Η κυβέρνηση μιλάει για κοινωνική πολιτική κι αυτό που η ίδια παρουσιάζει δεν είναι τίποτα άλλο από μια καλύτερη υλοποίηση των αξιώσεων για ανταγωνιστικότητα, δηλαδή κι άλλη λιτότητα, κι άλλες περικοπές κοινωνικών δικαιωμάτων, πιο σκληρά μέτρα υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου.
Μιλάει για «πραγματική σύγκλιση» και εκθειάζει τους δείκτες που έχει ορίσει το κεφάλαιο, δείκτες τους οποίους πλήρωσε ήδη ακριβά η εργατική τάξη. Γι' αυτό και μόνο, για το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι καλούνται να συμβάλουν στο πιάσιμο αυτών των δεικτών, χρειάζεται να υπάρξει αντίσταση. Οι στόχοι του κεφαλαίου δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να είναι κοινοί στόχοι και για την εργατική τάξη. Το πιάσιμο των στόχων του κεφαλαίου σημαίνει μόνο προς τα κάτω εξίσωση. Αυτή είναι η σύγκλιση που επικαλούνται. Μια σύγκλιση που χρησιμοποιείται για την παραπέρα χειραγώγηση της εργατικής τάξης, για την ισχυροποίηση της εξουσίας του κεφαλαίου.
Η κυβέρνηση εμφανίζεται να επιλέγει μεταξύ διαχείρισης και διακυβέρνησης, τη διακυβέρνηση. Το δίλημμα είναι πλαστό. Οταν πρόκειται για την εφαρμογή της ίδιας πολιτικής δεν υφίσταται τέτοιο δίλημμα. Η κυβέρνηση προσπαθεί μ' ένα τέχνασμα να κρύψει ότι αυτό που θα συνεχίσει να κάνει είναι η εφαρμογή μιας ταξικής πολιτικής, μιας πολιτικής που την πληρώνει η εργατική τάξη. Αν αυτό γίνεται με όρους διαχείρισης ή διακυβέρνησης, όπως εμφανίζεται να προτιμά η κυβέρνηση, είναι αδιάφορο για το αποτέλεσμα, οι εργάτες πάντα και μόνο αυτοί πληρώνουν.
Με το σχέδιο κάνει ακόμα πιο καθαρό ότι και η Πρόνοια είναι εμπόρευμα. Το έχει ήδη προωθήσει σε μεγάλο βαθμό στο χώρο της Υγείας. Το προωθεί στο χώρο της Παιδείας, το έχει νομοθετήσει στο χώρο της Ασφάλισης.
Ισχυρίζεται ότι μέχρι τώρα χρηματοδότησε με επάρκεια το σύστημα. Μέγα ψέμα. Για μια ακόμα φορά αποκρύπτει ότι μονίμως με εισφορές εργαζομένων πληρώνεται το κόστος. Αποκρύπτει το γεγονός ότι πάντα οι ανάγκες ήταν μεγαλύτερες και πάντα το κράτος ήταν αυτό που δεν πλήρωνε.
Με μια επιθετική προπαγάνδα η κυβέρνηση επιδιώκει να περάσει την άποψη ότι οι αναδιαρθρώσεις που έχει προωθήσει μέχρι τώρα είναι πρόοδος. Οταν αυτό που βιώνει η εργατική τάξη είναι μια διαρκής ανατροπή σε βάρος όποιων προοδευτικών κατακτήσεων.
Αναφέρεται στην κοινωνική πολιτική χαρακτηρίζοντάς την «αναπτυξιακή». Ο ίδιος ο όρος που χρησιμοποιεί παραπέμπει σε διαδικασίες αυτοχρηματοδότησης.
Χαρακτηριστικό ως προς τις στοχεύσεις της είναι το γεγονός ότι για να αλλάξει τα κριτήρια ορισμού της φτώχειας, ώστε να μειώσει τον αριθμό όσων έχουν ανάγκη προνοιακής στήριξης, χρησιμοποιεί το παράδειγμα της στέγης και ισχυρίζεται ότι αυτός που έχει ιδιόκτητη στέγη είναι λιγότερος φτωχός από αυτόν που μένει στο ενοίκιο. Οταν πραγματικοί ιδιοκτήτες είναι οι τράπεζες. Οταν πρόσφατα με το κύμα των απολύσεων αυτό που αναδείχτηκε ως τρόμος ήταν ακριβώς τα τεράστια χρέη των εργατικών οικογενειών στις τράπεζες.
Μιλά για «κοινωνικό κράτος», όταν το κράτος είναι ταξικό. Και σαν τέτοιο δεν μπορεί να είναι κοινωνικό. Ο όρος έχει εφευρεθεί από τη σοσιαλδημοκρατία ακριβώς στα πλαίσια καλλιέργειας της αυταπάτης ότι μπορεί το κράτος στον καπιταλισμό να είναι και κοινωνικό, ότι το πρόβλημα δεν είναι το οικονομικό σύστημα αλλά η διακυβέρνησή του. Στην προέκτασή της αυτή η αντίληψη βαπτίζει παροχές του κράτους τις κατακτήσεις που είναι προϊόν διεκδίκησης. Εν τέλει καλλιεργεί την αναμονή για παροχές από κυβερνήσεις στη βάση της ελεημοσύνης.
Σε ένα τέτοιο πεδίο σήμερα κάνει ένα βήμα παραπέρα, δηλώνει «ό,τι δώσαμε δώσαμε, τώρα είναι η ώρα να αναλάβετε μόνοι τις ευθύνες σας».