Τετάρτη 30 Ιούλη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Ο αγρότης

Τι να το κάνω το θερμόμετρο! Η ζέστη είναι ζέστη... Ηταν και πριν μετρηθούν οι βαθμοί της. Καημένη Αθήνα, πώς σε κατάντησαν! Κι εσείς, κάτοικοί της, πώς τους αφήσατε να την καταστρέψουν! Και μόνο γι' αυτό αξίζουν το ανάθεμα, έστω και τώρα. Ποτέ δεν είναι αργά. Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια. Βαρέθηκα να τ' ακούω, θυμώνω κιόλας. Σε τούτη τη χώρα κι άλλοι άνθρωποι ζεσταίνονται.

Θέλω, λοιπόν, για σένα να μιλήσω σήμερα. Για σένα, αγρότη.

Πριν βγει ο ήλιος, είσαι στο πόδι, με τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου και τα κούτσικα των παιδιών σου. Η ανατολή του ήλιου σάς βρίσκει στο χωράφι να μαζεύετε κεράσια, φράουλα, ροδάκινα, αχλάδια, πατάτες, καρπούζια, μπαξεβανικά. Και η ζέστη, ζέστη.

Για σένα, αγρότη, θέλω να μιλήσω, που δε σε θυμάται κανένας, παρά μόνον αν κλείνεις τους δρόμους. Μοχθείς ξεχασμένος. Σοδιάζεις και δεν κερδίζεις. Τι κατάρα κι αυτή. Να νταντεύεις το φύτρο. Να καμαρώνεις το τράνεμά του. Να φχαριστιέται η ψυχή σου, όταν ανθίζει. Να ονειρεύεσαι, όταν δένει ο καρπός. Να τρέμει η καρδιά σου σε κάθε βροντή και ν' ανασαίνεις, ξεφυσώντας, κάθε φορά που δε γίνηκε χαλάζι. Να στρατεύεις όλη σου την οικογένεια και κατάντικρυ στον ήλιο να λες: Δόξα στον τίμιο ιδρώτα που κάνει τη γη να καρπίζει.

Μετά; Αχ αυτό το μετά! Το καρπούζι απούλητο. Το μπαμπάκι σε περιπέτεια. Το αραποσίτι στη φθορά κι αφθαρσία. Τα ροδάκινα ευτυχώς πάγωσαν στην ανθοφορία. Τα κεράσια σχισμένα απ' τη βροχή. Η φράουλα ακόμα σαπίζει στο χωράφι.

Ο μεσίτης. Ο έμπορας. Τα μεταφορικά. Η λαχαναγορά. Και προπάντων n ελευθερία της αγοράς, μαγικά, ανατρέπουν τη λογική. Αντί να κερδίζει ο παραγωγός, χάνει και υβρίζεται. Ακούς εκεί, να κερδοσκοπούν έτσι ασύστολα οι αγρότες... Αυτό γράφεται στον Τύπο. Αυτό λέγεται από τις τηλεοράσεις. Μεσάζοντες, έμποροι, μεγαλέμποροι είναι αξιότιμοι κοινωνικοί εταίροι. Υπεράνω κάθε υποψίας, οι εντιμότατοι. Και πάνω απ' όλα κι απ' όλους το Κυβερνείο, που δεν παρεμβαίνει, γιατί, λέει, θα νομοθετεί ο υγιής ανταγωνισμός...

Θλίβομαι και ντρέπομαι, θλίβομαι, γιατί ακόμα δεν ξεκουράζεται ο αγρότης με τίμια πληρωμή του προϊόντος του μόχθου του. Και ντρέπομαι, που τον διέγραψαν εκείνοι που μιλάνε συνεχώς...

Φιλώ το ιδρωμένο μάγουλό σου, αγρότισσα, κι ας το 'χεις σκεπασμένο με την μπόλια. Φιλώ το μέτωπό σου, άγουρο αγροτόπαιδο. Σφίγγω με σεβασμό το ροζιασμένο χέρι σου, αγρότη. Είμαι από εσάς. Δεν τη θέλω την πόλη. Με ξερίζωσαν. Πάρτε με, να δούμε μαζί τη γέννα της ημέρας, όπως απ' τα σπλάχνα της κατακόκκινης ανατολής βγαίνει ο ήλιος, ακριβώς μέσα από τη γης. Να ιδρώσω από δουλιά του χεριού. Αυτόν τον κολλώδη ιδρώτα της πόλης δεν τον μπορώ. Μ' αρρωσταίνει.

Ομως, αγρότη, έχω και παράπονα από σένα. Εσύ που κοιτάς το χωράφι και ξέρεις τι θα σου δώσει. Εσύ που κοιτάς τον ορίζοντα κι απ' τα σημάδια τ' ουρανού ξέρεις τι καιρό θα κάνει. Πώς γίνεται, εσύ, λοιπόν, να 'σαι τόσο ευκολόπιστος και τόσο προδομένος; Τους πιστεύεις και βγάζεις τα μάτια σου. Στα λέω αυτά από αγάπη. Δε σε μαλώνω. Το 'χω παράπονο...

Για σκέψου λιγάκι τη ζωή σου αλλιώτικα. Στο ζητώ, γιατί εσύ ξέρεις πώς καρπίζει το φυτό. Ομως πότε θα καρπίσει πολιτικά κι ο νους σου; Να παύσει να 'ναι καρπός στις πρασινομπλέ μυλόπετρες; Να δεις, σαν καρπίσει πολιτικά ο νους σου, όλα θ' αλλάξουν. Και θα κερδίσεις κι εσύ.


Ιορδάνης Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ