

Οι «Εντιμότατοι Φίλοι» (1975), δεν πρέπει να ιδωθούν ξεκομμένοι από το υπόλοιπο έργο του σκηνοθέτη. Εργο, που είναι βαθιά πολιτικό και κοινωνικό. Σημειώνουμε, απλώς, μερικές ταινίες του Μάριο Μονιτσέλι, για να θυμηθούμε, για ποιον δημιουργό μιλάμε: «Οι Σύντροφοι», «Ο κλέψας του κλέψαντος», «Πίσω από τα κλειστά παράθυρα», «Ο μεγάλος πόλεμος», «Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε» κ.ά.

Παίζουν: Ούγκο Τονιάτσι, Γκαστόν Μοσκίν, Φιλίπ Νουαρέ, Ολγα Καρλάτου κ.ά.

ΡΟΜΑΝ ΠΟΛΑΝΣΚΙ
Νύχτα δολοφόνων

Η «Νύχτα δολοφόνων» (1966), είναι η μια από τις τρεις ταινίες, που γύρισε ο Ρομάν Πολάνσκι στην Αγγλία, πριν «πετάξει» για το Χόλιγουντ, όπου γυρίζει «Το μωρό της Ρόζμαρι», 1968, με το οποίο, πια, καθιερώνεται παγκόσμια. Οι άλλες δυο ταινίες, που προαναφέραμε, είναι η «Repulsion», 1965, και οι «The fearless vampire killers», 1967.

Και οι τρεις ταινίες, που γύρισε στην Αγγλία, εκείνη την περίοδο ο Πολάνσκι (1965 - 1967), μοιάζουν με αγγλότροπα θεατρικά έργα, απομονωμένα και κλειστά, γεμάτα μυστήριο, φόβο και απρόοπτα. Μοιάζουν ψυχογραφικές πραγματείες. Αφού και οι τρεις, όπως και μεγάλο μέρος, από το υπόλοιπο έργο του, άλλωστε, ερευνούν, τις «ψυχικές» αντιδράσεις ανθρώπων, που βρίσκονται κάτω από πίεση.

Στη «Νύχτα δολοφόνων» παρακολουθούμε την άφιξη δυο παράξενων γκάνγκστερ, σε έναν ξεχασμένο και απομονωμένο πύργο, όπου ζει ευτυχισμένο (εξωτερικά) ένα αταίριαστο (εσωτερικά) ζευγάρι. Η παρουσία των δυο παράνομων, θα ελευθερώσει τον καταπιεσμένο εσωτερικό κόσμο του ζευγαριού, το οποίο, τελικά, θα κάνει πράγματα, που ίσως να μην έκανε ποτέ, κάτω από άλλες συνθήκες. Πράγματα, ωστόσο, που βρίσκονταν κλεισμένα στο εσωτερικό τους. Και που, με την πρώτη «γερή» ευκαιρία, ελευθερώνονται και ξεχύνονται με τεράστια δύναμη έξω. Και τα άτομα αποκαλύπτονται σε όλο τους το μεγαλείο.

Η παραπάνω παράγραφος μη θεωρηθεί δεδομένη. Σε καμία περίπτωση ο κόσμος του Ρομάν Πολάνσκι, δεν είναι ο πραγματικός κόσμος. Δε συμφωνούμε, πως όλοι μας κλείνουμε μέσα μας ένα δολοφόνο! Αν ήταν έτσι, και με δεδομένη την πίεση, την ποικιλόμορφη πίεση, που βιώνουμε, θα έπρεπε η Γη να ήταν σπαρμένη με πτώματα! Ο Ρομάν Πολάνσκι, παρότι γενικεύει -και γενικεύει λάθος- μιλάει, για άρρωστες, και μόνον άρρωστες, καταστάσεις.

Παρακολουθώντας, λοιπόν, την ταινία, σαν μια «άρρωστη -και μόνον- κατάσταση», μπορείς να ευχαριστηθείς εξαιρετικές ερμηνείες, από το σύνολο των ηθοποιών, μια θαυμάσια ασπρόμαυρη φωτογραφία και, πάνω απ' όλα, μια «σατανική» και ευρηματική σκηνοθεσία. Είναι κρίμα, που αυτό το ταλέντο, ο Ρομάν Πολάνσκι, σπατάλησε το μεγαλύτερο μέρος της σκηνοθετικής ευφυΐας του, για να κατασκευάσει «μικρές» ταινίες! Γιατί, τελικά, η «Νύχτα δολοφόνων», πέρα από τη δεξιοτεχνία, και αυτή, από τα πράγματα και από το θέμα, περιορισμένη, δεν προσφέρει τίποτα στον αγώνα του ανθρώπου να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Τρέχω να διευκρινίσω, για να προλάβω τυχόν αντιρρήσεις, πως οι ήρωες του Πολάνσκι, δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με αντίστοιχους κλασικούς ήρωες της αρχαίας τραγωδίας ή των σαιξπηρικών έργων. Και εκεί γίνεται «σφαγή», όμως, εκεί οι ήρωες «διαπραγματεύονται» υψηλότερες αξίες. Αυτές οι υψηλότερες αξίες είναι που κάνουν τα άτομα πραγματικά τραγικά άτομα! Στον Πολάνσκι τα άτομα είναι τόσο «μικρά» και τόσο «καθημερινά», που δεν παθιάζεσαι μαζί τους.

Παίζουν: Ντόναλντ Πλέζανς, Φρανσουάζ Ντορλεάκ, Λάιονελ Στάντερ.

ΑΛΕΝ ΓΚΙΡΟΝΤΙ
Καμιά ανάπαυση για τους γενναίους

Ολοι οι κινηματογραφιστές, ιδιαίτερα με τις μικρού μήκους ταινίες τους, όσοι γύρισαν μικρού μήκους ταινίες, πέρασαν από την «αναρχία στην εικόνα και στην αφήγηση». Χαρούμενοι, που ανακάλυψαν τη γλώσσα του κινηματογράφου και μην έχοντας την πείρα και τη γνώση να σκεφτούν τη σοβαρότητα της γλώσσας και της τέχνης, άρχισαν να βγάζουν άναρθρες κινηματογραφικές κραυγές. Κάποιοι απ' αυτούς τους δημιουργούς συνέχισαν να κραυγάζουν άναρθρα και όταν, ακόμα, πέρασαν στις μεγάλου μήκους ταινίες. Μια τέτοια περίπτωση είναι, κατά τη γνώμη μου, και ο Αλέν Γκιροντί.

Η ταινία, «Καμία ανάπαυση για τους γενναίους», έχει όλα τα χαρίσματα και όλα τα ελαττώματα της πρώτης (μεγάλου μήκους) ταινίας του. Ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει όλες τις επιρροές του και, ταυτόχρονα, όλα τα χαρίσματά του. Αλλού σε κερδίζει, αλλού σε κουράζει. Αλλού σε παρασύρει μαζί του και αλλού στέκεσαι αδιάφορος στις αγωνίες του. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο θεατής παθαίνει μια μικρή σύγχυση!

Μια σύγχυση, που προέρχεται, τόσο από τη γραφή όσο και, κυρίως, από το περιεχόμενο. Η ταινία αλλιώς ξεκινάει και αλλιώς καταλήγει. Ξεκινάει σαν μια κλασική μικροαστική στη γραφή της ταινία και καταλήγει σε μια επαγγελματικού ύφους αστυνομική ταινία. Παράλληλα με τη γραφή, το περιεχόμενο, ξεκινάει σαν μια καταλυτική σάτιρα και καταλήγει σε ένα άτονο αστυνομικό θρίλερ. Και σε όλη τη διαδρομή, και στις δυο γραφές της, η ταινία «φιλοσοφεί» ασταμάτητα. Κάπου - κάπου με έξυπνους διαλόγους, είναι αλήθεια!

Φιλοσοφεί με έναν τρόπο ξεπερασμένο. Στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, (ξανα)βάζει ζητήματα, τα οποία είχε λύσει, από τις αρχές του ακόμα, ο περασμένος αιώνας! Ζητήματα υπαρξιακά, ας πούμε. Ζητήματα ανόητα, του τύπου, «γιατί ζούμε»;

Ενας νεαρός δε θέλει να κοιμηθεί, γιατί «κάποιος» του είπε, πως αν κοιμηθεί δε θα ξυπνήσει ποτέ. Στέκεται, λοιπόν, άγρυπνος. Μπλέκεται σε μια σειρά παράξενα εγκλήματα. Συναντάει μια σειρά παράξενους ανθρώπους. Και παράλληλα, στις αναζητήσεις του, παρασύρει το θεατή στην παρατημένη γαλλική επαρχία. Οπου, τοπίο και άνθρωποι, είναι ένας διαφορετικός κόσμος, από τον υπόλοιπο γνωστό κόσμο της Γαλλίας.

Κάποιοι συσχετίζουν το νεαρό σκηνοθέτη με τον Ζακ Τατί! Συσχετίζονται μόνον, και αυτό έως ένα σημείο, στην «παλαβομάρα». Οχι, όμως, στους στόχους και στη σαφήνεια! Ο Ζακ Τατί έκανε τη μεσοαστική και μικροαστική τάξη με τα... κρεμμυδάκια. Ο Γκιροντί δεν έχει καθαρούς στόχους. Δεν ξέρει ποιον βαράει. Με αποτέλεσμα το έργο του να απομακρύνεται από κάθε σαφές ιδεολογικό στίγμα. Και, μοιραία, να παραπαίει ανάμεσα στο σουρεαλισμό και το ρεαλισμό. Ανάμεσα στη σοβαρότητα και την πλάκα.

Παρ' όλα αυτά δε στέκεσαι αδιάφορος στο «πείραμα». Βλέπεις, ότι κάτι υπάρχει υπογείως! Και, με τη δική σου συνδρομή, η ταινία μπορεί να προκαλέσει κάποια συζήτηση.

Παίζουν: Τομάς Σουίρ, Τομάς Μπλανσάρ, Λοράν Σοφιατί, Βενσάν Μαρτέν, Πιερ - Μορίς Νουβέλ, Ροζέ Γκιντόν, Νικόλ Υκ.

ΖΟΣΙΑΝ ΜΠΑΛΑΣΚΟ
Η πρώην γυναίκα της ζωής μου

Αδιόρθωτοι μικροαστοί οι Γάλλοι! Ο κόσμος γύρω τους καίγεται, οι άνεργοι στη χώρα τους ξεπέρασαν τα 3.000.000 και ετούτοι γυρίζουν κωμωδιούλες του κερατά! Ενας εμπορικός, αλλά άθλιος, συγγραφέας ετοιμάζεται να παντρευτεί μια γιάπισσα. Πάνω στις ετοιμασίες σκάει μύτη η πρώην γυναίκα του, με την οποία έχουν χωρίσει πριν από 7 ολόκληρα χρόνια!

Η πρώην βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση. Είναι χωρίς σπίτι και χωρίς χρήματα. Με ένα παιδί στην κοιλιά της και με τον πατέρα του παιδιού στην Αμερική για ...ταξίδι. Από τα «πράγματα» σπρωγμένη, η πρώην έρχεται και εγκαθίσταται στο σπίτι του συγγραφέα. Το χωρισμένο ζευγάρι, μέσα από προβλεπόμενες και απρόβλεπτες (κάποιες στιγμές) καταστάσεις, θα ανακαλύψει ότι ήταν λάθος που χώρισαν. Τι πρωτοτυπία; Να έχουν γυριστεί, τουλάχιστον, άλλες 5.000 ταινίες με το ίδιο θέμα!

Η Ζοσιάν Μπαλασκό, βέβαια, με την υποστήριξη δυο πολύ καλών ηθοποιών και της ίδιας στο ρόλο της ψυχιάτρου, προσπάθησε να κάνει την ταινία της «μοντέρνα». Δανείστηκε, με κάποια επιτυχία, αρκετά στοιχεία από την αστείρευτη πηγή του «παράλογου» και έντυσε τις κοινοτοπίες της με «ακραίες» καταστάσεις. Σε κάποια σημεία γελάς, εντάξει χαμογελάς, με τον τεχνητό, εν πολλοίς, «παραλογισμό»! Και πότε - πότε παραδέχεσαι ότι το σενάριο διαθέτει κάμποσους έξυπνους διαλόγους. Φτάνουν, όμως, αυτά;

Δε φτάνουν, φυσικά. Ετσι νιώθεις μια πλήξη! Και μια θλίψη! Βγαίνεις από την αίθουσα προβληματισμένος. Αναρωτιέσαι, πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Είναι δυνατόν η τέχνη να σφυρίζει αδιάφορα; Είναι δυνατόν οι δημιουργοί να συμμετέχουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, στον αποπροσανατολισμό του κόσμου; Γιατί, τι άλλο είναι η συγκεκριμένη ταινία, στο συγκεκριμένο χρόνο και χώρο;

Παίζουν: Τιέρι Λερμίτ, Καρέν Βιάρ, Ζοσιάν Μπαλασκό, Νάντια Φαρές, Ντιντιέ Φλαμάν.

ΝΑΪΤΖΕΛ ΚΟΟΥΛ
Σχεδόν έρωτας

«Σχεδόν έρωτας», σχεδόν ταινία! Ολα σχεδόν! Το «πρόβλημα», που ερευνά το φιλμ του Νάιτζελ Κόουλ, είναι το γνωστό, και άκρως ελληνικό, «timming»! Την ώρα που αυτός έρχεται, εκείνη φεύγει. Την ώρα, που αυτός είναι έτοιμος, εκείνη χρειάζεται χρόνο. Τελικά, δε θα βρεθούν την ίδια στιγμή, και με την ίδια διάθεση, ποτέ! Ποτέ; Εντάξει, η ταινία έχει happy end. Πώς θα γινόταν αλλιώς; Οι σούπες έχουν όλες ζουμί!

Νεαρός γνωρίζει στο αεροπλάνο νεαρά. Εκεί γίνεται η πρώτη απόπειρα. Αποτυχία. Στα 7 χρόνια που θα μεσολαβήσουν, το ζευγάρι θα έχει και άλλες ευκαιρίες. Πάντα, όμως, παρεμβαίνει ο δαίμονας του ...σκηνοθέτη και του σεναριογράφου και το ζευγάρι δεν μπορεί να μονιάσει. Και η ιστορία τραβάει σε μάκρος. Ομως, ο δαίμονας του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου, που λέγαμε, πανέξυπνος έμπορος, μόλις αντιλαμβάνεται πως οι θεατές ετοιμάζονται να την «κάνουν», από την κούραση και την ανία, πατάει γκάζι και επισπεύδει τα πράγματα. Δίνει ένα τέλος. Ενα προβλέψιμο, τέλος, φυσικά! Το ζευγάρι βλέπει το φως του. Και παντρεύεται!

Πόσοι Αμερικανοί φαντάροι βρίσκονται έξω από την Αμερική; Πόσοι από αυτούς δε θα γυρίσουν πίσω και πόσοι από αυτούς θα γυρίσουν άλλοι σακατεμένοι και άλλοι τρελοί; Είναι θέμα για ταινία αυτό; Οχι, καλέ! Ρίχ' τους μια κωμωδία να συνέλθουν οι άνθρωποι. Μια κωμωδία, με δυο χαριτωμένα πρόσωπα, με λίγο έρωτα, με λίγα «έξυπνα» κλισεδάκια, με λίγα φιλιά και άλλες τόσες αγκαλιές και το πράμα θα δέσει. Τη Φελούτζα θα σκεφτούμε, τώρα, και τα φέρετρα που πηγαινοέρχονται;

Παίζουν: Αστον Κούτσερ, Αμάντα Πιτ.

ΤΖΟΝ ΣΤΙΒΕΝΣΟΝ
Το απίθανο ξωτικό και η μικρή συμμορία

Το βιβλίο, στο οποίο στηρίζεται η ταινία, πρωτοεκδόθηκε το 1902. Η συγγραφέας του, Ιντιθ Νέσμπιτ, γεννήθηκε στην Αγγλία το 1858. Μέχρι το θάνατό της, 1924, έγραψε περισσότερα από σαράντα μυθιστορήματα. Πολλά από αυτά διαβάζονται με επιτυχία, ακόμα, και σήμερα.

Βέβαια, η ταινία δεν ακολουθεί πιστά το μυθιστόρημα. Πρόσθεσε κάποια εμπορικά στοιχεία, κάποιους ήρωες, άλλαξε το χρόνο. Οι αλλαγές αυτές, μπορεί να έκαναν την ταινία πιο βατή (εμπορική), την αποξένωσαν, όμως, από την τρυφερότητα της συγγραφέως. Μια τρυφερότητα, που την έκανε ξεχωριστή, στην παγκόσμια παιδική λογοτεχνία.

Οι δημιουργοί της ταινίας, αντί να πετάξουν με τη φαντασία της συγγραφέως και τις τεχνικές, πια, δυνατότητες, που προσφέρει ο σημερινός κινηματογράφος και να πλημμυρίσουν την οθόνη με χρώματα και χαρά, και να πλημμυρίσει και η δική μας καρδιά με χρώματα και χαρά, προτίμησαν να φτιάξουν ένα βατό εμπορικό έργο, χωρίς καμία πνοή. Πολλές φορές, μάλιστα, ακολουθώντας τη «μόδα», δημιούργησαν τεχνητές εντάσεις, κλειστοφοβικές εικόνες. Ακόμα και τα χρώματα, σε πολλές σκηνές, ήταν σκούρα και απειλητικά. Εκαναν, δηλαδή, μια χαρούμενη παιδική ιστορία «ψιλοθρίλερ».

Πέντε παιδιά από το Λονδίνο φτάνουν στο εξοχικό σπίτι του θείου τους που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα. Η παιδική περιέργεια τα σπρώχνει στην εξερεύνηση, παρότι ο θείος έχει απαγορεύσει κάθε μη ελεγχόμενη, από αυτόν, κίνηση. Σε μια εξερεύνησή τους τα παιδιά θα ανταμώσουν ένα ξωτικό. Ενα ξωτικό, το οποίο διαθέτει «υπερφυσικές» δυνάμεις. Παιδιά και ξωτικό γίνονται «στενοί» φίλοι. Και αλληλοβοηθούνται. Κάθε φορά που προκύπτει ένα, μεγαλύτερο από τις δυνάμεις των παιδιών, πρόβλημα, το ξωτικό αγόγγυστα και με χαρά προσφέρει τις υπηρεσίες του.

Η ταινία σου δημιουργεί την αίσθηση, πως κάποιος την εμπόδισε να πετάξει. Σε κανένα σημείο της δε σε γεμίζει με συναισθήματα. Παρότι τα συναισθήματα είναι εκεί. Παρότι η ιστορία προσφέρεται για συγκίνηση. Κάποιο αόρατο χέρι πιάνει τα συναισθήματα από το γιακά και τα προσγειώνει. Και μαζί με τα συναισθήματα, αυτό το αόρατο χέρι εμποδίζει και το θεατή να απογειωθεί.

Παίζουν: Τζόναθαν Μπέιλι, Φρέντι Χάιμορ, Κένεθ Μπράνα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ