Κυριακή 3 Αυγούστου 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο χαφιές

Ητανε και τότε καλοκαίρι... Βέβαια η τηλεόραση δεν είχε έρθει ακόμα στην Ελλάδα. Ούτε και τα ραδιόφωνα είχαν γεμίσει το Χορτιάτη με κεραίες, ώστε κάθε τόσο να ακούμε και τις σχετικές με τον καιρό πληροφορίες. Απλώς ξέραμε πως έτσι και έμπαινε ο Ιούνης και άρχιζαν να σκάνε μύτη τα πρώτα καρπούζια στο μανάβικο της γειτονιάς, στο μανάβικο του κυρ Μιχάλη, για την ακρίβεια, ήμασταν στο καλοκαίρι. Το φως του ήλιου άσπριζε όλο και πιο πολύ κάθε μέρα. Από τις αυλές των σπιτιών αναδυόταν κάθε βράδυ η μυρωδιά του κομμένου αγγουριού και τα κορίτσια άφηναν τα γυμνά τους μπράτσα να μαχαιρώνουν το σούρουπο στις γωνιές του δρόμου... όλα, δηλαδή, ήταν μια ατελείωτη γαλήνη και ο έρωτας, σκαρφαλωμένος στις ακακίες παραφύλαγε σιγοτραγουδώντας με τη νοσταλγική φωνή του Γούναρη «πού νά 'σαι τώρα αγαπημένη» ή το σπαραξικάρδιο «Αχ αυτός ο άτιμος, ήθελε μαχαίρωμα». Κι όμως, πάνω στη Μουργκάνα και την Αλεβίτσα τα πράματα ήτανε διαφορετικά. Ο εμφύλιος έπαιρνε να τελειώσει. Ο Δημοκρατικός Στρατός ετοίμαζε το μεγάλο του ελιγμό για το Βίτσι και το αίμα πότιζε τα κίτρινα χόρτα, χρωμάτιζε το θέρος κόκκινο και στα καφενεία των χωριών ούτε τα ζάρια ακούγονταν ούτε το φυλλομέτρημα της πρέφας. Πένθος, βαρύ, ασήκωτο και οι χαφιέδες στην πόλη να κυνηγάνε τη σκέψη. Να κρυφακούνε και να σε καρφώνουν. Να κλέβουν τον ύπνο σου και να ποδοπατούνε όποιο όνειρο τολμούσε να κρυφτεί κάτω από το μαξιλάρι σου... Εμείς μικροί μαθητές τότε, μόλις είχαμε αρχίσει να διαβάζουμε τα «εξωσχολικά» μας. Ο,τι έπεφτε στα χέρια μας, δηλαδή. Λεφτά δεν περίσσευαν για τέτοιες αγορές και έτσι καταφεύγαμε στα καροτσάκια, όπου τα βιβλία ήτανε φτηνά, αλλά συνήθως κακέκτυπα. Πότε είχανε σελίδες τυπωμένες ανάποδα, πότε έλειπαν άλλες και πότε έλειπε το τέλος και μέναμε με την απορία τι θα γινόταν στο τέλος της ιστορίας. Θα τον έπιαναν το δολοφόνο ή όχι;

Εκείνο το βράδυ είχαμε μείνει λίγο αργά έξω. Ο Νίκος, ο Τσαγιανιάς, ο Γόλας ο Μακεδονικός, ο Στέλιος, ο κούνελος. Εγώ φορούσα, θυμάμαι, καινούρια παπούτσια, παντόφλα που με πέθαιναν στο σφίξιμο, και κρατούσα στο χέρι μου ένα από κείνα τα βιβλία. Εκδόσεις Δαρεμάς, «Οι αδερφοί Καραμαζώφ». Η κουβέντα περί ανέμων και υδάτων και το αγιόκλημα από πάνω μας να κελαηδάει μυρωδιές και καλοκαιριάτικη γαλήνη. Και κείνη τη στιγμή να ο Αποστόλης. Ο χαφιές της συνοικίας. Το καρφί με το όνομα. Από το ένα Τμήμα έβγαινε στο άλλο έμπαινε. Πότε τον βλέπαμε ντυμένο χωροφύλακα και πότε όχι. Είτε έτσι είτε αλλιώς όμως, όλοι τον έτρεμαν στη γειτονιά. Φοβούνταν ακόμα και καλημέρα να του πούνε, γιατί δεν ήξεραν πώς θα την πάρει. Η κυρία Θεοπίστη, μάλιστα, η μάνα του Γρηγόρη, έλεγε πως και η μάνα του ακόμα, η κύρια Βαρβάρα τον φοβόταν. Μόλις τον είδαμε εμείς κόψαμε την κουβέντα. Μίλησε εκείνος πρώτος. «Πώς από δω καρντάσηδες; Συνωμοσία; Συνωμοσία;». Και χωρίς να το καταλάβω μου άρπαξε το βιβλίο από το χέρι. Κοίταξε καλά καλά το εξώφυλλο και διάβασε συλλαβιστά «Αδερφοί Καραμαζώφ». Χαμογέλασε ξινά και με κοίταξε με κείνο το φαρμακερό του μάτι. «Κομμουνισταράδες, βέβαια, έτσι Γιώργη; Δε λες να βάλεις μυαλό κερατούκλι. Εγώ μια φορά θα σε συμβούλευα να κόψεις το διάβασμα. Βλάπτει. Βλάπτει και πολύ μάλιστα». Με μια κίνηση που φανέρωνε απέχθεια πέταξε το βιβλίο και έφυγε.

Οταν γύρισα στο σπίτι, βρήκα τη μάνα μου ντυμένη με τα καλά της και με ένα άσπρο μαντιλάκι να σκουπίζει τα δακρυσμένα μάτια. Ξαφνιάστηκα. «Μαμά, γιατί έτσι;». Με κοίταξε όλο απελπισία και ψιθύρισε όλο συντριβή: «Πήρανε τον μπαμπά. Θ' αργήσει να γυρίσει, μου είπανε». Ο Αποστόλης είχε κάνει τη δουλιά του, και γρήγορα μάλιστα.


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Δυο ώρες σιωπής (2006-04-02 00:00:00.0)
Απέναντι (2005-03-06 00:00:00.0)
Ο φίλος μου ο ήρωας (2003-10-19 00:00:00.0)
Το καντηλέρι της Μάνας (2002-08-11 00:00:00.0)
Πληγές του Εμφύλιου (2002-05-26 00:00:00.0)
...και η Ειρήνη; (1996-05-19 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ