Γεννημένη το 1914 στη Φώκαια της Μικράς Ασίας, η Αννα ήταν η μικρότερη από τα έξι παιδιά του γιατρού Δημοσθένη Μαρουδή και της Σταματίας Βασσάλου. Μεγαλωμένη σε καλλιτεχνικό περιβάλλον, αδελφή του γιατρού και τεχνοκρίτη του «Ριζοσπάστη» Γιάννη Μαρουδή, εγκαταστάθηκε το 1922, με την οικογένειά της, στη Μυτιλήνη, όπου τελείωσε το γυμνάσιο. Το 1930 ήρθε στην Αθήνα και εργάστηκε ως σχεδιάστρια στην Εθνική Τράπεζα. Τα φτωχόπαιδα των προσφυγικών συνοικισμών ήταν οι «ήρωες» των σχεδίων της με μολύβι. Στην Κατοχή η Αννα Κινδύνη - Μαρουδή συμμετείχε στην Αντίσταση, στον τομέα της Εθνικής Αλληλεγγύης. Το 1945, έφυγε με τον άντρα της Μανόλη Κινδύνη στη Γαλλία, όπου σπούδασε χαρακτική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Την περίοδο αυτή φιλοτέχνησε μια μεγάλη σειρά μικρών σχεδίων με κάρβουνο, τις «Σελίδες». Η Αννα Κινδύνη - Μαρουδή βρέθηκε στο Παρίσι, σε μια εποχή που κυριαρχούσε ένας καλλιτεχνικός αναβρασμός. Παρ' όλα αυτά ακολούθησε το δρόμο της καρδιάς της, παραμένοντας πιστή στα προηγούμενα θέματά της.
«Ηθελα να σχεδιάσω την εσώτερη ζωή, το θάρρος, τη θυσία, την καταδίωξη, τη στέρηση, το θάνατο, τον πόνο, τον αγώνα, την καλοσύνη, την αλληλεγγύη, όλο αυτό το σύμπλεγμα συναισθημάτων κι εντυπώσεων μιας ολόκληρης ζωής. Αισθανόμουν να είμαι μάνα, μάνα της ίδιας μου της μάνας και όλων των μανάδων του κόσμου».
Η σύλληψη της αδελφής της Ειρήνης Παπαδημητρίου και η εξορία της το 1948 στη Μακρόνησο «πυροδότησαν» τις εκατοντάδες συνθέσεις με κάρβουνο, που ακολούθησαν. Ενας πύρινος ποταμός τα βιώματά της από την πατρίδα, πλημμύρισαν στο χαρτί. Μικρασιατική Καταστροφή, ιταλική και γερμανική κατοχή, Εμφύλιος ...οδηγούν το χέρι κι ακολουθούν τα βήματα της καρδιάς.
Οπως έγραφε σε σημειώσεις της, «σχεδίαζα σαν να μιλούσα στον εαυτό μου... Το καθήκον απέναντι σε μένα την ίδια, απέναντι στους Ελληνες να κάνω κάτι, να εξομολογηθώ, σχεδιάζοντας στο χαρτί...». «Πιστεύω ότι η πιο σίγουρη ικανότητά μου είναι να μπορώ να ξαναζώ τα μαρτύρια της πατρίδας μου και να μπορώ να τα μεταφράζω σε εικόνες, αλλά την ίδια στιγμή νιώθω δυστυχής που δεν μπορώ να το κάνω αυτό με όση δύναμη πρέπει. Ζωγραφίζω καλύτερα απ' όσο μιλώ, αλλά η καρδιά μου λέει πάντα πιο πολλά από αυτά που μπορεί να γράψει το χέρι μου».
«...Τα αλλοιωμένα από τον τρόμο του θανάτου πρόσωπα των παιδιών», σημείωνε η διευθύντρια Πινακοθήκης και Μουσείων του Δήμου Αθηναίων, Νέλλη Κυριαζή, στον καλαίσθητο κατάλογο που συνόδευε την αναδρομική έκθεση έργων της Αννας Κινδύνη στη Δημοτική Πινακοθήκη τον Ιούνη του 2001, «με τα κάτισχνα κορμάκια, τα γκρουπαρίσματα των μορφών τους, συχνά σε πυραμιδοειδή διάταξη, στην κορυφή της οποίας στέκει προστατευτική πάντοτε μια γυναίκα, αλλά και το σύμπλεγμα μητέρας - παιδιού πρωταγωνιστούν στο έργο της Κινδύνη και επανέρχονται συνεχώς με οδυνηρή εμμονή... Ο συμβολισμός εντείνεται, φυσικά, στο πρόσωπο της γυναίκας - μάνας. Ο εναγκαλισμός μητέρας - παιδιού, μνημειακός στη φόρμα του και οικουμενικός στο συναίσθημά του, στο έργο της Κινδύνη παραμερίζει τη γνώριμή μας θαλπωρή και ανάγεται ουσιαστικά σε εικόνα ακραίας απόγνωσης».
Το 1966 η Αννα Κινδύνη - Μαρουδή, παράλληλα με το κάρβουνο, πειραματίστηκε σε μια δικής της επινόησης τεχνική, τη χάραξη σε πλαστική ύλη. Τα θέματά της διαφοροποιούνται και απαλύνεται η αυστηρότητα του λόγου της. Τη δεκαετία αυτή, αλλά και στις αρχές της επόμενης, η ζωγράφος αποσπά τρία διεθνή βραβεία (1960, 1963 και 1971). Από το 1975 και ύστερα, η Αννα Κινδύνη - Μαρουδή δείχνει να έχει την ανάγκη του χρώματος και παραμερίζοντας την αιχμηρότητα του μορφοπλαστικού της ιδιώματος, φιλοτεχνεί μια σειρά χαραγμένων σχεδίων σε πλαστική ύλη. Είναι η περίοδος των «Ερώτων» για όλα και προς όλα της ζωής.