Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 20 Δεκέμβρη η ημερίδα της Κομματικής Οργάνωσης Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ
Στόχος της ημερίδας ήταν να αναδειχτούν άγνωστες και αθέατες πλευρές της σύντομης περιόδου αμέσως μετά την απελευθέρωση της πόλης, στη διοίκηση της οποίας βρισκόταν το ΕΑΜ.
Αυτό που αναδείχθηκε είναι ότι αν η εποποιία της ΕΑΜικής Αντίστασης διδάσκει πως ακόμα και ο αρνητικότερος συσχετισμός δυνάμεων ανατρέπεται από τη δράση του εργατικού - λαϊκού παράγοντα, η εμπειρία της απελευθέρωσης και όσων ακολούθησαν διδάσκει ότι ο αγώνας των εργατικών - λαϊκών δυνάμεων δεν μπορεί να δικαιωθεί αν δεν καταλήξει στην επαναστατική κατάλυση της καπιταλιστικής εξουσίας και στη διαμόρφωση της εργατικής.
Διδάγματα ιδιαίτερα κομβικά για την οργάνωση της ταξικής πάλης, ειδικότερα σήμερα, μπροστά το ενδεχόμενο μιας νέας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και γενίκευσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Στην ημερίδα μίλησαν ο Κώστας Σκολαρίκος, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, επικεφαλής του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ, ο Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, η Σταυρούλα Τσολάκη, μέλος του Τμήματος Ιστορίας Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ, ιστορικός, ο Κώστας Τζιάρας, μέλος του Τμήματος Ιστορίας Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ, ιστορικός, και ο Γιώργος Σανίδας, πανεπιστημιακός καθηγητής.
Στα όρια και στις δυνατότητες της ΕΑΜικής διοίκησης στο επαναστατικό 1944 αναφέρθηκε ο Κώστας Σκολαρίκος, σημειώνοντας ότι η γραμμή της αντιφασιστικής ενότητας οδήγησε σε μια σειρά από απαράδεκτες υποχωρήσεις εκ μέρους του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, που δεν αντιστοιχούσαν ούτε στον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων.
Οπως είπε, «τόσο η είσοδος των στρατευμάτων του ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη όσο και η μάχη του Κιλκίς δεν εντάχθηκαν σε έναν συνολικότερο διορθωτικό σχεδιασμό που θα στόχευε την κατάλυση της καπιταλιστικής εξουσίας και τη θεμελίωση της εργατικής εξουσίας με προσανατολισμό τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
(...) Υπό αυτές τις συνθήκες, η παρουσία του ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη δεν αμφισβητούσε τη συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου. Η ΕΑΜική διοίκηση διέθετε ανεξάντλητες δυνάμεις, αφού αντλούσε το κύρος της από τον καθοριστικό ρόλο του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στον αντικατοχικό αγώνα και στηριζόταν οργανωτικά στους λαογέννητους θεσμούς που διαμορφώθηκαν στη διάρκειά του. Παράλληλα, όμως, το περιεχόμενο και οι στοχεύσεις της οριοθετούνταν αναγκαστικά από την ακολουθούμενη στρατηγική.
Ετσι, οι ανεξάντλητες δυνάμεις της ΕΑΜικής διοίκησης παραχωρούνταν οικειοθελώς στην αστική κυβέρνηση. Με αυτήν την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι η ΕΑΜική διοίκηση δεν διαφοροποιήθηκε σημαντικά από τη διοίκηση των διορισμένων κομμουνιστών δημάρχων σε μεγάλα αστικά κέντρα της Γαλλίας, που ασκούνταν στο όνομα της κυβέρνησης Ντε Γκολ. Δεν πρέπει να λησμονούμε εξάλλου ότι εκείνη την εποχή πολλές αστικές δυνάμεις εκτιμούσαν ότι οι κομμουνιστές, έχοντας με την πρωτοπόρα δράση τους κατακτήσει πρωτοφανές κύρος στις εργατικές - λαϊκές δυνάμεις, θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μεταπολεμική σταθεροποίηση, στον βαθμό που θα απαρνιούνταν την επαναστατική ρήξη».
Απαντώντας στο ερώτημα αν υπήρχε άλλος δρόμος, σημείωσε: «Η ΕΑΜική διοίκηση είχε δυνατότητες να μετεξελιχτεί σε φύτρο εργατικής εξουσίας, με την προϋπόθεση ότι θα εντασσόταν σε έναν συνολικότερο επανασχεδιασμό της στάσης του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη, αλλά πανελλαδικά. Κάτι τέτοιο βέβαια απαιτούσε διόρθωση της ακολουθούμενης στρατηγικής, έστω και κάτω από την πίεση των αρνητικών εξελίξεων. Απαιτούσε ανάλογη αναδιάταξη των πολιτικών συμμαχιών στο ΕΑΜ, έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η συγκέντρωση κρίσιμων εργατικών - λαϊκών δυνάμεων για σύγκρουση με την καπιταλιστική εξουσία και το σύνολο των υπερασπιστών της, εγχώριων και ξένων. Απαιτούσε, τέλος, τη συντριβή και όχι τη διαχείριση των μηχανισμών του καπιταλιστικού κράτους και την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, που, όπως έλεγε ο Λένιν, παραλύει το νευρικό σύστημα της καπιταλιστικής εξουσίας.
Από τη μια υπήρχε η επίσημη αστική κυβέρνηση, η αναγνωρισμένη από τους διεθνείς συμμάχους της αστικής τάξης, αλλά και από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, η οποία όμως δεν διέθετε ακόμα την απαραίτητη δύναμη να αναμετρηθεί με το εργατικό - λαϊκό κίνημα. Από την άλλη υπήρχαν οι θύλακες της ΕΑΜικής διοίκησης που εκπροσωπούσαν την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και στηρίζονταν στους ένοπλους εργάτες και αγρότες των δυνάμεων του ΕΛΑΣ.
Η συγκεκριμένη ισορροπία τρόμου ήταν ρευστή. Αντικειμενικά θα άνοιγε τον δρόμο είτε για την πλήρη αποκατάσταση της καπιταλιστικής εξουσίας είτε για την επαναστατική ανατροπή της».
Ο Γιώργος Μαργαρίτης μίλησε με θέμα «Συμφωνία της Καζέρτας: Αναιρέσεις και εφαρμογή - Ο ΕΛΑΣ και οι Βρετανοί στην απελευθερωμένη από τους Γερμανούς Θεσσαλονίκη».
Μόλις οι Βρετανοί αισθάνθηκαν ασφαλείς στην περίμετρό τους, το 2ο δεκαήμερο του Νοέμβρη, ξεκίνησαν τις επιθετικές κινήσεις ενάντια στον ΕΛΑΣ και στο ΕΑΜ (...) Οι Βρετανοί έδωσαν υπόσταση στους εκπροσώπους της κυβέρνησης στην πόλη, τον γενικό διοικητή Μόδη και τον στρατιωτικό αντίστοιχο, στρατηγό Αβραμίδη (...) Η διοίκηση της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ δεν μπορούσε πλέον να αναλάβει καμία πρωτοβουλία χωρίς την έγκριση των Βρετανών».
Αναφέρθηκε αναλυτικά στις εξελίξεις που μεσολάβησαν και ουσιαστικά έσπρωξαν τον ΕΛΑΣ σε ένα «Σύμφωνο μη επίθεσης» με την ηγεσία των βρετανικών στρατευμάτων:
Σημείωσε ότι η ανασκόπηση των γεγονότων μάς οδηγεί σε χρήσιμα συμπεράσματα, ίσως και σε μερικές υποθέσεις εργασίας - για κατεύθυνση της έρευνας. «Το πρώτο είναι ότι η κατάλληλη στιγμή για την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας βρισκόταν στην Απελευθέρωση και μερικές μέρες μετά από αυτή. Μετά ήταν αργά. Ο αντίπαλος είχε εδραιωθεί και ο συμβιβασμός μαζί του ήταν υποχρεωτικός. Το δεύτερο είναι ότι συμβιβασμός με μία αντίπαλη δύναμη που θέλει να σε καταστρέψει δεν γίνεται. Ισχύει εδώ το "ο θάνατός σου η ζωή μου".
Το τρίτο, ως υπόθεση έρευνας, είναι η προοδευτική εξασθένιση του ΕΑΜ μέσα από τη διαχειριστικού τύπου εξουσία που άσκησε. Η συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση απέτρεπε ως τις 4 Δεκέμβρη κάθε πρωτοβουλία εδραίωσης μιας λαϊκής εξουσίας. Οταν δε η κυβέρνηση κηρύχθηκε έκπτωτη και ανέλαβε τη διοίκηση η Διοικητική Επιτροπή, οι κανόνες δεν άλλαξαν. Ο κρατικός μηχανισμός συνέχισε να λειτουργεί όπως πριν, δεν υποκαταστάθηκε στον σκληρό του πυρήνα από λαϊκές επιτροπές και άλλες πρωτοβουλίες.
(...) Στις 17 Γενάρη 1945 ο ΕΛΑΣ έφυγε από τη Θεσσαλονίκη ηττημένος, χωρίς να δώσει τη μάχη που όλοι περίμεναν. Το λαϊκό κίνημα ηττήθηκε τότε παρά το μέγεθος, την ισχύ, τη δυναμική του. Θα επανέλθει κάποτε νικηφόρο και στη Θεσσαλονίκη και παντού. Ας είμαστε έτοιμοι να του δώσουμε τα εφόδια, τα πνευματικά, επιστημονικά, πολιτικά εφόδια για να μη γνωρίσει την ήττα και την ταπείνωση όταν έρθει η ώρα του. Αυτό είναι η δική μας υποχρέωση απέναντι στον λαό μας».
Η Σταυρούλα Τσολάκη μίλησε για τα «λεγόμενα κατοχικά εγκλήματα».
Οπως είπε, ανάμεσα σε άλλα, «με την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, η οποία αποτέλεσε το επιστέγασμα των προηγούμενων Συμφωνιών, του Λιβάνου και της Καζέρτας, εκτός από τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και την παράδοση της εξουσίας σε όλη την επικράτεια, απελευθέρωνε τους ταγματασφαλίτες, τους δοσίλογους και εγκληματίες πολέμου, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να ενταχθούν στο αστικό κράτος.
Παράλληλα, η συμφωνία, ως προς το περιεχόμενο, άνοιγε τον δρόμο για τα λεγόμενα κατοχικά εγκλήματα. Η αμνηστία για τα πολιτικά εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί από την αρχή της σύγκρουσης του Δεκέμβρη του 1944 και μετά, όπως προβλεπόταν από το σημείο της πράξης του άρθρου 3, αποτέλεσε το έδαφος για την εξόντωση των ΕΑΜικών οργανώσεων και του κοινωνικού χώρου της Αντίστασης.
Οι συνέπειες αποκαλύφθηκαν το αμέσως επόμενο διάστημα. Η ένοπλη βία, η μαζική εκδίωξη και η γενίκευση των συλλήψεων των αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης υπήρξαν διάχυτες σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
(...) Οι βασικές κατηγορίες με τις οποίες πραγματοποιούνταν οι διώξεις, ήταν ηθική αυτουργία και οι κατοχικοί φόνοι. Σε μικρότερο ποσοστό καταδικάζονταν με τις κατηγορίες του δοσιλογισμού, της εσχάτης προδοσίας, την κατασκοπεία, την αυτονομιστική προπαγάνδα και της συνωμοσίας με σκοπό να αποσπάσουν μέρος της επικράτειας.
(...) Πολλοί αγωνιστές οδηγήθηκαν στα ειδικά δικαστήρια των δοσίλογων και δικάστηκαν ως συνεργάτες της Οχράνας και των Βουλγάρων.Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις οι κατήγοροι ήταν οι ίδιοι Οχρανίτες και συνεργάτες της Γκεστάπο».
Σημείωσε ότι «οι ποινικές διώξεις για τα λεγόμενα κατοχικά εγκλήματα αφενός στερούσαν τα πολιτικά δικαιώματα και την ελευθερία από ολόκληρο το στελεχικό δυναμικό του ΕΑΜ, αφετέρου υπήρξαν ο "προθάλαμος" για τα έκτακτα στρατοδικεία, καθώς το Γ' Ψήφισμα απάλλασσε την αστική Δικαιοσύνη από τις χρονοβόρες δίκες και τα κατοχικά εγκλήματα παρέμειναν σε ισχύ.
Αλλωστε, η μεγάλη πλειοψηφία των δοσίλογων δεν τιμωρήθηκε (με εξαίρεση κάποιες "τρανταχτές" περιπτώσεις). Τιμωρήθηκαν μόνο όσοι ήταν απαραίτητο, για να κατευνάσουν τη δικαιολογημένη αγανάκτηση του λαού απέναντι στα εγκλήματά τους. Μάλιστα, την ίδια εποχή που πραγματοποιούνταν οι δίκες των δοσίλογων δεν υπήρχε ακόμα η νομολογία που καθόριζε αν η συμμετοχή στα τάγματα συνιστούσε έγκλημα.
Ομως, ο βασικός στόχος αυτών των διώξεων ήταν η ποινικοποίηση της αντιστασιακής και της αντι-δοσιλογικής δράσης (...) Ο προσανατολισμός στον σκοπό αυτό, της αντιστροφής θύτη και θύματος, ενέχει ως βασικό όρο την παραμονή της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης στα όρια της αστικής νομιμότητας και την αποσύνδεσή της από τον αγώνα για τον σοσιαλισμό.
Η προσπάθεια διαστρέβλωσης της Ιστορίας και συκοφάντησης εξυπηρετεί ώστε να επιβληθεί μια πολιτική αντίληψη που ουσιαστικά βοηθάει στη διατήρηση της αστικής εξουσίας».
Ο Κώστας Τζιάρας αναφέρθηκε στην «Καθημερινότητα και στον δημόσιο χώρο την περίοδο της Απελευθέρωσης». Μεταξύ άλλων στάθηκε στη μεγάλη παρέλαση - διαδήλωση της Απελευθέρωσης στις 30 Οκτώβρη 1944, την οποία έκλεινε το «Ξυπόλητο Τάγμα», ένα τσούρμο από «κουρελήδες, πιτσιρικάδες», που ενέπνευσε τον Ελληνοαμερικάνο μοντέρ - σκηνοθέτη Γρηγόρη Θαλασσινό (Γκρεγκ Τάλλας), ο οποίος γύρισε (με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη) στη Θεσσαλονίκη την ομώνυμη ταινία.
Μίλησε για την παρουσία ενός κοριτσιού που ξεχώριζε στις μεγάλες συγκεντρώσεις από την περίοδο της Κατοχής αλλά κυρίως τις μέρες της Απελευθέρωσης, στις γιορτές και στις πανηγυρικές εκδηλώσεις στην πόλη. Ενός κοριτσιού ορφανού, της Μπέμπας Υψηλάντη, της κόρης του λοχαγού του ΕΛΑΣ Αντώνη Υψηλάντη και της Βίκας Υψηλάντη, η οποία δολοφονήθηκε έπειτα από βασανιστήρια των ανδρών του Δάγκουλα, τον Αύγουστο του 1944.
«Οι μεγάλες συγκεντρώσεις των ημερών της Απελευθέρωσης περιγράφουν και ακολουθούν την πορεία των γεγονότων, τις αντιδράσεις κυρίως για όσα συμβαίνουν στην Αθήνα, τη διαμόρφωση των συσχετισμών, τις λαϊκές προσδοκίες, την "κοινωνική ενέργεια", τις διαψεύσεις, τις αντιφάσεις, τα όρια των αιτημάτων και των οραματισμών. Περιγράφουν ακόμη τη θέληση των από κάτω για συμμετοχή στις εξελίξεις, να προχωρήσουν πέρα από την Κατοχή και όσα είχαν προηγηθεί στον Μεσοπόλεμο, για τη "νέα κοινωνία" ή τη "λαοκρατία", όπως διατυπωνόταν στα συνθήματα και στα αιτήματα της εποχής», σημείωσε.
Εστίασε στα σοβαρά προβλήματα που έπρεπε να λύσει η ΕΑΜική διοίκηση και σχετίζονταν με τον ανεφοδιασμό και την τροφοδοσία της πόλης, τη μισθοδοσία των υπαλλήλων, την τήρηση της τάξης, τη διαχείριση και την τιμωρία των δοσίλογων κρατουμένων, των εκβιαστών των κρυμμένων Εβραίων, των σφετεριστών των περιουσιών των θυμάτων του Ολοκαυτώματος. «Η ΕΑΜική διοίκηση επίταξε τρόφιμα και προϊόντα από βιομήχανους και εμπόρους που αρνούνταν να καταβάλουν την προβλεπόμενη φορολογία, εξέδωσε διατακτικές για πληρωμές σε είδος, πραγματοποίησε κατασχέσεις σε τράπεζες, φυλάκισε και δίκασε δοσίλογους.Πήρε επίσης μια σειρά ακόμα από φιλολαϊκά, φιλεργατικά μέτρα: Διανομές αγαθών πρώτης ανάγκης, αυξήσεις στα ημερομίσθια, εξίσωση αντρικών και γυναικείων ημερομισθίων, κατάργηση έμμεσων φόρων.
Εκφράσεις της λαϊκής συμμετοχής, του λαϊκού ελέγχου στα πλαίσια της ΕΑΜικής διοίκησης υπήρξαν οι πρωτοβουλίες της "λαϊκής αυτοδιοίκησης" και κυρίως οι λαϊκές επιτροπές και οι δράσεις τους στις γειτονιές.Μέσα στον Δεκέμβρη ανέβηκαν οι παραστάσεις του Λαϊκού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ενώ έφτασαν και οι πρώτες σοβιετικές ταινίες στους κινηματογράφους.
(...) Οπωσδήποτε δεν επρόκειτο για επαναστατική λαϊκή εξουσία, δεν υπήρξε ανατροπή της κεφαλαιοκρατικής τάξης πραγμάτων αλλά αποτιμάται ως μια φιλολαϊκή διαχείριση με στοιχεία λαϊκού ελέγχου, στα πλαίσια του αστικού συστήματος», τόνισε.
Ο Γιώργος Σανίδας μίλησε για την ΕΑΜική διοίκηση στη Θεσσαλονίκη, τη συγκρότηση και δράση, τον κοινωνικοπολιτικό της χαρακτήρα.
Αναφέρθηκε στις εκλογές για την αυτοδιοίκηση που πραγματοποιήθηκαν στις 29 Οκτώβρη 1944 πανελλαδικά και εκλέχθηκαν δημοτικές, κοινοτικές και συνοικιακές αυτοδιοικήσεις.
«Στις 2 Νοέμβρη 1944 συγκροτήθηκε η Προσωρινή Δημοτική Επιτροπή Θεσσαλονίκης, με 22 μέλη (...) Η συγκρότηση συνοδεύτηκε από διάφορες κινήσεις, κυρίως από την παραλαβή υπηρεσιών δήμου, Πρόνοιας, Στεγάσεως, κ.λπ. (...) Οι αποφάσεις είχαν ως στόχο την αντιμετώπιση άμεσων προβλημάτων.
Ειδικά για τα ζητήματα υποδομών της τροφοδοσίας και της Υγείας, οι Επιτροπές εργάστηκαν άμεσα με βάση στοιχεία που είχαν συγκεντρώσει οι οργανώσεις του ΕΑΜ και τα οποία τους κατέθεσαν. Το ΕΚ Θεσσαλονίκης και τα συνδικάτα ανέλαβαν τη μεταφορά αλεύρων στους φούρνους, με μεταγωγικά του ΕΛΑΣ, της ΕΤΑ και φορτηγά της Μοίρας Αυτοκινήτων. Η Εθνική Πολιτοφυλακή και ο ΕΛΑΣ ανέλαβαν την έρευνα σε αποθήκες της πόλης για ανεύρεση κρυμμένων τροφίμων, αλλά και καυσίμων. Το ΕΛΑΝ ανέλαβε τη μεταφορά καυσόξυλων. Η ΕΤΑ διέθεσε μεγάλα αποθέματα σιτηρών (1,2 εκατομμύρια οκάδες, περίπου 1.500 τόνους) για την τροφοδοσία της πόλης. Διάφορα είδη που κατασχέθηκαν σε γερμανικές αποθήκες μοιράστηκαν στον λαό της πόλης. Με ανάλογο τρόπο το επόμενο διάστημα η Επισιτιστική Επιτροπή παρενέβη συχνά ώστε να διευκολυνθούν η παραγωγή ψωμιού και η διανομή τροφίμων.
(...) Βασικό ζήτημα προς επίλυση ήταν η αντιμετώπιση της κερδοσκοπίας στο εμπόριο. Αλλο κύριο πρόβλημα ήταν η εξασφάλιση της μισθοδοσίας των υπαλλήλων», είπε μεταξύ άλλων.
Σημείωσε ότι «παράλληλα με τις δράσεις και τις κινήσεις της Δημοτικής Επιτροπής που ενεργεί στο επίπεδο δήμου, εμφανίζονται οι Λαϊκές Επιτροπές (ΛΕ) ανά συνοικία. Είναι αδύνατο να υπολογιστεί ο αριθμός τους, μιας και κάθε γειτονιά και κάθε συνοικία ή ενορία μπορούσε να διαθέτει από μία, η οποία ασχολούνταν με τα τρέχοντα ζητήματα.
Στο επίπεδο των ΛΕ λειτούργησε η καθημερινή αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια που θα μπορούσε να καθυστερήσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο επίπεδο της διοικητικής ιεραρχίας. Από την άλλη, σε τμήμα τουλάχιστον των ΛΕ αναπτύσσεται και μια λαϊκή πρωτοβουλία και αυτενέργεια η οποία έχει σαν στόχο όχι μόνο να καταγράφει τις ανάγκες αλλά να οργανώσει από τα κάτω τα λαϊκά αιτήματα και να υποδεικνύει τρόπους και μέσα για την ικανοποίησή τους. Οι ΛΕ συνεδρίαζαν και ενσωμάτωναν την αυτενέργεια της κοινωνικής βάσης».
Ανέδειξε ότι «υπήρξε μια συγκυριακά σωτήρια διαδικασία για τον λαό της πόλης με μια φιλολαϊκή διαχείριση της κρίσης και του χάους που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, με την εξαθλίωση και τη σύνθλιψη μεγάλων μαζών στα αστικά κέντρα.
Ταυτόχρονα όμως λειτούργησε ως μια λύση ανάγκης μιας και δεν υπήρχε προοπτική ανάληψης της εξουσίας από τις λαϊκές δυνάμεις από την πλευρά της ανατροπής των κοινωνικοοικονομικών συσχετισμών, δηλαδή την ταξική ανάληψη της εξουσίας με κατάργηση της κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας».