Κυριακή 28 Δεκέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 22
ΔΙΕΘΝΗ
ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ
Πλήγμα στην καρδιά του νεοφιλελευθερισμού

Από πρόσφατες αγωνιστικές κινητοποιήσεις

Associated Press

Από πρόσφατες αγωνιστικές κινητοποιήσεις
Την Κυριακή, 8 Δεκέμβρη, ο λαός της Ουρουγουάης απέρριψε, μέσω ενός δημοψηφίσματος, ένα νόμο που στόχο είχε να χαρίσει στις πολυεθνικές μία πολύ σημαντική εταιρία για το παρόν και το μέλλον της χώρας. Την κρατική πετρελαϊκή εταιρία ANCAP.

Το γεγονός ότι το 62,15% των Ουρουγουανών ψήφισαν υπέρ της διατήρησης του κρατικού χαρακτήρα αυτής της στρατηγικής εταιρίας στη μικρή νοτιοαμερικανική χώρα, έχει μία ιδιαίτερη πολιτική σημασία τόσο για την ίδια τη χώρα όσο και για την ευρύτερη περιοχή.

Τα περισσότερα ΜΜΕ διεθνώς, μεταξύ αυτών και της Ελλάδας, δε χαράμισαν τον παραμικρό χώρο για αυτήν τη μάχη που κερδήθηκε. Γιατί από τότε που οι στρατιωτικοί επέστρεψαν στους στρατιώτες, στα μέσα της δεκαετίας του '80, η άποψη που προωθούν εδώ στην Ευρώπη τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης, πολιτικοί και διπλωματικοί κύκλοι, για τις χώρες που υπέστησαν βάρβαρες δικτατορίες, είναι ότι για τους Λατινοαμερικανούς τελείωσαν τα προβλήματα και ζουν ευτυχισμένοι, επωφελούμενοι από τη «δημοκρατία και την ευημερία», που τάχα τους έφερε η ελεύθερη αγορά.

Ομως υπήρξαν και ΜΜΕ που ασχολήθηκαν με το θρίαμβο του λαού της Ουρουγουάης, φυσικά απλά και μόνο για να τονίσουν τη δυσαρέσκειά τους. Για παράδειγμα, το ισπανικό πρακτορείο ειδήσεων EFE, την επομένη του δημοψηφίσματος, ανέφερε: «Ψήφος - τιμωρία στην Ουρουγουάη θέτει σε κίνδυνο επενδύσεις και κρατική μεταρρύθμιση». Βέβαια εδώ να πούμε ότι μεταξύ των εταιριών που ακόνιζαν τα δόντια τους για να φάνε την ANCAP ήταν και μία από τις αγαπημένες του Χοσέ Μαρία Αθνάρ, η πετρελαϊκή REPSOL, η ίδια που καταβρόχθισε ήδη όλο το πετρέλαιο της Αργεντινής και που έπεσε πάνω στο πετρέλαιο του Ιράκ, μαζί με πετρελαϊκές εταρίες από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.


Associated Press

Η ANCAP, που δημιουργήθηκε το 1931 ως μονοπώλιο διύλισης καυσίμων, αλκοόλ και τσιμέντου, ήταν πάντα μία σημαία της εθνικής κυριαρχίας και υπήρξε κάποτε ένας από τους μοχλούς που συνέβαλαν στην ανάπτυξη που πέτυχε η Ουρουγουάη και την κατέστησε, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '50, μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη ευημερία στην περιοχή.

Παρά το γεγονός ότι το 1992 οι Ουρουγουανοί είχαν απορρίψει κατά πλειοψηφία (και πάλι μέσω ενός δημοψηφίσματος) την ιδιωτικοποίηση των κρατικών εταιριών, οι διάφορες κυβερνήσεις προχώρησαν σε ιδιωτικοποιήσεις μέσω νόμων που ψηφίστηκαν από προκατασκευασμένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ή μέσω προεδρικών διαταγμάτων. Ετσι για παράδειγμα ιδιωτικοποιήθηκε το λιμάνι του Μοντεβίδεο, το αεροδρόμιο του Καράσκο, η ψηφιακή τηλεφωνία, μέρος του ταχυδρομείου, η διανομή πόσιμου νερού σε μερικές πόλεις, η αεροπορική εταιρία, καθώς και η παραγωγή αλκοολούχων και τσιμέντου που ανήκαν στην ANCAP.

Ετσι, η πρόθεση της κυβέρνησης του Χόρχε Μπάτλε να πουλήσει την ANCAP ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε για το λαϊκό, μαζικό κίνημα, που ανασκουμπώθηκε. Κατ' αρχήν για τη συλλογή επαρκούς αριθμού υπογραφών για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και στη συνέχεια, με επικεφαλής το συνδικάτο των εργαζομένων στην κρατική εταιρία και τη στήριξη των μελών του κόμματος «Ευρύ Μέτωπο», για να καταφέρει να μετατρέψει αυτό το θέμα σε ένα ζωτικό ζήτημα για την εθνική κυριαρχία.

Και ενώ η Δεξιά ξόδεψε εκατομμύρια δολαρίων σε εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση υπέρ της διατήρησης του νόμου για την πώληση της ANCAP, οι λαϊκές, συνδικαλιστικές οργανώσεις αγωνίστηκαν με αφισοκολλήσεις, με πραγματοποίηση εκατοντάδων εκδηλώσεων και συγκεντρώσεων σε όλες τις γωνιές της χώρας, καταφέρνοντας να εξηγήσουν ότι εκείνο που επιδιώκεται με αυτόν το νόμο είναι το ξεπούλημα ακόμα ενός κομματιού της χώρας.

Μία πιθανή ήττα σε αυτήν τη μάχη για την ANCAP, έκανε τη Δεξιά να προβληματιστεί για την πολιτική της επιβίωση, γι' αυτό το λόγο έκανε έκκληση σε όλα τα οικονομικά και πολιτικά της μέσα να δουν αυτό το δημοψήφισμα ως μια πρόβα τζενεράλε για τις εκλογές του ερχόμενου χρόνου. Και το λαϊκό, μαζικό κίνημα και η Αριστερά είδε από την παραπάνω σκοπιά το δημοψήφισμα για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί με την ANCAP ιδιωτικοποιημένη, μία μελλοντική προοδευτική κυβέρνηση δε θα είχε ένα από τα ιδανικά εργαλεία για τον νέο προσανατολισμό και την επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας και κατά δεύτερον γιατί αυτό που παιζόταν ήταν δύο διαφορετικές προοπτικές για τη χώρα. Αυτή που η νεοφιλελεύθερη Δεξιά προωθεί μέχρι σήμερα, που σήμανε την καταστροφή της πλειοψηφίας του λαού και τον απεριόριστο πλουτισμό κάποιων πολύ λίγων και αυτήν που προτείνει το «Ευρύ Μέτωπο» και που κάθε μέρα κερδίζει οπαδούς μεταξύ των απογοητευμένων και πολύ σκληρά πληγέντων Ουρουγουανών, που επιθυμούν δουλιά, παιδεία, υγεία και δε θέλουν να αναγκάζονται να μεταναστεύουν, κατά χιλιάδες, επειδή δεν μπορούν να συντηρούν τις οικογένειές τους στην πατρίδα.

Τώρα, πολλά εξαρτώνται από το «Ευρύ Μέτωπο», που θα πρέπει να συνεχίσει να αγωνίζεται για τη νίκη στις επόμενες εκλογές, χωρίς «συνεννοήσεις» με τη Δεξιά και πιστό στη λαϊκή στήριξη που έλαβε, που το υποχρεώνει σε ακόμα μεγαλύτερη δέσμευση με την πραγματική αλλαγή που προτείνεται και προσδοκά ο λαός της Ουρουγουάης.

Ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά τονίζουν ο Βαλντεμάρ Τορίνο και ο Μάριο Πιέρι, μέλη της Εθνικής Διεύθυνσης του Αριστερού Ρεύματος, κίνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στα πλαίσια του κόμματος «Ευρύ Μέτωπο», σε άρθρο τους στην ισπανική εναλλακτική ηλεκτρονική εφημερίδα «Ρεμπελιόν», «η άνοδος στην εξουσία μιας "προοδευτικής" κυβέρνησης δεν εγγυάται από μόνη της ένα πρόγραμμα αλλαγών και ρήξης με το νεοφιλελευθερισμό. Οι εμπειρίες του Λούσιο Γκουτιέρες στο Εκουαδόρ και, ειδικά, η πορεία συνέχισης του νεοφιλελευθερισμού της κυβέρνησης Λούλα στη Βραζιλία, με το "σεβασμό στις δεσμεύσεις" του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και το εξωτερικό χρέος και την προτεινόμενη "συνεργασία των τάξεων", αποδεικνύουν ότι μπορεί να φτάσει κανείς στην εξουσία από τα αριστερά και να κυβερνήσει και με τη Δεξιά».


Γιάννα ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ