Οπως γεγονός είναι κι ότι όλα αυτά τα αρνητικά γεγονότα της τελευταίας εξαετίας των κυβερνήσεων Κώστα Σημίτη ταξινομούνται σε διαφορετικές κλίμακες επικινδυνότητας. Ομως πρέπει να επισημανθεί ότι είναι αποτέλεσμα μιας γενικής πολιτικής στρατηγικής, η οποία αποτελεί τη βάση και το πλαίσιο λειτουργίας της κυβέρνησης. Από αυτή καθορίζεται κάθε φορά ο τρόπος αντίδρασης στα πιο σημαντικά ζητήματα. Αυτές οι αρνητικές ενέργειες αποτελούν την πρακτική έκφραση της δεδομένης εξωτερικής κυβερνητικής πολιτικής. Εάν αυτή δεν υπήρχε, δε θα υπήρχαν ούτε αυτές. Αντίθετα, όσο μεγαλύτερη εμφανίζεται η επικινδυνότητά τους, τόσο πιο βαθιές είναι οι ρίζες μιας συνολικής εξωτερικής πολιτικής που αγγίζει το όριο της αυτοκαταστροφής. Εάν ρωτούσε κανείς για τη θετικότητα ή μη της ενέργειας του πρωθυπουργού να συναντηθεί με τους πολιτικούς αρχηγούς, η απάντηση είναι ναι.
Οσο περισσότερο τους βλέπει τόσο το καλύτερο για την Ελλάδα. Αυτό, όμως, από μόνο του δεν προδικάζει αλλαγή πολιτικής, όπως, άλλωστε, συμβαίνει σε κάθε διάλογο. Ο διάλογος είναι μέσο επικοινωνίας που δύναται να οδηγήσει στο καλύτερο έως και το χειρότερο αποτέλεσμα. Σημασία έχει με ποιους όρους γίνεται και από ποιες ιδεολογικές, πολιτικές αφετηρίες προθέσεων. Π.χ. διάλογος γίνεται από το 1974 για την Κύπρο και τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Αυτός όμως συντηρεί, απλά, την τραγική διαιώνιση του προβλήματος. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση από την τουρκική εξουσία να επιλυθεί το ζήτημα. Αυτό πάλι σημαίνει ότι η ιδεολογικο-πολιτική συγκρότηση του στρατιωτικού - πολιτικού συμπλέγματος εξουσίας της Τουρκίας οδηγεί στην παραπέρα ανάπτυξη του επεκτατισμού της.
Η ερώτηση παραμένει: Πόσο θα αντέξει μια εξωτερική πολιτική που, οικειοθελώς, είναι δοσμένη στα γρανάζια των συμφερόντων ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων;