Κυριακή 10 Μάρτη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Ο κόσμος εκτιμά το αληθινό»

Η Μαριώ, η χαρισματική ερμηνεύτρια του ρεμπέτικου από τη Θεσσαλονίκη, μιλά για το τραγούδι και την πολύχρονη «διαδρομή» της

«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, στο ρωσικό μαιευτήριο, το 1945, στις 30 Μαρτίου. Η μητέρα μου ήταν από τα Φάρασα της Καππαδοκίας και ο πατέρας μου από τον Κοροινό Κατερίνης. Είμαστε τέσσερα αδέλφια, δυο κορίτσια, δυο αγόρια. Ο πατέρας μου ήταν επαγγελματίας μουσικός και οργανοποιός...». Η Μαριώ, αγαπημένη, εκφραστική φωνή του ρεμπέτικου, ξεκινά να ξεδιπλώνει μνήμες, σκέψεις, στιγμές, στην πρόσφατη κουβέντα μας. Με ζεστασιά και ειλικρίνεια μιλά για το τραγούδι, που υπηρετεί εδώ και 43 χρόνια και για τη δική της διαδρομή, από τότε που δέχτηκε το «πρώτο ερέθισμα» μέχρι σήμερα, που η φωνή της συνεχίζει να ευφραίνει καρδιές, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε Ευρώπη και Αμερική.

«Μεγάλωσα σε μια γειτονιά, μπροστά από το χώρο της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, όπου ζούσαν πολλοί μουσικοί. Χαμηλά σπιτάκια και αυλή μας το πάρκο... Εκεί έπαιζα. Χώμα πολύ... Στη γειτονιά μας υπήρχε μια καλοκαιρινή ταβέρνα, η "Κιβωτός", που έρχονταν κάποια ονόματα και δυο ακόμα: Του μπάρμπα - Μανώλη, μια κοσμική ταβερνούλα, και η ταβέρνα της Βασίλως, η κακόφημη. Η Βασίλω ήταν η αιτία, μου έδωσε το ερέθισμα ν' ακούσω ρεμπέτικα και σμυρναίικα τραγούδια. Πήγαινα δημοτικό ακόμα, ήμουν 12 χρόνων. Ηδη, είχα αρχίσει να παίζω ακορντεόν πλάι στον πατέρα μου, στο συγκρότημα που είχε. Τότε έκανα τα πρώτα βήματα, τολμηρά θα 'λεγα για την ηλικία μου. Τα πρώτα μου ακούσματα ήταν ρεμπέτικα πολύ παλιά: Ρίτα Αμπατζή, Ρόζα Εσκενάζυ, Παπαγκίκα, Γεωργακοπούλου, Μαρίκα Νίνου. Η Νίνου μ' αρέσει πάρα πολύ, την έχω πάντα μέσα στην καρδιά μου. Η αξέχαστη Μπέλλου με κάνει και ανατριχιάζω. Η φωνή της είναι βροντερή...».

Η πρώτη συνάντηση

- Τι νιώσατε, όταν πρωτοακούσατε ρεμπέτικο;

- «Με τσίγκλησε το στιχάκι. Ο στίχος και ο ήχος, η μελωδία τους. Το πρώτο άκουσμα μού έφερε μια μελαγχολία. Αυτά τα κομμάτια με συγκίνησαν. Ας πούμε το τραγούδι με τη Ρίτα Αμπατζή, που είχα τη χαρά να πω αργότερα σε ένα CD μου "Στα ξένα μ' άφησες". Μ' έκανε να νιώσω τι θέλει να πει το τραγούδι που άκουγα... Ο πατέρας μου, όμως, δε με άφηνε να τα παίζω. Επαιζα μόνο δημοτικά και ευρωπαϊκά, δεν τολμούσα να παίξω ρεμπέτικα. Ομως, το πρώτο ερέθισμα είχε κολλήσει βαθιά μέσα μου. Στα δεκατρία μου χρόνια έπαιζα πλέον επαγγελματικά. Δούλεψα πάρα πολύ στον κάμπο του Νομού Ημαθίας, εκεί που έδωσαν κλήρο στους πρόσφυγες παππού και γιαγιά μου. Εκεί είχαμε τα χωράφια μας και πηγαίναμε τα καλοκαίρια. Το 1964, αποφάσισα να εγκαταλείψω τον πατέρα μου, επειδή δε με άφηνε να τραγουδάω και να παίζω ρεμπέτικα... Κήρυξα μια προσωπική επανάσταση για να υποστηρίξω αυτό που αγαπούσα και για να κάνω το κέφι μου. Αυτό μιλούσε στην ψυχή μου. Στην Πτολεμαΐδα είχα την πρώτη μου επαφή με το κοινό... Να τραγουδάω σχεδόν όρθια και να βγάζω, βέβαια, κι ένα πρόγραμμα με το ακορντεόν. Ηταν χρόνια δύσκολα. Και γιατί η αντιμετώπιση μιας τραγουδίστριας στην επαρχία ήταν τότε φρικτή έως απάνθρωπη. Οι γείτονες δεν ήθελαν ούτε η σκιά σου να περάσει από μπροστά τους. Το '67 γνώρισα τον άντρα μου, γέννησα την κόρη μου και αργότερα το γιο μου. Μετά την Πτολεμαΐδα, τραγούδησα στη Θεσσαλονίκη, στην αρχή στα "Ξημερώματα" και τα πιο πολλά χρόνια στην "Καλύβα", όπου γράφτηκε η ιστορία μου».


- Πότε πρωτοσυναντήσατε τον Μάρκο Βαμβακάρη;

- «Το '67, όταν είχα ήδη γεννήσει την κόρη μου, είχα την πρώτη μεγάλη συνάντηση... Πώς να την περιγράψω... Ηταν ένα πανηγύρι, μια μεγάλη γιορτή για μένα, όταν στο μαγαζί που τραγουδούσα στη Θεσσαλονίκη ήρθε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Το δέος μου ήταν μεγάλο. Δεν περιγράφεται η συγκίνησή μου. Με είχε συμπαθήσει πολύ, κυρίως όταν του είπα ότι είμαι 20 ημερών λεχώνα. Θεώρησε ότι ήταν ανδραγάθημα να φεύγω από σπίτι μου, ν' αφήνω το παιδί μου για να βγω στο μεροκάματο. Ηταν, όμως, θέμα οικονομικό... Θυμάμαι ότι του έκανα φωνητικά, τραγουδούσαμε μαζί, αλλά έβγαινα και με το ακορντεόν κι έκανα το πρόγραμμά μου κι έλεγα μερικά αρχοντορεμπέτικα. Θυμάμαι την έκπληξη και τα λόγια του: "Μάρω, παίζεις και ακορντεόν και τραγουδάς; Παίζεις πολύ καλά...". Το '68 γνώρισα τον Χοντρονάκο, το δάσκαλό μου, όπου μαζί πια για 27 χρόνια ήμαστε το δίδυμο της Θεσσαλονίκης. Ο Νάκος ήταν για μένα ένας σταθμός, που χάραξε την πορεία μου πάνω στο ρεμπέτικο και γενικά στο λαϊκό τραγούδι. Η διαδρομή μέχρι σήμερα μού πρόσφερε πολλές συγκινήσεις, αλλά δε θα υπήρχε αυτή η πορεία, αν δεν είχα έναν άντρα που να του αρέσει αυτό που κάνω. Δε θα χώριζα ποτέ τον άντρα μου για τη δουλιά, γιατί το κύριο στη ζωή μου είναι η οικογένειά μου. Το ότι μαζί με την οικογένειά μου κατάφερα να έχω και τη δουλιά μου, το θεωρώ μεγάλη μου τύχη».


- Τι αντιπροσωπεύει για σας το τραγούδι;

- «Με το τραγούδι, με το ρεμπέτικο ζω. Δε θα έλεγα βέβαια ότι θα πεθάνω, αν δεν τραγουδήσω. Αλλά όσο νιώθω ότι είμαι καλά και μπορώ να τραγουδώ, γιατί να μην το κάνω; Ποτέ, όμως, δεν υπήρξα το ψώνιο. Υπήρχε μια ισορροπία, ένας στόχος σ' αυτό που έκανα. Πρώτα για μένα, γιατί με ανακούφιζε και δεύτερο, γιατί έλεγα ότι έχω μια φωνή. Ισως μόνον οι παλιές συναδέλφισσές μου είχαν τη δύναμη να συνδυάζουν οικογένεια και τραγούδι. Γιατί είναι πειρασμός η νύχτα».

- Τα τρία τελευταία χρόνια τραγουδάτε στην Αθήνα, στο «Περιβόλι τ' Ουρανού». Αρκετές, όμως, είναι και οι εκτός συνόρων εμφανίσεις σας. Τι είναι αυτό που κάνει τους ξένους να ανταποκρίνονται με τόση θέρμη στα τραγούδια που ερμηνεύετε;

- «Θυμάμαι τη συναυλία που έδωσα τον περασμένο χρόνο στη Γαλλία, στο ραδιομέγαρο του Παρισιού, όπου υπήρξε αδιαχώρητο. Και είναι παράξενο, το ότι στο εξωτερικό μόνο ξένοι έρχονται να με ακούσουν. Νομίζω ότι έρχονται και από περιέργεια, που πηγάζει από μια ενημέρωση που έχουν. Ισως, τους κεντρίζει η ιστορία αυτών των τραγουδιών που ακούνε, οι συγκυρίες που γράφτηκαν τα κομμάτια, ίσως και η βιογραφία μου... Βλέπω, πάντως, ότι σε αυτές τις συναυλίες το κοινό γίνεται πολύ θερμό. Πιθανόν, το άκουσμα να είναι γι' αυτούς και μια αλλαγή. Είναι ένα άλλο ηχόχρωμα, διαφορετικό από τον ηλεκτρικό ήχο και τα ντεσιμπέλ στα οποία έχουν μάθει».

Μελωδική «γέφυρα»

- Νιώθετε ότι λειτουργείτε σαν μια γέφυρα ανάμεσα στους παλιότερους δημιουργούς και ερμηνευτές και το σήμερα; Ο κόσμος σήμερα πώς εκλαμβάνει το ρεμπέτικο;

- «Ναι, γιατί όχι; Είχα τη χαρά να συνεργαστώ με τους ρεμπέτες και το θεωρώ μεγάλη μου τύχη. Μπορεί να είμαι η γέφυρα και να μην έχω πολλή δισκογραφική δουλιά, όμως όσα έκανα τα θεωρώ πολύ σημαντικά. Ηταν λίγα και καλά, ήταν επιλεγμένα. Πέρα από αυτό, πιστεύω ότι παίζει ρόλο και η παρουσία του κάθε καλλιτέχνη όταν βγαίνει στη σκηνή. Είναι το τι εκπέμπει σαν πρόσωπο. Πολλές φορές, στο δρόμο με πλησιάζουν λέγοντας "η δική μας η Μαριώ". Αυτό είναι μια συγκίνηση για τον καλλιτέχνη, γιατί είναι αληθινό. Από αυτήν τη σχέση βγαίνει μια αλήθεια, δεν είναι το κοροϊδιλίκι του να βγω να πω τα τραγούδια τυπικά και να φύγω. Θέλω να προσφέρω στον κόσμο διασκέδαση, τραγούδι, ξενοιασιά. Αυτό είναι που θέλει ο κόσμος και καταλαβαίνει όταν του το προσφέρεις αληθινά. Στο πρόγραμμά μου έχω πάρα πολλές γυναίκες. Πολλοί συνάδελφοί μου λένε ότι κάθε βράδυ κάνω το μαγαζί γυναικωνίτη. Χτες ήρθε μια γυναίκα 78 χρόνων. Την έφερε η κόρη της από την Ικαρία. Από το μαγαζί έφυγε στις τρεις τα ξημερώματα για να πάρει το καράβι και να πάει πίσω στην Ικαρία. Αυτό εγώ να μην το εκτιμήσω; Να μην το σεβαστώ; Και αν είχα CD στο μαγαζί, θα της το έκανα δώρο. Μόνο και μόνο για τα χρόνια της, το τόλμημα, την επιθυμία της να με δει. Καταλαβαίνεις τι αίσθηση είναι αυτή για έναν καλλιτέχνη;».

- Η ουσιαστική επικοινωνία, όμως, στην εποχή μας ολοένα και φθίνει...

- «Μα, αυτό είναι που λείπει. Και όταν οι άνθρωποι βλέπουν ότι κάτι άλλο, διαφορετικό και αληθινό, συμβαίνει, το εκτιμούν. Και αυτός πιστεύω ότι είναι ο λόγος, που πάει πολύ καλά το μαγαζί εδώ και τρία χρόνια. Ο κόσμος θέλει αλήθεια. Και θέλει να διασκεδάσει. Εγώ δεν τραγουδάω μόνο ρεμπέτικα. Λέω και λαϊκά, κάνω και πλάκα. Λέω και τραγούδια με τον Γιώργο Τζώρτζη και τα άλλα παιδιά, που είμαστε φέτος μαζί... Είμαστε μια ομάδα που "πετάει". Είμαστε δεμένοι, μια αλυσίδα, κάτι που δε συμβαίνει εύκολα».

Δισκογραφική διαδρομή

Η κεφάτη, μελωδική συντροφιά θα παρουσιάζει το πρόγραμμά της στο «Περιβόλι τ' Ουρανού» μέχρι του Λαζάρου. Παράλληλα, η Μαριώ θα δώσει συναυλίες: Στην Ξάνθη, στη Νέα Ιωνία Βόλου με την Εστουδιαντίνα (4 Ιουνίου). Επίσης, τον Ιούνιο θα τραγουδήσει σμυρναίικα στο Θέατρο Βράχων, ενώ πάλι με σμυρναίικο θα εμφανιστεί τον Αύγουστο, στο Κάστρο της Χαλκίδας. Η χαρισματική ερμηνεύτρια, εξάλλου, αναμένεται να εμφανιστεί στο Οσλο, ενώ το Σεπτέμβριο θα πραγματοποιήσει δέκα παραστάσεις στην Αμερική (Ν. Υόρκη).

Οσον αφορά στη δισκογραφία, πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε το CD «Η Μαριώ στο Περιβόλι τ' Ουρανού» («Λύρα») - ζωντανή ηχογράφηση από το κέντρο, με τη συμμετοχή των Γιώργου Τζώρτζη, Ζαχαρία Κουρούνη και Μπέτης Ζαφειροπούλου. Περιλαμβάνει τραγούδια των Τούντα, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Σουγιούλ, Χρυσίνη, Ζαμπέτα, παραδοσιακά κ.ά. Ανάμεσά τους και η «Κοσμογονία», ένα τραγούδι - επιθεωρησιακό νούμερο, που παρουσίαζε επί σκηνής ο ηθοποιός Κυριάκος Μαυρέας, σατιρίζοντας την προληπτική λογοκρισία που επέβαλε στο θέατρο η δικτατορία του Μεταξά. Η δισκογραφική «διαδρομή» της Μαριώς ξεκίνησε το 1973, με «δύο σαρανταπενταράκια - τραγούδια σε στίχους Κώστα Βίρβου και μουσική Θόδωρου Δερβενιώτη». Από τους δίσκους, που ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, σημειώνουμε: «Η Θεσσαλονίκη στα Ρεμπέτικα / Μαριώ, Χοντρονάκος, Κεφάλας», «Σβήστα Ολα / Γιώργου Ζήκα», «Η Θεσσαλονίκη στα Ρεμπέτικα 2/Μαριώ, Χοντρονάκος, Μητρέντζης», «Ο Αραμπάς», «Της Ασιάτιδος Μούσης Ερασταί / Τραγούδια από τα Καφέ Αμάν με τη Μαριώ και τη Λιζέτα Καλημέρη», «The Grand Dame From Greece», «Τα Λαλεδάκια» κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί πως το 1999 η Μαριώ επιλέχτηκε ως η πιο σημαντική Περιοδεύουσα Καλλιτέχνις (Touring Artist of the year) από τον οργανισμό European Forum of World Music Festivals. Την ίδια χρονιά, ο δίσκος της «The Grand Dame From Greece» μπήκε στο Top 20 του European World Music Charts για τους μήνες Ιούλιο - Αύγουστο.

Παρά την καταξίωση εντός και εκτός συνόρων, η Μαριώ βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα μεγάλο πρόβλημα, που αφορά στην πλειοψηφία δυστυχώς των καλλιτεχνών και δεν είναι άλλο από το ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό. «Δουλεύω 43 χρόνια, αλλά απ' ό,τι μου λένε δε θα πάρω ποτέ σύνταξη. Ενσημα κολλάω από το '93. Πώς θα πάρω σύνταξη; Στην εποχή μου, όταν τραγουδούσα επί 11 χρόνια σε ένα μαγαζί και ζητούσα να μου κολλήσουν ένσημα, μου έλεγαν πως οι τραγουδίστριες δεν κολλάνε ένσημα. Αν τα βάλουμε κάτω, θα πρέπει να πάρω τα σπίτια ολωνών. Γιατί να φτάσω σ' αυτήν την κατάσταση; Δε θα 'πρεπε το ίδιο το κράτος να μεριμνήσει; Ηταν ένα επάγγελμα αυτό που έκανα, όπως όλοι. Είμαι 57 χρόνων, στα πόσα θα καταφέρω να πάρω σύνταξη;».


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ