Οι προσπάθειες αποκατάστασης των σεισμοπλήκτων θ' αρχίσουν σχεδόν αμέσως, αλλά τα πρώτα εφόδια στο νησί δε θα φθάσουν παρά την επομένη το μεσημέρι. Μέχρι τότε, όπως σημειώνουν οι εφημερίδες της εποχής, οι σεισμόπληκτοι μένουν εντελώς αβοήθητοι. «Εχουν καταφύγει σε σπήλαια, κάτωθι δέντρων, εντός λέμβων και ιστιοφόρων, διά να προστατευτούν από το ψύχος», γράφει η «Καθημερινή». Και ενώ οι κάτοικοι της Αλοννήσου προσπαθούσαν να επουλώσουν τις πληγές τους, στις 13 Μάρτη, ένας νέος σεισμός, με το ίδιο επίκεντρο, ολοκληρώνει την καταστροφή, πλήττοντας αυτή τη φορά και τη Σκόπελο, χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν θύματα.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 5 Απρίλη, στις 5.13 τα ξημερώματα, ισχυρότατος σεισμός χτυπάει την Πελοπόννησο. Ο Εγκέλαδος χτυπά πριν την ανατολή του ήλιου και βρίσκει τους ανθρώπους στα κρεβάτια τους. Ο απολογισμός είναι θλιβερός: Δεκαεφτά νεκροί, ανάμεσά τους πολλά παιδιά και περισσότεροι από διακόσιοι τραυματίες. Στη Μεγαλόπολη, η οποία υφίσταται τις μεγαλύτερες ζημιές, το 80% των σπιτιών καθίστανται ακατοίκητα, καθώς ακόμα και εκείνα που δεν κατέρρευσαν αμέσως, είναι πλέον ετοιμόρροπα. Πολλά από τα χωριά της περιοχής κυριολεκτικά αφανίζονται.