Αν έγραφα ένα παραμύθι για τον Θάνο θα ξεκινούσα μ΄ έναν μπόμπιρα 2 χρόνων που έπαιζε σ΄ ένα μικρό τύμπανο όλους τους ρυθμούς που άκουγε από το μπαλκόνι του να παίζουν τα μεγάλα παιδιά στις σχολικές γιορτές στο απέναντι σχολείο. Κι αυτό το παιδί μεγάλωνε κι ανέπνεε μουσική. Μένανε σ΄ ένα νεοκλασικό στην οδό Αράτου και στον ίδιο δρόμο μένανε κι άλλοι Μικρούτσικοι. Μια μέρα τον στείλανε να πάει ένα γλυκό, δίπλα στη θεία του την Ηλέκτρα. Ηταν πολύ μικρός. Η θεία πενθούσε τον άντρα της κι όλα τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με μαύρα υφάσματα. Και ο μικρός κοιτούσε επίμονα εκεί που ήταν το πιάνο. Εβλεπε μόνο τα πόδια κάτω από το μαύρο ύφασμα. Σαν πόδια λιονταριού έμοιαζαν. Οχι, σαν πόδια ελέφαντα. Η θεία του ακολούθησε το βλέμμα του μικρού, τον πήρε από το χέρι και τράβηξαν μαζί το μαύρο ύφασμα και τότε αποκαλύφτηκε το πιάνο. Τα μάτια του Θάνου έγιναν τεράστια και η θεία του τον έβαλε και κάθισε δίπλα της και του έπαιξε ένα κομμάτι του Σούμπερτ. Υστερα πήρε τα μικρά δάχτυλα και τα ακούμπησε πάνω στο πιάνο και τότε ο ίδιος έλεγε ένιωσε μια ηλεκτρική εκκένωση, εγώ του έλεγα πως από τότε φύτρωσαν δυο φτερά στην πλάτη του.
Ο Θάνος μεγάλωνε στην Πάτρα, την πόλη με τις στοές και το καρναβάλι. Εκείνες τις μέρες που όλη η πόλη ζούσε μια όμορφη τρέλα ο πατέρας τους έφερνε τσουβάλια σοκολάτες και τις πετούσε στο διάδρομο και τα παιδιά και η γιαγιά Κατίνα και όλοι στο σπίτι αγωνίζονταν να τις πιάσουν.
Το σπίτι τους πάντα ανοιχτό, γεμάτο φίλους, τα παιδιά δίπλα σε όλα, οι γονείς μιλούσαν ανοιχτά μαζί τους. Ο Θάνος, έλεγε, δεν θυμόταν μέρα που να μην ήταν δεκαπέντε άτομα στο τραπέζι. Γέλια, τραγούδια και χοροί ενώ τα καλοκαίρια διπλά μπάνια κάθε μέρα. Πηγαίνανε με φίλους στα Μποζαΐτικα και σ' ένα κέντρο, το Τζάκι, ο Θάνος, μικρό παιδάκι, έπαιζε πιάνο και τραγουδούσαν όλοι. Αν και την πρώτη του εμφάνιση, έλεγε περήφανος, σε αυτό το κέντρο την έκανε τεσσάρων χρόνων παίζοντας μαράκες στην ορχήστρα ενός Πατρινού τρομπετίστα που ήταν κάπως συγγενής και ξέρει την τρέλα του μικρού για τη μουσική.
Στα μεγάλα γλέντια στο σπίτι τους συμμετείχαν όλοι στην προετοιμασία. Ολόκληρες παραστάσεις έκαναν. Ο μπαμπάς τους έγραφε τα κείμενα και ο Θάνος έπαιζε μελωδίες της εποχής με πειραγμένους τους στίχους, ενώ ο Ανδρέας και όλη η παρέα τραγουδούσε.
Και ο Θάνος τα ρουφούσε όλα. Εγώ τα άκουγα έτσι ή είχε ένα χάρισμα να μας τα διηγείται όλα σαν παραμύθι; Τα ποιήματα που του απήγγελλε ο μπαμπάς του τις νύχτες μπερδεύονται με ποιητές που στην εξορία μάθαιναν ξένες γλώσσες, με ήρωες που δεν λύγισαν και που ποτέ δεν σταμάτησαν να πιστεύουν σε μια καλύτερη κοινωνία.
Ο κόσμος είναι γεμάτος ιστορίες, γεμάτος ήρωες, μικρές και μεγάλες ζωές, όνειρα, προσδοκίες πως θα ζήσουμε όμορφα με αυτούς που λαχταράμε. Στον μεγάλο χρόνο που τρέχει ο Θάνος τα κατάφερε και τον σταμάτησε κι έκανε όσα θεωρούσε πολύτιμα καθημερινότητα. Πιστός πάντα στα όνειρά του, χωρίς εκπτώσεις. Φορώντας τα μαγικά φτερά του, χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία, χαρίζοντας σε όλους εμάς που μοιραστήκαμε τη ζωή μαζί του, το πιο πολύτιμό του, την αγάπη του.