Αν κρίνουμε από τις δηλώσεις των υπουργών Οικονομίας της ΕΕ, αυτό που «έσωσε» τη Γερμανία από τη σύσταση είναι το μέγεθός της, η οικονομική ισχύς και, γενικότερα, ο ρόλος της στις εξελίξεις. Ούτως ή άλλως, από την εξέλιξη αυτή, καταρρίπτονται όλοι οι ισχυρισμοί περί ισοτιμίας των κρατών - μελών. Ισχυρισμοί, που κατά καιρούς διατυπώνουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι και στη χώρα μας, αλλά και άλλοι θιασώτες της Ευρώπης του Μάαστριχτ.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι τμήμα της Συνθήκης του Αμστερνταμ και, επομένως, θεμελιώδες στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ενσωματώθηκε στη Συνθήκη μετά από ασφυκτική πίεση της Γερμανίας, η οποία φοβόταν ότι μετά την εισαγωγή του ευρώ θα χαλάρωνε η «δημοσιονομική πειθαρχία» στους κόλπους της ΕΕ. Το Σύμφωνο προσδιορίζει τους οικονομικούς δείκτες και τα κριτήρια για τις επιδόσεις των κρατών - μελών της «ζώνης του ευρώ». Προσδιορίζει, ακόμη, και τις ποινές που θα επιβάλλονται στα κράτη - μέλη, που παρεκκλίνουν από τους δείκτες αυτούς. Μεταξύ των ποινών, είναι και η σύσταση από το Συμβούλιο Υπουργών προς το κράτος - μέλος που παρεκκλίνει. Η σύσταση έχει την έννοια της επίπληξης και της προειδοποίησης για επιβολή αυστηρότερης ποινής, που μπορεί να είναι χρηματικό πρόστιμο, ή διακοπή των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων.
Από τη συγκεκριμένη υπόθεση, όμως, ανακύπτει και πάλι το θέμα, για το κατά πόσον είναι εφικτή μια πραγματική σύγκλιση των οικονομιών των κρατών - μελών. Αναδεικνύονται, έτσι, οι νόμοι της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης και οι συνέπειές τους, αφού αποδεικνύεται ότι ένα γενικό μέτρο μπορεί για την οικονομία ενός κράτους να είναι ευεργετικό, ενώ για την οικονομία ενός άλλου κράτους καταστρεπτικό. Από την άποψη αυτή, είναι πολύ χαρακτηριστική η δήλωση του υπουργού Οικονομίας της Βρετανίας, Γκόρντον Μπράουν, ο οποίος τόνισε: «Το Σύμφωνο Σταθερότητας χρειάζεται να λαμβάνει υπόψη τον οικονομικό κύκλο, τις επενδυτικές ανάγκες και να διαθέτει μία πιο σφαιρική κατανόηση του χρέους».
Στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκεται, φυσικά, η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας, η οποία θεωρείται «ατμομηχανή» της οικονομίας σ' ολόκληρη την ΕΕ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα τελευταία στοιχεία, η Γερμανία διέρχεται μια μακρά περίοδο οικονομικής επιβράδυνσης, που έχει προσλάβει χαρακτηριστικά ύφεσης. Η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής ήταν υπερτριπλάσια των προβλέψεων και έφτασε το 1,8%, σηματοδοτώντας νέα συρρίκνωση του γερμανικού ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2001. Ενας άλλος δείκτης ύφεσης είναι η ανεργία, αφού, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης για την ανεργία, το Δεκέμβρη του 2001, οι άνεργοι είχαν αυξηθεί κατά 174.600, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό σε 3.963.500, κάτι λιγότερο, δηλαδή, από τα τέσσερα εκατομμύρια. Μόλις προχθές, η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας ανακοίνωσε ότι οι πωλήσεις λιανικής μειώθηκαν τον περασμένο Δεκέμβρη κατά 3,4% σε μηνιαία βάση, ποσοστό το οποίο σε ετήσια βάση αντιστοιχεί στο 4,1%. Μια επίσης προειδοποίηση ότι η κρίση έχει ακόμη δρόμο να διανύσει.
Εχει σημασία, όμως, να δούμε και πώς αντιμετωπίζουν την κατάσταση οι Γερμανοί βιομήχανοι, που βλέπουν την κρίση ως ευκαιρία για μια σκληρότερη επίθεση κατά των εργαζομένων. «Η Γερμανία θα υποστεί περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομίας της, δήλωσε ο γενικός διευθυντής της Ομοσπονδίας Βιομηχανικών και Εμπορικών Επιμελητηρίων, Μάρτιν Βανσλέμπεν. Η Γερμανία θα πρέπει να ντρέπεται για το ότι αυτή τη στιγμή βρίσκεται στα τελευταία βαγόνια ύπνου, στο τρένο της ανάπτυξης». Οσον αφορά στις αιτίες για τη σημερινή κατάσταση της γερμανικής οικονομίας, ο κ. Βανσλέμπεν επέρριψε ευθύνη στην κυβέρνηση για «υπερβολικές εισφορές Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης, στην υπερελεγχόμενη αγορά εργασίας και στην έλλειψη ελαστικότητάς της».