Κυριακή 25 Απρίλη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΚΟΙΝΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Οι στόχοι της και οι συνέπειές της

Η κατακραυγή είναι γενική. Οι παραγωγοί, οι καταναλωτές, ακόμη και οι μικρο-επαγγελματίες διακίνησης γεωργικών προϊόντων δυσανασχετούν μαζικά και διαμαρτύρονται με διάφορους τρόπους παντού. Στα χωριά, στις πόλεις, στα μαγαζιά και στα υπερκαταστήματα της πρωτεύουσας, ακόμη και στις υπαίθριες αγορές, ο κόσμος εκφράζει την αγανάκτησή του για την κατάσταση που επικρατεί στη γεωργική μας οικονομία.

Φυσικά, είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς άμεσα, τις ταξικές ρίζες αυτής της πολιτικής που, παρ' όλες τις λαϊκές αντιδράσεις, εφαρμόζουν αμετάκλητα όλες οι ως τώρα ελληνικές κυβερνήσεις γιατί, απλούστατα, τη συναποφασίζουν μαζί με τους εταίρους τους στις Βρυξέλλες και τις επιβάλλουν στη χώρα μας.

Και, όμως, η περίφημη Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) εξυπηρετεί, αποκλειστικά και μόνο, τα συμφέροντα των μεγάλων καπιταλιστών και, κυρίως, του χρηματιστικού κεφαλαίου. Πράγματι, οι ιθύνοντες καπιταλιστικοί κύκλοι και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι που πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση και στην εξέλιξη της ΕΟΚ και, κατόπιν, στη μετεξέλιξή της σε Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), υπηρετούν πιστά με την πολιτική που εφαρμόζουν τον καπιταλιστικό νόμο της «ανισόμετρης ανάπτυξης». Ετσι δημιουργούνται γύρω από τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό πυρήνα διάφορες περιφερειακές ζώνες ανάπτυξης, 2ης και 3ης κατηγορίας. Είναι μια αντικειμενική εξέλιξη στα πλαίσια του καπιταλισμού αλλά και της ΕΕ, που δημιουργήθηκε για ν' αντιμετωπίσει το ευρωπαϊκό κεφάλαιο αποτελεσματικότερα τον αδυσώπητο ανταγωνισμό των άλλων καπιταλιστικών κέντρων (ΗΠΑ, Ιαπωνία κ.ά.). Ετσι, λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης, ο καπιταλισμός σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, δεν μπορεί να φτάσει το επίπεδο πχ της Γερμανίας. Και σχετικά με την αγροτική οικονομία, οι χώρες αυτές όπως και οι νότιες περιοχές άλλων μεσογειακών κρατών - μελών της ΕΕ, δεν μπορούν να έχουν την ανάπτυξη των βορείων κρατών.

Την πραγματικότητα αυτήν αποδεικνύουν τα εξής δεδομένα: Σύμφωνα με τα στοιχεία επισήμων κρατικών φορέων, η αγροτική οικονομία της χώρας μας παρουσιάζει, μετά την ένταξή της στην ΕΟΚ, μια παρατεταμένη στασιμότητα, αν όχι σχετική μείωση.

Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες ανάγκες της χώρας μας σε αγροτικά προϊόντα, αύξησε την εξάρτησή της από την ΕΕ, ιδιαίτερα όσον αφορά τα διατροφικά προϊόντα, πράγμα που εκφράστηκε με τα ελλείμματα στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο. Τα ελλείμματα αυτά αυξάνουν, χρόνο με το χρόνο, για να φθάσουν τα 1,8 δισ. ευρώ το 2002, ποσό αστρονομικό για τα οικονομικά δεδομένα της χώρας.

Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί η συνεχής κάθετη πτώση του ποσοστού αυτάρκειας της χώρας μας σε ζωοκομικά προϊόντα, από το 1980 και δώθε... Τόσο για τα κρέατα (γενικά), όσο και για το αγελαδινό γάλα, η πτώση του ποσοστού αυτάρκειας ξεπέρασε το 30%.

Είναι φανερό ότι, η ελλειμματικότητα της χώρας μας οφείλεται στην «Κοινή Αγροτική Πολιτική» (ΚΑΠ).

Σ' όλη αυτή την περίοδο παρατηρείται μείωση του καθαρού αγροτικού εισοδήματος εξαιτίας της αύξησης του κόστους παραγωγής το οποίο από 24% που ήταν το 1980, έφθασε στο 30% το 1997.

Εκτός, όμως, από τη μείωση του καθαρού αγροτικού εισοδήματος, μειώθηκε και το ποσοστό των αγροτών που είχαν ετερο-απασχόληση από 34,3% το 1985 σε 25,6% το 1995, γεγονός που δείχνει το ξεκλήρισμα της φτωχής αγροτιάς και την αύξηση του οικονομικού μαρασμού της υπαίθρου.

Πρέπει, τέλος να υπογραμμιστεί η συνεχής μείωση των πάγιων επενδύσεων, στις οποίες επιδρούν η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης και τα υψηλά επιτόκια των δανείων για τους αγρότες, η χαμηλή απόδοση των επενδυμένων κεφαλαίων, παράγοντες που συμβάλλουν στη στασιμότητα της αγροτικής παραγωγής της χώρας μας.

Οι δυσμενείς αυτές συνθήκες καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό τους ρυθμούς συγκέντρωσης της αγροτικής γης και της αγροτικής παραγωγής σε λιγότερα χέρια, καθώς και τη φθίνουσα γεωργική απασχόληση, μ' όλα τα κοινωνικά προβλήματα που αυτή συνεπάγεται. Ετσι, στην περίοδο 1981-1997, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, οι απασχολούμενοι στη γεωργία μειώθηκαν κατά 318.000 (από 1.083.000, σε 765.000) δηλαδή, σχεδόν κατά 30%, με αποτέλεσμα να συνεχιστεί η συγκέντρωση της γης σε μεγαλο-αγρότες.

Ολα τα παραπάνω στοιχεία συνθέτουν την πραγματική εικόνα της σημερινής κατάστασης της ελληνικής γεωργίας, έτσι που εξελίχθηκε μετά την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ (τωρινή ΕΕ). Δίνουν, δε, μια καθαρή απάντηση στις αφηρημένες θεωρίες που προβλήθηκαν, κατά καιρούς, για να δικαιολογήσουν τ' αδικαιολόγητα και αποδεικνύουν τον πραγματικό χαρακτήρα της ΕΕ και της ΚΑΠ, που σαν αποτέλεσμα έχει:

α) Τον άνισο καταμερισμό εργασίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τη μετατροπή της χώρας μας σε «κυριευμένη αγορά» αγροτικών και άλλων προϊόντων των χωρών της ΕΕ.

β) Την ένταση της εκμετάλλευσης των μικρομεσαίων αγροτών από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, που εμπορεύονται τα γεωργικά εφόδια και τ' αγροτικά προϊόντα. Η εκμετάλλευση αυτή πραγματοποιείται με την αύξηση του κόστους των εφοδίων και τη μείωση των τιμών των αγροτικών προϊόντων.

γ) Το ξεκλήρισμα των μικρο-μεσαίων αγροτών και τη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής στα χέρια λίγων μεγαλο-αγροτών. Δηλαδή, την παραπέρα καπιταλιστικοποίηση της αγροτικής οικονομίας της χώρας.

Αυτοί ήταν, από την αρχή, οι στόχοι της περίφημης «Κοινής Αγροτικής Πολιτικής» (ΚΑΠ) κι αυτούς ευελπιστούν να ολοκληρώσουν οι προβλέψεις και τα προγράμματα όλων των ως τώρα αναθεωρήσεών της, καθώς και οι διάφορες «ατζέντες» της, ως το 2013. Και, φυσικά, χρειάστηκαν πάνω από δύο δεκαετίες υποκριτικών μεθοδεύσεων και ψεύτικων εξαγγελιών, παράλληλα μ' ένα σύστημα «επιδοτήσεων - χωματερών - ποσοστώσεων και προστίμων», για να περιοριστεί η ελληνική αγροτική παραγωγή στα πλαίσια που ευνοούν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Οταν η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΟΚ, είχαμε λοιπόν τότε τα λόγια τα μεγάλα του Κωνσταντίνου Καραμανλή (που μερικοί τον αποκάλεσαν κι «Εθνάρχη»), ο οποίος έλεγε με στόμφο ότι όταν θα μπούμε στην ΕΟΚ «θα τρώμε με χρυσά κουτάλια» και ότι οι Ελληνες γεωργοί δε θα μπορέσουν ποτέ να καλύψουν τις ανάγκες από μπαμπάκι (5.000.000 τ.) των ευρωπαϊκών βιομηχανιών υφαντουργίας!!! Είχαμε, μετά, την πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, που, αντίθετα με τις προεκλογικές του διακηρύξεις, είχε πει ότι δε βγαίνουμε από την ΕΟΚ, αλλά θα μείνουμε μέσα και «θα τους τα πάρουμε». Αναφέροντας το γεγονός σε μια συζήτηση σε στρογγυλό τραπέζι του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» (Δεκέμβρης 2001) ο καθηγητής Γ. Μέργος πρόσθεσε ότι, η τότε κυβέρνηση «ενθάρρυνε την απάτη έναντι των κοινοτικών επιδοτήσεων» και ότι «αυτό, ακόμη, το πληρώνουμε».

Ομως, εκείνος που «πληρώνει» είναι ο ελληνικός λαός της υπαίθρου και των πόλεων. Και, δυστυχώς, δεν «πληρώνει» μόνο τις απάτες, αλλά όλες τις τεράστιες συνέπειες της ολέθριας πολιτικής της ένταξης της χώρας μας στην ΕΕ.

Στη συνέχεια, όλες οι επόμενες κυβερνήσεις συνέχισαν ως τώρα την κατρακύλα, ακολουθώντας κατά γράμμα τις εντολές του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, αφού τις συναποφασίζουν, βαθύνοντας ακόμη περισσότερο την εξάρτηση σε γεωργικά προϊόντα από τα μεγάλα καπιταλιστικά κράτη της ΕΕ, με τεράστιες αρνητικές συνέπειες που πληρώνει ο λαός μας.

Ετσι, τα δυο κόμματα του δικομματισμού (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, είτε ήταν στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση) προώθησαν, με τη σταθερή σύμπραξη του ευρωλάγνου αναχώματος που αποτελεί ο ΣΥΝ, την παραπέρα δέσμευση της χώρας μας στο άρμα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Με τις μεθοδεύσεις τους, λοιπόν, ψηφίστηκαν, μόνο από τη Βουλή (χωρίς δημοψήφισμα, όπως έγινε σ' άλλα κράτη - μέλη), όλες οι στυγερές συμφωνίες (Μάαστριχτ, Αμστερνταμ, Σένγκεν, Νίκαιας, Ελσίνκι, Λισαβόνας, Βερολίνου κλπ.) που οδηγούν σε απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, με την επιβολή του ευρώ σαν μοναδικό κοινό νόμισμα, με την Κοινή Εξωτερική κι Αμυντική Πολιτική (ΚΕΠΠΑ), τον ευρωστρατό και με τις πρόσφατες προσπάθειες χάλκευσης του επικίνδυνου «Ευρωπαϊκού Συντάγματος».

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας εναντιώθηκε, από την αρχή, στη θλιβερή κι απαράδεκτη αυτή πορεία αποδεικνύοντας, με τη ρεαλιστική κι εμπεριστατωμένη πολιτική του και τους αγώνες του, ότι αυτή δεν αποτελεί μονόδρομο, ούτε για τη γεωργική οικονομία μας, ούτε για το μέλλον του λαού και της χώρας μας. Οι προτάσεις που προβάλλει αποτελούν ένα συγκροτημένο σύνολο ολόπλευρης, αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας, με τη δημιουργία των «παραγωγικών συνεταιρισμών», στο πλαίσιο μιας λαϊκής εξουσίας, που θα διεκδικεί για να επιβάλλει με την πάλη του το «Αντιιμπεριαλιστικό -Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο» (ΑΑΔΜ), στο οποίο θα δρουν συσπειρωμένες η εργατική τάξη, η φτωχομεσαία αγροτιά, τα μικροαστικά στρώματα της πόλης.

Σήμερα, με το ξεκίνημα της προεκλογικής περιόδου για την ανάδειξη Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωκοινοβούλιο, η συσπείρωση αυτή των εργαζομένων για τη συγκρότηση του ΑΑΔΜ λαμβάνει μία ιδιαίτερα μεγάλη σημασία. Πρώτα, γιατί αποτελεί τη βάση για τη ρήξη με την εξουσία των μονοπωλίων στην Ελλάδα, με την πολιτική ενσωμάτωσης της χώρας στην καπιταλιστική Ευρωπαϊκή Ενωση των μονοπωλίων και των πολυεθνικών. Υστερα, γιατί αυξάνει και τυπικά (με τη συνειδητή επιλογή ψήφου) τις δυνατότητες της λαϊκής αντίστασης απέναντι στην, ως τώρα, δρομολογούμενη πολιτικο-οικονομική πορεία εντός της ΕΕ.

Στις ερχόμενες ευρωεκλογές οι εργαζόμενοι της πόλης και της υπαίθρου οφείλουν να κινητοποιηθούν ακόμη πιο ενεργά, ώστε, στις 13 του ερχόμενου Ιούνη, να γεμίσει η κάλπη μ' όσο το δυνατόν περισσότερα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ. Κι αυτό, γιατί έτσι ανοίγονται καινούριες προοπτικές για τη χειραφέτηση του λαού και της πατρίδας μας από τα δόκανα των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών.


Λάμπρος ΤΣΕΛΙΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ