Θέλω, λοιπόν, για σένα να μιλήσω σήμερα. Για σένα, αγρότη.
Πριν βγει ο ήλιος, είσαι στο πόδι, με τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου και τα κούτσικα των παιδιών σου. Η ανατολή του ήλιου σάς βρίσκει στο χωράφι να μαζεύετε κεράσια, φράουλα, ροδάκινα, αχλάδια, πατάτες, καρπούζια, μπαξεβανικά. Και η ζέστη, ζέστη.
Για σένα, αγρότη, θέλω να μιλήσω, που δε σε θυμάται κανένας, παρά μόνον αν κλείνεις τους δρόμους. Μοχθείς ξεχασμένος. Σοδιάζεις και δεν κερδίζεις. Τι κατάρα κι αυτή. Να νταντεύεις το φύτρο. Να καμαρώνεις το τράνεμά του. Να φχαριστιέται η ψυχή σου, όταν ανθίζει. Να ονειρεύεσαι, όταν δένει ο καρπός. Να τρέμει η καρδιά σου σε κάθε βροντή και ν' ανασαίνεις, ξεφυσώντας, κάθε φορά που δε γίνηκε χαλάζι. Να στρατεύεις όλη σου την οικογένεια και κατάντικρυ στον ήλιο να λες: Δόξα στον τίμιο ιδρώτα που κάνει τη γη να καρπίζει.
Ο μεσίτης. Ο έμπορας. Τα μεταφορικά. Η λαχαναγορά. Και προπάντων n ελευθερία της αγοράς, μαγικά, ανατρέπουν τη λογική. Αντί να κερδίζει ο παραγωγός, χάνει και υβρίζεται. Ακούς εκεί, να κερδοσκοπούν έτσι ασύστολα οι αγρότες... Αυτό γράφεται στον Τύπο. Αυτό λέγεται από τις τηλεοράσεις. Μεσάζοντες, έμποροι, μεγαλέμποροι είναι αξιότιμοι κοινωνικοί εταίροι. Υπεράνω κάθε υποψίας, οι εντιμότατοι. Και πάνω απ' όλα κι απ' όλους το Κυβερνείο, που δεν παρεμβαίνει, γιατί, λέει, θα νομοθετεί ο υγιής ανταγωνισμός...
Θλίβομαι και ντρέπομαι, θλίβομαι, γιατί ακόμα δεν ξεκουράζεται ο αγρότης με τίμια πληρωμή του προϊόντος του μόχθου του. Και ντρέπομαι, που τον διέγραψαν εκείνοι που μιλάνε συνεχώς...
Φιλώ το ιδρωμένο μάγουλό σου, αγρότισσα, κι ας το 'χεις σκεπασμένο με την μπόλια. Φιλώ το μέτωπό σου, άγουρο αγροτόπαιδο. Σφίγγω με σεβασμό το ροζιασμένο χέρι σου, αγρότη. Είμαι από εσάς. Δεν τη θέλω την πόλη. Με ξερίζωσαν. Πάρτε με, να δούμε μαζί τη γέννα της ημέρας, όπως απ' τα σπλάχνα της κατακόκκινης ανατολής βγαίνει ο ήλιος, ακριβώς μέσα από τη γης. Να ιδρώσω από δουλιά του χεριού. Αυτόν τον κολλώδη ιδρώτα της πόλης δεν τον μπορώ. Μ' αρρωσταίνει.
Για σκέψου λιγάκι τη ζωή σου αλλιώτικα. Στο ζητώ, γιατί εσύ ξέρεις πώς καρπίζει το φυτό. Ομως πότε θα καρπίσει πολιτικά κι ο νους σου; Να παύσει να 'ναι καρπός στις πρασινομπλέ μυλόπετρες; Να δεις, σαν καρπίσει πολιτικά ο νους σου, όλα θ' αλλάξουν. Και θα κερδίσεις κι εσύ.