Χώρα με υψηλά ποσοστά εισαγωγής και κατανάλωσης των βιομηχανικών προϊόντων που παράγονται στις οικονομικά ισχυρές χώρες - μέλη της ΕΕ, παραμένει η Ελλάδα, παρά τη μακροχρόνια εφαρμογή πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων, που υποτίθεται θα έκαναν ανταγωνιστικότερα τα ελληνικά προϊόντα στην εγχώρια και τις διεθνείς αγορές και θα περιόριζαν το εμπορικό έλλειμμα. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία ειδικής μελέτης της Εθνικής Τράπεζας (Δελτίο Ανάλυσης της Ελληνικής Οικονομίας και των αγορών το οποίο εκδίδεται στην αγγλική γλώσσα). Ετσι η σχέση των εισαγωγών προς τις εξαγωγές διαγράφεται τελείως αρνητική για τη χώρα και μάλιστα σε αντίθεση με όσα ισχύουν στα άλλα κράτη της ευρωζώνης.
Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία του 2001, προκύπτουν τα εξής:
Μια απλή σύγκριση των μεριδίων στην Ελλάδα και την ευρωζώνη, μας πληροφορεί πως - ως ποσοστό του ΑΕΠ - η αξία των ελληνικών υπολείπεται 12 ολόκληρες μονάδες των εξαγωγών της ευρωζώνης και η αξία των εισαγωγών στην Ελλάδα 5 μονάδες των εισαγωγών της ευρωζώνης.
Επιχειρώντας να εξωραΐσει την κατάσταση, η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας αναφέρει μόνο το γεγονός ότι οι ελληνικές εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες τα τελευταία 15 χρόνια, χωρίς όμως να δίνει στοιχεία για το ποσοστό αύξησης των εισαγωγών στην ίδια περίοδο. Γεγονός είναι ότι χρόνο με το χρόνο διευρύνεται η ανισόμετρη ανταλλαγή εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει και το εμπορικό έλλειμμα της χώρας. Η Εθνική Τράπεζα κάνει λόγο για την «αρνητική επίδραση που ασκεί στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών το υψηλότερο μεταφορικό κόστος λόγω της μεγαλύτερης γεωγραφικής απόστασης για τα αγροτικά προϊόντα, τα εμπορεύματα με μεγάλο όγκο (όπως οι πρώτες ύλες) και τον τουρισμό».