Πέμπτη 7 Αυγούστου 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Βάλε φωτιά...

Μόνο που ξάνοιγε τη ματιά της περίγυρα αντίκριζε, σχεδόν τα ίδια πρόσωπα, στο ίδια πανομοιότυπα «Φολκσβάγκεν». Την απειλούσαν τα βαμμένα σε «λευκό περλέ νύχια για να κάνουν αντίθεση με ηλιοκαμένο δέρμα», οι ίδιες διασκευές στο ραδιόφωνο, η καταναλωτική παραζάλη, τα πανομοιότυπα μικροαστικά όνειρα που πνίγονταν στην τιμή των ενοικιαζόμενων δωματίων στις Κυκλάδες...

Κούρνιαζε στις τελευταίες θέσεις των λεωφορείων ή του μετρό, κλείνοντας ερμητικά τα αυτιά. Κρυβόταν τις νύχτες στις γωνίες των δρόμων. Ετσι κι αλλιώς ήταν αόρατη, περιθώριο. Είχε γίνει η «μαύρη της άσπρης θάλασσας», με όνειρα που δεν ήταν τυλιγμένα σε σελοφάν αλλά ενοχλούσαν τόσο.

Μία μέρα είδε τον «άνθρωπο». Αυτόν που χωρίς ελπίδα δεν μπορεί να ζήσει. Ερημη και σκοτεινή ζωή, να παλεύει νυχτοήμερα για ένα κομμάτι ψωμί, για μια σταλιά λάδι. Και να πέφτει αποκαμωμένος και να ονειρεύεται τον παράδεισο. Να αγωνιά πώς να βολευτεί στην ίδια θέση στο μπαλκόνι που ο έφηβος Ερνέστο, ανάσκελα με τα χέρια για μαξιλάρι άκουγε το λυγμό των συμπατριωτών του και σχεδίασε εκείνο το ταξίδι, που τελειωμό δεν είχε...

Τον άκουσε. Ανατρίχιασε το φυλοκάρδι της, ο λόγος του ήταν βαρύς, καθώς το σύκο που πέφτει από τη συκιά το Δεκαπενταύγουστο. Ρίγησε από την προσπάθειά του να χωρέσει όλα τα όνειρα σε αυτό το άθλιο δωμάτιο στο μέσο της πόλης - τέρατος. Ξένος στην πόλη, ξένος παντού, ακόμη και από τα ίδια τα όνειρά του... ούτε ένα μπαλκόνι, ώστε να ξαπλώσει και εκείνος. Ούτε άστρα, αφού πνίγηκαν από τα φώτα της σύγχρονης πόλης.

Τότε, το αποφάσισε η «μαύρη της άσπρης θάλασσας» και άρχισε να σπείρει την τρέλα της μέσα στο μυαλό του «ανθρώπου». Ετσι, καθώς το μελτέμι του Αυγούστου συνεπαίρνει τα νερά και τ' ανεβάζει στις παραλίες, στις κουφαλιασμένες βραχοτοπιές και ξεσηκώνει τα σήμαντρα στις εκκλησιές των απόκρημνων λόφων. Ο «άνθρωπος» δεν ήξερε πια τι να πει. Πολύγνωμος και ασάλευτος παράδερνε ανάμεσα στο χρέος του, που του επέβαλαν άλλοι, η κοινωνία, και δεν τολμούσε πια να το πει χρέος του, και στη λαχτάρα που λαμπάδιαζε μέσα του καθώς η μεγάλη φωτιά φούντωνε. Για το κορίτσι που αμίλητο και αλλόκοτο στάθηκε μπροστά του για μια στιγμή, που αμίλητο και ακόμη πιο αλλόκοτο έφυγε και εκείνος έμεινε να ακούει το ελαφροπάτημά του μέσα στην αιωνιότητα της μοίρας του.

Αισθανόταν πως όλα πια είχαν σβήσει, είχαν χαθεί μονομιάς, και δεν απόμενε μέσα του παρά μια φωνή και ένα τραγούδι - κάλεσμα:

«Τα λόγια μου είναι μια ανέλπιδη ευχή/ Σβησμένα φώτα μέσα στο άχαρο δωμάτιο/ Κι αν τ' άφηνες θα καίγαν τη σιωπή και θα διαλύανε το κρυμμένο σου παράπονο/ Μα εσύ σωπαίνεις και θρηνείς σα τον κατάδικο/ Πάνω απ' τη στάχτη που σκεπάζει τον παράδεισο/ Πάνω απ' τη στάχτη/ Βάλε φωτιά σ' ό,τι σε καίει σ' ό,τι σου τρώει την ψυχή/ Υπάρχει ακόμα κάτι που δεν έχει χαθεί»*

*«Τρύπες»: «Γιορτή», απ' το cd «Μέσα στη νύχτα των άλλων».


Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ