Πέντε χρόνια συμπληρώνονται την Τρίτη από το θάνατό της
Τα πιστεύω της και οι ιδέες της την έφερναν συχνά αντιμέτωπη με την οικογένεια, γιατί όπως έλεγε «έκανα παρέα με αριστερούς. Φοβόταν μη με νομίσουν κι εμένα για κομμουνίστρια. Μάλλον περισσότερο φοβόταν μη γίνω κι εγώ. Εγώ όμως έκανα πάντα παρέα με αριστερούς. Ενας από αυτούς ήταν κάποιος Φίφας, γιατρός, αριστερός. Στον πόλεμο τον σκότωσαν οι Γερμανοί. Είχε και μια κόρη αριστερή και μου έλεγαν να μην κάνω παρέα. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να υπακούσω. Εγώ δεν ξεχώριζα έτσι τους ανθρώπους. Μου κάνεις; Δε με νοιάζει τι είσαι. Πόσο μάλλον με τους ανθρώπους που είχαμε τα ίδια πιστεύω. Από μικρή ήμουν αριστερή».
Από τα 16 της χρόνια, λοιπόν, δείχνει τις πολιτικές της πεποιθήσεις. Οι συναναστροφές της με αριστερούς, η συμπάθεια που έδειχνε από μικρή στους φτωχούς, η αντίδρασή της στο κατεστημένο, σε πρέπει και σε υποδείξεις όχι μόνο των δικών της αλλά και της μικρής κοινωνίας της Χαλκίδας, «οργάνωναν» στην παιδική της ψυχή τη μελλοντική αριστερή της συνείδηση. Οι διώξεις και ο στιγματισμός των κομμουνιστών εξακολουθούσαν να δυσκολεύουν τη ζωή τους. Η Σωτηρία, σε αντίθεση με την οικογένειά της θα ήταν με «αυτούς». Από ένστικτο στην αρχή, από πεποίθηση και συνειδητή επιλογή στη συνέχεια.
«Οι κομμουνιστές ήταν εκείνη την εποχή σαν φοβισμένοι» -θυμόταν- «ήταν, όμως, κάτι ξεχωριστό. Ηταν μοναχικοί, δε μίλαγαν πολύ, πάντα πέρναγαν φοβισμένοι. Είχαμε πολλούς στη γειτονιά μας. Ηταν αγαπητοί, ήταν καλοί νοικοκυραίοι. Φοβόντουσαν, όμως και τον ίσκιο τους. Μ' αυτούς ήμουν φίλη και μετά σαν τραγουδίστρια όταν πήγαινα καμιά φορά στη Χαλκίδα, επισκεπτόμουν τον Κούκο που είχε γυρίσει από τη Μακρόνησο. Για όλους τους άλλους, την εποχή '46 -'49 τα πράγματα ήταν άγρια. Μπορούσες να χαρακτηριστείς και μόνο αν μίλησες σε έναν κομμουνιστή. Εγώ δε λογάριαζα τέτοια. Πήγαινα να τους βρω. Ενιωθα ότι ταίριαζαν τα χνότα μας με αυτούς τους ανθρώπους. Ακούγανε οι δικοί μου ότι πήγα στον Κούκο δίπλα, και τους έπιανε φόβος. Και πραγματικά σε λίγο πήγαιναν στο σπίτι μου και δήθεν ρωτούσαν διάφορα πράγματα. Εγώ ήμουν αριστερή και δε σήκωνα φοβέρες».
«Το τι γινόταν στο σπίτι, δεν περιγράφεται», έλεγε όποτε δεχόταν (πολύ σπάνια) να μιλήσει για κείνες τις στιγμές. Και μετά από έναν μεγάλο οικογενειακό καυγά φεύγει για την Αθήνα.
Η Κατοχή σημαδεύει την ψυχή της. «Το μαρτύριο της κατοχής δεν μπορώ να το ξεχάσω», έλεγε. «Θυμάμαι τα φρικτά μπουντρούμια της οδού Μέρλιν. Οσοι ακούνε για τα υπόγεια αυτά τους πιάνει τρόμος, γιατί όλοι ξέρουν ή έχουν ακούσει τι γινόταν εκεί. Εγώ τα έζησα. Είκοσι χρονών κοριτσάκι. Πήγα να κλέψω μια κουραμάνα από ένα γερμανικό αυτοκίνητο επειδή πεινούσα. Μ' άρπαξαν, με σπάσανε στο ξύλο και με πήγαν στα μπουντρούμια. Με χτύπησαν πρώτα με τον υποκόπανο και μετά, που με πήγαν εκεί, συνεχίστηκε το ξύλο. Με σακάτεψαν. Μετά από βασανιστήρια πολλά με πήγαν στον ανακριτή. Κατάλαβαν ότι δεν ήμουν επικίνδυνη, με είδαν μικρή κοπέλα και συνεσταλμένη και με άφησαν. Και το περισσότερο που με άφησαν το οφείλω σε έναν Ιταλό, που λεγόταν Τζιοβάνι. Αυτός με συμπάθησε, με λυπήθηκε και έτσι με άφησαν. Θυμάμαι πώς με κοίταγε. Κατ' ευθείαν στα μάτια. Ετσι τέλειωσε το μαρτύριο της Μέρλιν».
«Συνέχιζα να πηγαίνω με την κιθαρίτσα μου τα βράδια σε καμιά ταβερνούλα και μάζευα κανένα ψιλό. Αλλες φορές πούλαγα παστέλια. Εκανα κάποιες οικονομίες και πήγα και νοίκιασα μόνη μου ένα δωματιάκι. Ηθελα να φύγω από το σπίτι του Δήμου. Μπορεί να είχαμε σχέση αλλά δεν ήθελα να γίνομαι βάρος σε κανέναν. Και στη συνέχεια από μια ταβέρνα, του "Καλλέργη", ενός κρητικού, στα Εξάρχεια, ξεκίνησε η ιστορία μου στο τραγούδι».
«Μόλις με άκουσε ο Καπετανάκης, εκείνο το βράδυ, τρελάθηκε», έλεγε πάντα γεμάτη περηφάνια. «Πού ήσουνα βρε κορίτσι μου εσύ; μου είπε. Και επειδή ήταν φίλος του Τσιτσάνη μου υποσχέθηκε ότι θα του μίλαγε για μένα, όπως και έγινε λίγο αργότερα. Είχα ενθουσιαστεί με την ιδέα ότι θα μπορούσα να γίνω τραγουδίστρια. Αγαπούσα υπερβολικά το τραγούδι και επιτέλους ίσως μου δινόταν η ευκαιρία να ασχοληθώ επαγγελματικά και με τον Τσιτσάνη κιόλας ακόμη μεγαλύτερη χαρά». Ο Καπετανάκης πράγματι, όπως της το είχε υποσχεθεί μίλησε στον Τσιτσάνη. Ενα βράδυ πήγε, λοιπόν, ο Καπετανάκης με τον Τσιτσάνη στην ταβέρνα, για να τη δει και να την ακούσει. «Τα μάτια, τα δικά σου μάτια» ήταν «το τραγούδι που με άκουσε ο Τσιτσάνης. Ε, αυτό ήταν. Δώσαμε ραντεβού και οι τρεις στου Καπετανάκη το σπίτι. Εχει το μπουζούκι μαζί του ο Βασίλης και αρχίζει να παίζει διάφορα τραγούδια από διαφορετικούς τόνους, για να βρει το δικό μου τόνο. Ετσι, λοιπόν, έφτιαξε ένα δίσκο για μένα ο Βασίλης με δύο τραγούδια. Το "Οταν πίνεις στην ταβέρνα" με στίχους του Τσιτσάνη και "Το παιδί που είχες φίλο" με στίχους του Καπετανάκη».
«Με βοήθησε πολύ, είχα πάρει δρόμο, κάθε τραγούδι που κάναμε με το Βασίλη ήταν και επιτυχία. Γι' αυτό θα λέω πάντα ότι χρωστάω πολλά, πάρα πολλά, στον Τσιτσάνη. Οταν μιλάμε για συνθέτες και για δεξιοτέχνες του μπουζουκιού πρέπει να μιλάμε πρώτα για τον Τσιτσάνη». «Εκείνα τα χρόνια ήταν αλλιώς. Κάθε τραγουδιστής ή τραγουδίστρια θεωρούνταν ότι δεν ήταν ηθικώς εντάξει. Ετσι και ο πατέρας μου φοβόταν πάντα τι θα έλεγε ο κόσμος για την κόρη του... Λίγα είχε ακούσει ο Τσιτσάνης που του σούρανε επειδή τόλμησε να βάλει μια γυναίκα στο πάλκο, δηλαδή εμένα και στη συνέχεια τόσες άλλες, που ακολούθησαν; Μέχρι τότε είχαν τα πρωτεία οι μάγκες επειδή ήταν άντρες. Και; Λιγότερο άντρας μπορεί να είναι μια γυναίκα με τσαγανό και αξιοπρέπεια; Βέβαια δεν ήταν όλες οι γυναίκες έτσι, αλλά όσες είχαν τσαμπουκά τους ενοχλούσε. Τους χαλούσε τη μαγιά. Υπήρχαν πολλοί βρωμεροί που τους την έδινε το ότι δε σήκωνα πολλά - πολλά. Γιατί δε σήκωνα. Ημουν πάντα ατίθαση εγώ. Ελεγα τα σύκα, σύκα και τη σκάφη, σκάφη. Και την ατιμία δεν τη συγχώρεσα ποτέ».
«Λαϊκό τραγούδι είναι το ρεμπέτικο και ρεμπέτης ο λαϊκός τραγουδιστής», έλεγε. Αλλά όταν μιλάμε για λαϊκό εννοούμε το γνήσιο και το αυθεντικό. Είπανε διάφοροι ότι ρεμπέτης ήταν ο δυστυχισμένος, ο αδικημένος, ο κυνηγημένος και άλλα τέτοια. Αν υποθέσουμε ότι έτσι ήταν, ποιος ήταν ο αδικημένος και ο κυνηγημένος; Ο απλός λαός δεν ήταν ο αδικημένος και ο κυνηγημένος, από τους πρόσφυγες μέχρι και μετά στα δύσκολα εκείνα χρόνια; Αρα ρεμπέτικο είναι το λαϊκό. Οι ρίζες του είναι βγαλμένες από τον καημό του Ελληνα ο οποίος έχει υποστεί και έχει τραβήξει τόσα πολλά. Το ρεμπέτικο, οι ρίζες του βαστάνε από την ανατολή αλλά από Ελληνες όμως».
«Ολοι εμείς -έλεγε- που αγωνιστήκαμε για το γνήσιο λαϊκό τραγούδι, που περάσαμε τόσα για να το κάνουμε μεγάλο, αρχίσαμε να μπαίνουμε στο περιθώριο. Αρχισε το σαμποτάζ. Ηθελαν να μας βγάλουν όλους σιγά-σιγά από τη μέση. Εμένα με είχαν πάντα στο μάτι, γιατί εγώ δεν τους υπολόγιζα, τους έμπαινα άσχημα. Δε σήκωνα πολλές κουβέντες. Ομως, την πλήρωσα την μπόρα πρώτη και καλύτερη. Αλλά δε βαριέσαι. Είχα πείσμα. Θα τα κατάφερνα και θα ξαναγινόμουν η Μπέλλου που ήμουν. Πέρασα πολλά. Είχα πάθει μελαγχολία. Λίγο οι ταλαιπωρίες της κατοχής και του εμφυλίου, λίγο το ξενύχτι και η κούραση, λίγο το ποτό και οι στενοχώριες, τα νεύρα μου κλονίστηκαν. Ας όψονται, όμως, αυτοί που με κυνήγησαν τόσα χρόνια για να με θάψουν...».
«Πιστεύω πως στη συνείδηση του κόσμου είχαμε καταγραφεί εγώ κι ο Βασίλης σαν κάτι ξεχωριστό. Ο καθένας μας είχε τη δική του ιστορία αλλά οι δυο μαζί ήμασταν το κάτι άλλο. Κι αυτό αποδείχτηκε τα δέκα χρόνια που δουλέψαμε μαζί στο "Χάραμα"». Αυτή είναι και δική μας πίστη. Ολων όσοι γευτήκαμε τα τραγούδια τους και συνεχίζουμε να ανατριχιάζουμε στο άκουσμά τους.