Οι αλλαγές που πέρασαν τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και μετέπειτα ΝΔ δεν αποσκοπούσαν στην επίλυση των οξυμένων προβλημάτων που υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν στον χώρο της Δικαιοσύνης: Τα ετοιμόρροπα κτίρια των δικαστηρίων, που μας πέφτουν στα κεφάλια, όπως συνέβη στο Εφετείο Αθήνας και στο Πρωτοδικείο Πειραιά, πέρσι, η πλήρης στελέχωση των δικαστηρίων με περισσότερους δικαστικούς υπαλλήλους.
Αντίστοιχα υπάρχει ανάγκη κατοχύρωσης και προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων και των υπόλοιπων εργαζομένων στον χώρο της Δικαιοσύνης. Αυτό το τελευταίο αποτελεί πάγιο αίτημα του Σωματείου Δικαστικών Διερμηνέων Αττικής, δηλαδή των διερμηνέων από τη λίστα των Πρωτοδικείων Αθήνας και Πειραιά που εξυπηρετούν τη διενέργεια ποινικών δικών με αλλοδαπά μέρη.
Σήμερα που, κάτω από την πίεση της απεργίας μας, έχουν εξοφληθεί τα οφειλόμενα ως το 2022, το υπουργείο Δικαιοσύνης συνεχίζει στην ίδια γραμμή, αυτήν τη φορά με 27.000 ευρώ ανά εντολή για το Πρωτοδικείο της Αθήνας (από 60.000 που ήταν το προηγούμενο διάστημα), το οποίο τώρα έχει χρέος (σε διερμηνείς, μεταφραστές και μάρτυρες) 180.000 ευρώ. Και προσθέτει: «Το πρόβλημα της επιτάχυνσης (των πληρωμών) δεν απαιτεί νέα κονδύλια. Αυτά υφίστανται. Θα λυθεί με παραπάνω δουλειά από τους δικαστικούς υπαλλήλους στην εκκαθάριση των απαιτήσεων».
Τι κι αν οι δικαστικοί υπάλληλοι αυτήν τη στιγμή δεν επαρκούν αριθμητικά και επείγει η στελέχωση των δικαστηρίων με παραπάνω προσωπικό; Με τον όρο «επιτάχυνση», το υπουργείο εννοεί εντατικοποίηση και «ελαστικοποίηση» των όρων εργασίας. Τι κι αν ένα λογιστικό λάθος υπό την πίεση του χρόνου και της συνεχούς μετάθεσης του ίδιου υπαλλήλου από το ένα πόστο στο άλλο μπορεί να κοστίσει σε έναν διερμηνέα όλα του τα δεδουλευμένα; «Πάμε και όπου βγει» το σκεπτικό και εδώ, για το «ξέπλυμα» των εκάστοτε κυβερνητικών ευθυνών.
Απαιτείται Ασφάλιση, έννοια η οποία δεν αναφέρεται ούτε καν ενδεικτικά στους κώδικες και υπουργικές αποφάσεις που ορίζουν με εξαντλητική σαφήνεια τις υποχρεώσεις μας και τις ποινές αν τις παραβούμε. Απαιτείται κατοχυρωμένο πλέγμα δικαιωμάτων που να μας αναγνωρίζει ως εργασιακό κλάδο που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αντί για «φτερό στον άνεμο» που είμαστε σήμερα για όπου, όποτε και όποιο δικαστήριο μας καλέσει.
Στον αγώνα μας αυτόν έχουμε στο πλευρό μας όλους εκείνους που μοιράζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα ίδια προβλήματα: Τους μισθωτούς δικηγόρους που μάχονται για Συλλογική Σύμβαση και όχι το ψευδεπίγραφο καθεστώς συνεργάτη. Τους αυτοαπασχολούμενους δικηγόρους που παλεύουν σε αγωνιστική κατεύθυνση και αντιτάσσονται στα συμφέροντα των μεγάλων δικηγορικών εταιρειών. Τους δικαστικούς υπαλλήλους που παλεύουν να διατηρήσουν και να βελτιώσουν τις εργασιακές τους συνθήκες ενάντια στις αντιδραστικές αλλαγές. Εχουμε ο ένας τον άλλον σε κάθε μάχη που δίνουμε και αυτό αποτελεί ίσως την πιο σημαντική παρακαταθήκη των αγώνων που διεξάγονται αυτήν τη στιγμή στον χώρο της Δικαιοσύνης.