Κυριακή 11 Μάη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Το μίσος

Καρσί, απέναντι ακριβώς, είχαν τα καφενεία τους στην πλατεία Ρήγα Φεραίου. Ο Γιάννης Μαύρος, γέννημα θρέμμα της πόλης και ο πρόσφυγας από το Αϊβαλί Ιορδάνης Ζεμπέογλου. Στις έξι το πρωί άνοιγε το μαγαζί του ο Αϊβαλιώτης, για να δεχτεί τους καροτσέρηδες, τους αμαξάδες, τους λιμενεργάτες και τους ναυτικούς, που ξεκινούσαν νωρίς το μεροκάματο, και δυο τρεις ώρες αργότερα άνοιγε το δικό του ο Μαύρος. Του άρεσε, βλέπεις, ο ύπνος, το χουζούρι, όλη η απόλαυση που προσφέρει το κρεβάτι και δεν έλεγε να ξεκολλήσει εύκολα από το στρώμα. Εκείνη την ώρα όμως που ξεκλείδωνε το καφενείο του, μόνο λίγους πελάτες μπορούσε να μαζέψει, γιατί οι περισσότεροι μεροκαματιάρηδες είχαν αρχίσει προ πολλού τον καθημερινό τους αγώνα. Οι καροτσέρηδες έκαναν ήδη τα πρώτα τους αγώγια, οι λιμενεργάτες φόρτωναν και ξεφόρτωναν στις αποβάθρες, οι ναυτικοί έπλεαν με τα καΐκια μακριά, η πόλη όλη λειτουργούσε σαν ατμομηχανή, για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο οι φτωχοί και να αυξήσουν τα κέρδη του οι αφέντες. Τέτοια ώρα λοιπόν εννιά - δέκα το πρωί που άνοιγε το καφενείο του ο Μαύρος, πού να βρεθούν πελάτες; Μόνον κάποια γεροντάκια που είχαν αποσυρθεί από τη βιοπάλη ερχόταν ν' αράξουν κι άντε και τρεις τέσσερις οκνηροί που απέφευγαν τη δουλιά όπως ο διάολος το λιβάνι.

Ωστόσο, δεν έφταιγε μόνον ότι άνοιγε αργά ο Μαύρος και δεν κατόρθωνε να μαζέψει κόσμο. Εφταιγε και ο καφές του που δεν ήταν της προκοπής, έτσι νεροζούμι που τον έψηνε για να βγάζει μεγαλύτερο κέρδος και να αντισταθμίζει κάπως το μικρό τζίρο του καφενείου του. Κι εκτός από τον καφέ, για τον ίδιο λόγο και γιατί ήταν αχρείος απ' τα γεννοφάσκια του, αραιωμένο έβαζε και το τσίπουρο στα ρακοπότηρα και ξίκικη πρόσφερε τη βανίλια, αν κάποιος γλυκατζής πελάτης του ζητούσε «υποβρύχιο».

Αντίθετα, από την απέναντι πλευρά ο Ιορδάνης έκανε έναν καφέ να τον ρουφάς και να σ' ανασταίνει, γιατί δε λυπόταν το υλικό. Και καταλάβαινες, την εντιμότητα του Αϊβαλιώτη καφετζή όχι μόνον από τη γεύση του ροφήματος, αλλά και από τον ντελβέ, το κατακάθι, που έμενε στο τέλος μέσα στο κουπάκι σου. Και το τσίπουρο; Μπόλικο, χαϊρλίδικο το έβαζε κι αυτό στα ποτηράκια και ανόθευτο εντελώς.

Πώς, λοιπόν, να μην ήταν γεμάτο συνεχώς το μαγαζί του Ιορδάνη; Και ποιος από τους θαμώνες με την περιποίηση που έβρισκαν εκεί, έδινε σημασία ότι το καφενείο του πρόσφυγα ήταν μια παράγκα ξύλινη, σε αντίθεση με του Μαύρου που ήταν οίκημα κανονικό; Ας χαιρόταν ο πονηρός τη βιτρίνα του και τα κεσάτια του, αφού δεν έλεγε να βάλει μυαλό!

Ο Μαύρος, όμως, δεν μπορούσε ή μάλλον δεν ήθελε να δει με καθαρό μάτι τα πράγματα και να διορθωθεί. Παρακολουθούσε μόνο με φθόνο το νταραβέρι που γινόταν στο καφενείο του ανταγωνιστή του και μουρμούριζε οργισμένος: Ορίστε ήρθαν οι σκατοπρόσφυγες να μας φάνε το ψωμί! Φτου θεμά, στο Βενιζέλο και σ' όποιον άλλον τους κουβάλησε εδώ. Θα ζήσουν και θα φτιαχτούνε κάποια μέρα αυτοί οι Τουρκόσποροι κι εμείς, οι Ελληνες, μωρέ, θα ψοφήσουμε της πείνας εξαιτίας τους!

Πολλές φορές μάλιστα ο Μαύρος δεν κρατούσε το μένος για τον εαυτό του, αλλά το διοχέτευε και στους οκνηρούς πελάτες του που αφορμή έψαχναν να βρούνε, για να δικαιολογήσουν το καθημερινό αραλίκι τους. «Ν' αγιάσει το στόμα σου, βρε Γιάννη, του έλεγαν. Οι ψειριάρηδες που μας κουβαλήθηκαν κατάντησαν σωστή πληγή. Τρύπωσαν εργάτες στις φάμπρικες, πήραν τις δουλιές στο λιμάνι, ρίχτηκαν στο λιανεμπόριο και για μας τι έμεινε; Τίποτε! Γι' αυτό και μας βλέπεις να μη σταυρώνουμε μεροκάματο και να καθόμαστε άπρακτοι εδώ. Τι νομίζεις, αν υπήρχαν δουλιές, δε θα πηγαίναμε; Μωρέ, τρέχοντας θα σπεύδαμε, γιατί τεμπέληδες δεν είμαστε το ξέρεις καλά!».

Περνούσε, λοιπόν, ο καιρός με τον Ιορδάνη να βγάζει το καθημερινό και να θρέφει στο συνοικισμό γυναίκα, μάνα και τρία παιδιά και με τον Μαύρο να βγάζει όλο λιγότερα χρήματα και όλο περισσότερο φαρμάκι για «τους ξεβράκωτους που πλημμύρισαν την πόλη».

- Βρε, δεν τους έσφαζαν όλους οι Τσέτηδες να ησυχάσουμε, να μη μας κουβαληθούν εδώ; έλεγε με αυξανόμενη συνεχώς μανία στους μόνιμους ακροατές του. Γιατί, κοιτάξτε αδικία, εγώ πληρώνω ενοίκιο, φόρους για το μαγαζί μου και αυτός ο χτικιάρης ο απέναντι ήρθε έστησε, τσουπ, μια παράγκα στην πλατεία και ούτε ενοίκιο πληρώνει, ούτε φόρους για να τον βοηθήσουν, λέει, μέχρι να ορθοποδήσει. Κράτος είναι αυτό, μωρέ, που δε βοηθάει τα παιδιά του και περιθάλπει τους μπάσταρδούς του; Οχι, σας ρωτώ κράτος είναι ή σκατά;

Και οι ακροατές που άκουγαν τους μύδρους του Μαύρου τον έκοβαν σ' αυτό το σημείο για να αναφωνήσουν εν χορώ: «Πέστα, χρυσόστομε, πέστα!».

Ο «χρυσόστομος» τότε πήγαινε πίσω από τον πάγκο και έφερνε ένα καραφάκι με τσίπουρο χειρίστης ποιότητας και νερωμένο. Κερνούσε με γαλαντομία άρχοντα από ένα ποτηράκι τους ακροατές του, να τους ευχαριστήσει για τις επευφημίες τους και για να τους έχει του χεριού αν τους χρειαζόταν ποτέ. «Πού ξέρεις, σκεφτόταν υστερόβουλα, μπαρούτι μυρίζει στην ατμόσφαιρα κι αυτοί οι μακαντάσηδες χίλια μπορούν να κάνουν...».

Πώς, βέβαια, θα άναβε το μπαρούτι δεν ήξερε ακριβώς, γιατί κι αυτός μέσες άκρες άκουγε εκεί που πήγαινε κάποιες νύχτες και συναντούσε μερικούς με το ίδιο προς το δικό του μίσος για τους «Τουρκόσπορους». Αλλοι, βλέπεις, ήταν τα κεφάλια σ' αυτήν την ομάδα κι εκείνοι θα αποφάσιζαν για ό,τι ήταν να συμβεί. Αυτός λαχταρούσε μόνον να γίνει το «μπαμ», με οποιοδήποτε τρόπο και να πάρει μέρος στο «πανηγύρι», στο πατιρντί.

Τη συμμετοχή του ο Μαύρος στα αναμενόμενα, αλλά μη προσδιορισμένα γεγονότα, τη φανταζόταν δευτερεύουσα. Αλλες όμως ήταν οι βουλές των αρχηγών και προς μεγάλη έκπληξή του και ηδονή ο αχρείος καφετζής είδε να του αναθέτουν τα «κεφάλια» ρόλο πρωταγωνιστή. «Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι!», κραύγασε με πολεμικό μένος ο Μαύρος, όταν πληροφορήθηκε ότι θα ήταν το πρώτο βιολί στο «γλέντι» και διαβεβαίωσε τους αρχηγούς ότι θα φαινόταν άξιος της εμπιστοσύνης που του έδειξαν. Περί αυτού, βέβαια, εκείνοι δεν είχαν αμφιβολία, γιατί γνώριζαν καλά το μίσος του για τους πρόσφυγες γενικά και ειδικά για τον ανταγωνιστή του Ιορδάνη Ζεμπέογλου.

****

Πέντε μέρες αφότου πήρε την εντολή ο Μαύρος να δράσει, συγκέντρωσε στις 10 το βράδυ στο σπίτι του τρεις από τους ρεμπεσκέδες πελάτες του καφενείου του, τους πότισε με μια φιάλη τσίπουρο, ανέρωτο για πρώτη φορά και μεθυσμένους σχεδόν τους πήρε μαζί του έξω. Η ώρα είχε πάει πλέον δώδεκα, η πόλη κοιμόταν, οι δρόμοι ήταν παντέρημοι και το σκοτάδι έκρυβε για καλά τους τρεις ζαλισμένους από το τσίπουρο και τον εξίσου ζαλισμένον από το μίσος οδηγό τους.

Ο Μαύρος κατηύθυνε τους τρεις ακολούθους του στη μικρή αποθήκη που είχε πίσω από το καφενείο του, τους εφοδίασε εκεί με ένα γκαζοντενεκέ βενζίνη και κατόπιν τους πέρασε απέναντι στην πλατεία. Εκεί η συμμορία των τεσσάρων περιέβρεξε το ξύλινο καφενείο του Ζεμπέογλου με το εύφλεκτο υλικό που κουβαλούσε και μ' ένα σπίρτο έβαλε φωτιά.

Φλόγες τινάχτηκαν αμέσως ψηλά σαν πύρινα φίδια, ο σκοτεινός ουρανός φωτίστηκε τραγικά και το καφενείο του Ζεμπέογλου έγινε μέσα σε λίγα λεπτά κάρβουνο, συμπαρασύροντας στην καταστροφή και τα άλλα ξύλινα μαγαζάκια των προσφύγων που ήταν αραδιασμένα στην πλατεία.

Ενας φύλακας του κοντινού σιδηροδρομικού σταθμού αντιλήφθηκε πρώτος τη φωτιά και σε ελάχιστη ώρα άνθρωποι αγουροξυπνημένοι, έκπληκτοι και ανήσυχοι άρχισαν να συγκεντρώνονται στον τόπο όπου γινόταν το κακό. Τα παραπήγματα σιγόκαιαν ακόμη και ύψωναν καπνούς και το πλήθος εξέφραζε ζωηρά αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα για την καταστροφή και αναζητούσε τα αίτιά της. Πώς είχαν αρπάξει φωτιά οι παράγκες; Ορισμένοι υποστήριζαν την εκδοχή ότι κερί που ξεχάστηκε αναμμένο σε κάποιο παράπηγμα προκάλεσε το κακό, άλλοι μιλούσαν για σπίθα που πέταξε μισοσβησμένο μαγκάλι και κανένας δεν υποπτευόταν ότι είχε γίνει εμπρησμός και ότι ο δράστης ήταν ανάμεσά τους.

Και πράγματι ο Μαύρος που είχε διώξει τους συνεργούς του για να μη τους ξεφύγει καμιά κουβέντα στεκόταν μόνος του παράμερα μ' ένα σατανικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Λίγο πριν είχε απολαύσει το μπουρλότο, τώρα απολάμβανε τις τελευταίες σπίθες που έβγαζαν τα αποκαΐδια και κύματα χαράς και υπερηφάνειας τον πλημμύριζαν. Επιτέλους, η πλατεία ξεβρώμιζε από τους «Τουρκόσπορους», εξαγνιζόταν από τη μιαρή παρουσία τους χάρη σ' αυτόν το Γιάννη Μαύρο και στο αρχαιότερο και αποτελεσματικότερο μέσον εξαγνισμού που είχε χρησιμοποιήσει, το πυρ!

Το μαύρο μαντάτο για την πυρκαγιά έφτασε στο συνοικισμό με καθυστέρηση δύο ωρών. Σαν να ακούστηκε κανονιά, οι άνθρωποι πετάχτηκαν επάνω από τα στρώματά τους και με τον ύπνο ακόμη στα βλέφαρα προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν το άγγελμα της συμφοράς. Αλλόφρονες, κατόπιν, αναμαλλιασμένοι, προχειροντυμένοι με ό,τι έριξε ο καθένας βιαστικά επάνω του, βγήκαν στο «φαρδύ» και άρχισαν να κατηφορίζουν προς το κέντρο της πόλης, προς την πλατεία Φεραίου.

Αντρες, γυναίκες, παιδιά, γέροι, όσοι είχαν κουτούκι στον τόπο της καταστροφής και όσοι δεν είχαν, έτρεχαν όλοι προς τα εκεί. Ενα ποτάμι ολόκληρο, ένας χείμαρρος οδύνης και απόγνωσης. Μια πορεία ανθρώπων βασανισμένων που μόλις λίγα χρόνια πριν είχαν ξεριζωθεί από τις εστίες τους. Και δυστυχώς συμφορές τούς ακολουθούσαν κι εδώ στη νέα πατρίδα, όπου είχαν έρθει για να ακουμπήσουν το τσακισμένο σαρκίο τους και τη ματωμένη ψυχή τους.

Οταν έφτασε όλος αυτός ο χείμαρρος στην πλατεία και είδε στάχτη τα παραπήγματα, θρήνος μέγας υψώθηκε. Οι γυναίκες άρχισαν να ξεριζώνουν τα μαλλιά τους, τα παιδιά να σκληρίζουν και οι άντρες να γονατίζουν με σκυμμένο κεφάλι μπροστά στα καρβουνιασμένα ερείπια σαν να προσεύχονταν για να εξευμενίσουν τις αόρατες δυνάμεις του κακού, που συνεχώς τις έβρισκαν μπροστά τους.

Με κόπο πολύ είχαν στήσει τα ξύλινα μαγαζάκια στην πλατεία (μικρά μπακάλικα, τσαγκάρικα, μανάβικα, καφενεδάκια) και στηρίζονταν σ' αυτά, για να βγάζουν ένα κομμάτι ψωμί. Δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ για πέντε δεκάρες, για το καθημερινό, αλλά ευχαριστημένοι ήταν και με τα λίγα που έβγαζαν, αφού όλες κι όλες οι φιλοδοξίες τους περιορίζονταν στο μεροδούλι μεροφάι και τίποτε παραπάνω. Τι να ονειρεύονταν, άλλωστε, περισσότερο; Καζάντια και μπεζαχτάδες φουσκωτούς; Ε, όχι, δα, με τις ξύλινες παραγκούλες ήταν αδύνατο να επιτευχθούν αυτά.

Τώρα όμως τα μαγαζάκια τους, πάει, είχαν γίνει στάχτη και από αύριο όλους αυτούς τους φουκαράδες τούς περίμενε η ανεργία, η πείνα, η δυστυχία. Μαύρες θα ήταν οι μέρες που είχαν μπροστά τους, αλλά εκείνη τη στιγμή της μεγάλης ψυχικής φόρτισης περισσότερο ίσως από το μέλλον ήταν το παρελθόν που μαχαίρωνε αυτούς τους σκυφτούς μπροστά στα αποκαΐδια άντρες. Οι εικόνες των καμένων παραπηγμάτων μνήμες απαίσιες, τραγικές είχαν ξυπνήσει μέσα τους, μνήμες απ' τις φλόγες που είχαν τυλίξει το '22 τη Σμύρνη, την Προύσα, το Αϊβαλί, μνήμες από τα παραδομένα στις φλόγες σπίτια τους και από τους προσφιλείς τους που είχαν χαθεί μέσα σε εκείνη τη μεγάλη καταστροφή. Και κάποιοι άντρες που έκλαιγαν τώρα βουβά πάνω στις στάχτες των μαγαζιών τους δεν ήξερες αν θρηνούσαν για την τωρινή ή την παλιά συμφορά τους, για τις ξύλινες παραγκούλες στην πλατεία ή για τα σπίτια τους στη χαμένη για πάντα γη της Ιωνίας.

Με σκυφτό το κεφάλι ανάμεσα στους κατεστραμμένους ήταν και ο Ιορδάνης Ζεμπέογλου. Στεκόταν μπροστά στο καρβουνιασμένο καφενείο του και κρατώντας ένα μισοκαμένο ξύλο σκάλιζε τα αποκαΐδια σαν να ήθελε να ανακαλύψει εκεί την αιτία της καταστροφής. Οσα άκουγε γύρω του ο Ιορδάνης για αναμμένα κεριά και μαγκάλια δεν τα πίστευε. Το δικό του μυαλό, περισσότερο υποψιασμένο από των άλλων, πήγαινε αλλού. Απέρριπτε την αμέλεια, το τυχαίο λάθος και δεχόταν την πρόθεση, το προμελετημένο έγκλημα. Δεν είχε βέβαια στοιχεία για να στοιχειοθετήσει τις βαριές υποψίες του, ήξερε όμως πως το μίσος για τους πρόσφυγες σερνόταν από καιρό σαν φίδι σε κάποιες γωνιές της πόλης και μάλλον αυτό το φαρμακερό ερπετό είχε δαγκώσει απόψε.

Και τότε ένας λυγμός, ένα παράπονο πήρε το Ζεμπέογλου και άρχισε να μονολογεί: «Στη Μικρασία μας έκαψαν οι Τούρκοι, αλλά εκείνοι ήταν αλλόφυλοι, πόλεμο είχαμε μαζί τους και εχθρούς τους μας θεωρούσαν. Εδώ όμως, εδώ που ήρθαμε να ριζώσουμε, τα αδέλφια μας τα ίδια πήραν το δαυλό στο χέρι κι αυτό πώς να το χωρέσει ο νους του ανθρώπου; Πώς;

Οχι, δεν είναι ο τόπος που δε μας χωράει εδώ. Η γη φιλόξενη είναι παντού και μπορεί αγόγγυστα να κρατήσει άπειρους στο φλούδι της. Οι καρδιές των ανθρώπων είναι που στενεύουν απελπιστικά από ένα παράλογο μίσος και τότε δε μένει θέση μέσα τους ούτε και για αδελφούς!».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ