Και μπορεί πολλοί να μην αποδέχονται αυτή την πραγματικότητα ως τέτοια, αλλά δεν ευθύνεται γι' αυτό η πραγματικότητα.
Ετσι κι αλλιώς, η ζωή τα φέρνει καμιά φορά έτσι που να φαίνεται πως αυτή η δημοκρατία πάει να αυτοαναιρεθεί, ως προς τη μορφή της. Αλλά χρειάζεται να φανεί επίσης ότι χρησιμοποιεί τους παράγοντες της αυτοαναίρεσης της μορφής, για να συντηρηθεί και κυρίως για να διατηρηθεί το περιεχόμενο και η ουσία. Γι' αυτό και της χρειάζονται και τέτοιοι παράγοντες «τύπου Λεπέν». Γιατί το ζητούμενο είναι το κοινωνικοοικονομικό περιεχόμενο της δημοκρατίας, η ταξική της ουσία. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να αντιστοιχεί αυτό. Σε τελευταία ανάλυση, η δημοκρατία είναι κράτος. Και το πολιτικό της περιεχόμενο, βασικά αντιστοιχεί στον ταξικό χαρακτήρα της κοινωνίας ή πιο σωστά της οικονομικής της βάσης, των ταξικών σχέσεων παραγωγής. Η μορφή της, που μπορεί να αλλάζει, έχει σχέση με τη δράση των λαϊκών μαζών. Την οποία δεν πρέπει να την αφήνουν να ξεφύγει έξω από τα όρια και ενάντιά τους, που συγκροτούν τη δοσμένη ταξική κοινωνία. Στην προκειμένη περίπτωση τον καπιταλισμό. Γιατί μόνο τότε μπορεί το σύστημα να αναπαράγεται, χωρίς να κινδυνεύει από την αμφισβήτηση, την απόρριψη, την πάλη για την ανατροπή του από την εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα.
Δεν έλειψαν, λοιπόν, από τον ελληνικό αστικό Τύπο οι προσπάθειες προσέγγισης του αποτελέσματος του πρώτου γύρου στο επίπεδο ερμηνείας της ψήφου του γαλλικού λαού, με μια τάση γενίκευσης. Προσέγγιση όχι μόνο πολιτική, αλλά και κοινωνιολογική. Δεν είναι λάθος αυτές οι αναζητήσεις. Το πρόβλημα βρίσκεται στην επιμονή της περιγραφής μιας πραγματικότητας, η οποία παρουσιάζεται ως αντικειμενική στην εξέλιξή της, έξω από τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις τις καπιταλιστικές, ή πιο σωστά με δεδομένες και αναλλοίωτες αυτές τις σχέσεις που δεν πρέπει να αλλάξουν, και με τη συγκάλυψη του γεγονότος ότι αυτές επιδρούν σε τελευταία ανάλυση στα γεγονότα, στα φαινόμενα της εξελισσόμενης πραγματικότητας. Αυτές υπηρετούν και οι πολιτικές που εφαρμόζονται. Και τα φαινόμενα δεν είναι αυθύπαρκτα, πολύ περισσότερο που συγκαλύπτεται το γεγονός ότι, σαν σύμφυτα του συστήματος, χρησιμοποιούνται από την πολιτική για να επιδρούν στη διαμόρφωση της ψυχολογίας και της συνείδησης των μαζών.
Δεν έλειψαν ερμηνείες του τύπου ότι η ανασφάλεια του πολίτη από την εγκληματικότητα καλλιεργεί την ξενοφοβία, γεγονός που εκμεταλλεύεται ο εθνικιστής Λεπέν έτσι που να αναφωνούν: «Ο φόβος ταιριάζει στις δημοκρατίες;» `Η, σχολιασμοί όπως η δυσαρέσκεια και η αγανάκτηση των μαζών από την επιδείνωση της θέσης τους εκφράζει στρεβλή αντίθεση στην «παγκοσμιοποίηση», η οποία αντικειμενικά δημιουργεί την πολυπολιτισμική κοινωνία λόγω μετανάστευσης. Αλλά η μετανάστευση με τη σειρά της γεννά φόβους μπροστά στη δυσκολία συνύπαρξης στην ίδια κοινωνία διαφορετικών, στο επίπεδο πολιτισμού, θρησκείας, εθίμων, μόρφωσης κλπ. λαών. Φαινόμενα υπαρκτά που αναπαράγονται ως έκφραση κοινωνικών αντιθέσεων, αλλά είναι δευτερεύοντα μπροστά στο κύριο, την αντίθεση εργασίας - κεφαλαίου, πλούτου - φτώχειας. Γιατί, βεβαίως, οι μετανάστες εργάτες είναι θύματα μεγαλύτερης εκμετάλλευσης, ενώ ζουν στην ίδια και χειρότερη μοίρα από τους ντόπιους εργάτες. Είναι όμως και θύματα της αστικής εθνικιστικής προπαγάνδας. Σ' αυτούς αποδίδονται τα δεινά της εργατικής τάξης, για να συσκοτίζεται η αιτία επιδείνωσης της θέσης συνολικά της εργατικής τάξης. Ετσι, από τη μια μεριά προπαγανδίζεται ο κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου (ανοιχτές, πολυπολιτισμικές κοινωνίες), και από την άλλη ο αστικός εθνικισμός. Οψεις του ίδιου φαινομένου, της ίδιας της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής. Χρειάζονται και οι δύο όψεις, γι' αυτό χρειάζονται και φαινόμενα «τύπου Λεπέν».
Ούτε, επίσης, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, όπως γράφτηκε στον αστικό Τύπο και μάλιστα από ιστορικό, έξω από την πραγματική ζωή των εργατών και των οικογενειών τους, των άλλων καταπιεσμένων, μπορεί αυτοτελώς να θεωρηθεί ως παράγοντας που συμβάλλει στην έκφραση ακροδεξιών πολιτικών συνειδήσεων.
Ενα ζήτημα, λοιπόν, που αναδεικνύει η αστική προπαγάνδα σχετικά με το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών, είναι η απόκρυψη της αιτίας που γεννά και αναπαράγει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, αλλά και το πώς αυτή χρησιμοποιείται για να διοχετευτεί σε ανώδυνα για το σύστημα κανάλια. Και αποδίδει την έκφραση της δυσαρέσκειας στο «φόβο μπροστά στο καινούριο» που φέρνει η «παγκοσμιοποίηση».
Ψάχνουν, προκειμένου να σώσουν την «παγκοσμιοποίηση», σε τελευταία ανάλυση τον καπιταλισμό στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, μεθόδους και τρόπους αντιμετώπισης του «φόβου» των λαϊκών μαζών. Δηλαδή, πολιτική ταχτική ενσωμάτωσης των μαζών, πριν η δυσαρέσκεια πάρει διαστάσεις αμφισβήτησης. Και μάλιστα συνειδητής πολιτικά, δηλαδή αντίθεσης στο σύστημα, εναντίωσης σ' αυτό και πάλη στην προοπτική ανατροπής του. Η σοσιαλδημοκρατία είχε αυτή τη δυνατότητα, την οποία έχασε εφαρμόζοντας νεοφιλελεύθερη πολιτική. Χάνονται, λοιπόν, και οι τεχνητές διαχωριστικές γραμμές στο πολιτικό επίπεδο. Αποκαλύπτεται η ενιαία στρατηγική διαχείρισης των αστικών κομμάτων. Και την «πληρώνει η σοσιαλδημοκρατία». Γι' αυτό, επίσης, ένα στοιχείο των αναλύσεων των αστών προπαγανδιστών είναι ότι «η Ευρώπη φοβάται ότι το μεταπολεμικό πολιτικό οικοδόμημά της τρίζει από τα θεμέλια».
Βεβαίως, η πολιτική πραγματικότητα στη Γαλλία δεν άλλαξε άρδην και ούτε μπορεί να γίνονται τέτοιες αλλαγές αυτόματα. Το εργατικό κίνημα, είναι πάντα ο καταλυτικός παράγοντας, αλλά η τωρινή κατάστασή του δεν του επιτρέπει να βάζει τη σφραγίδα του, ως παράγοντας ώθησης των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων προς τα μπρος. Ως πότε όμως; Η ζωή θα λύσει στα σίγουρα αυτό το ζήτημα. Αλλωστε, αυτό πάει να εμποδίσει η προπαγάνδα περί «σωτηρίας της γαλλικής δημοκρατίας».