Τέσσερις ώρες από τη Θεσσαλονίκη με το αυτοκίνητο και ατελείωτες ώρες μακριά από τις νεκρές λίμνες της Μακεδονίας. Ο καιρός κάτι μεταξύ σολωμικής αιθρίας και αιγαιοπελαγίτικης μπουνάτσας. Από τη μια τα σπάρτα, από την άλλη ο δυόσμος, κίτρινοι νεκρικοί ασφόδελοι, στο πρώτο διάσελο καρφωμένο το αντίγραφο ενός ήλιου, που μια πήγαινε από δω, μια από κει. Στο τέλος, καβαλούσε μια απότομη κατηφόρα και κατρακυλούσε μέχρι τα πόδια μας, τυλιγμένος πικραλίθρες και τσουκνίδες, λάπατα και μολόχες. Τραγούδι ευωδιαστό, κάτι ανάμεσα σε πηλιορείτικη μαγειρίτσα και κοζανίτικο σαρμαδάκι.
Οπου φτάσαμε στα σύνορα. Μόνο εμείς, ούτε ουρά, ούτε τελωνειακές καχυποψίες, και χωροφυλακίστικο στριμωξίδι. Αχ, πού είναι εκείνα τα χρόνια τα παλιά. Οπου κρύβαμε τα περισσευούμενα χιλιάρικα, γιατί ήτανε παράνομα, και το πεντοδόλαρο, που μύριζε ναφθαλίνη, μέσα στις οδοντόκρεμες, στις φόδρες των παπουτσιών και η αθεόφοβη η Ιουλία μέσα στα τυροπιτάκια της μάνας της. Και όταν συντελούνταν το λαθρεμπόριο και παίρναμε πίσω τα σφραγισμένα διαβατήρια και ο χωροφύλακας μας ευχότανε με ένα στυφό χαμόγελο που σήμαινε, πως «εγώ ξέρω τώρα πως είστε φίσκα στο λαθραίο συνάλλαγμα, έλα, όμως, που δεν έχω το χρόνο να φάω όλα τα τυροπιτάκια σας, ούτε ν' αλείψω πάνω στο ψωμί μου τις οδοντόπαστές σας. Και φεύγαμε βιαστικοί, μη μετανιώσει ο χωροφύλακας και μείνουμε από τη μέσα μεριά εμείς και τα συναλλαγματοφόρα τυροπιτάκια μας συντριμμένα μέσα στην ατέλειωτη γαστέρα της αχόρταγης εξουσίας.
Πόσο νοσταλγώ, αληθινά, τα αγριολούλουδα, που μαζέψαμε στην ακτή του Τρομσέ της Νορβηγίας, πατρίδα του Αμούδσεν, απέναντι στον ήλιο του μεσονυκτίου, πιο βόρεια από τα νησιά Λοφούτεν, που τραγούδησε ο Καββαδίας στα «Μαραμπού», μαζί με το «Mal du depart».
«Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων».
(Συνεχίζεται)