Τη μελέτη προλογίζει ο καθηγητής αρχιτεκτονικής Δημήτρης Φιλιππίδης, υπογραμμίζοντας ότι η μελέτη της αρχιτεκτονικής της ιταλοκρατίας «είναι από πολλές απόψεις διδακτική, καθώς σε αυτήν μοιραία διαπλέκονται τοπικές και υπερτοπικές συνθήκες - από τις αυτοκρατορικές βλέψεις της φασιστικής Ιταλίας ως τις σχεδιαστικές στρατηγικές που εφάρμοσαν εμπνευσμένοι αρχιτέκτονες στην υπηρεσία του τότε καθεστώτος, σε αντιπαράθεση με την πλούσια τοπική παράδοση στα Δωδεκάνησα».
Ο Β. Κολώνας, μιλώντας χθες για τη μελέτη του, τόνισε ότι η ιταλική αποικιακή πολιτική στα Δωδεκάνησα εκτεινόταν σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής (διοίκηση, οικονομία, θεσμικό, δικαστικό και κοινωνικό δίκαιο), με σκοπό τον εκσυγχρονισμό των αστικών κέντρων και τη δημιουργία νέων οικισμών στα νησιά (εννοείται ανάλογα με τα συμφέροντά της). Επόμενο ήταν να αφήσει δυναμικά «σημάδια» της στην πολεοδομία, στην αρχιτεκτονική και στις κατασκευές, και στις δύο βασικές περιόδους της. Στην πρώτη, με διοικητή τον Μάριο Λάτζο και στη δεύτερη με διοικητή τον Σέζαρε Μαρία ντε Βέκι.
Η ιταλική πολεοδομική πολιτική στα Δωδεκάνησα είχε διαφορές από εκείνην στην ιταλοκρατούμενη Βόρεια και Ανατολική Αφρική. Ενσωμάτωσε διάφορα στοιχεία από το βυζαντινό, ενετικό, ισλαμικό αριτεκτονικό παρελθόν των νησιών και, κυρίως, των Ιωαννιτών ιπποτών, αλλά απέκλεισε την τοπική νεοκλασική παράδοση.