Κυριακή 23 Μάη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ενα βιβλίο μισοκαμένο

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Κάθε δρόμος έχει ένα όνομα που κάτι σημαίνει. Ενα ονοματεπώνυμο διάσημου ανδρός, ενός αρχαίου φιλόσοφου, μιας πόλης ή τέλος πάντων κάτι να θυμίζει. Ο δρόμος που βρισκόταν το πατρικό μου σπίτι, το σπίτι που μεγάλωσα, είχε ένα όνομα που κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει, οδός ΚΟΤΥΑΙΟΥ. Υστερα από μεγάλο ψάξιμο ανακάλυψα ότι η Αρχαία Κιουτάχια λεγόταν Κοτυάιον και μάλλον από αυτό πρέπει να προήλθε το Κοτυαίου. Απλά εξαφάνισαν τις δύο τελίτσες από το Ι.

Ηταν ένας χωματόδρομος πολύ κατηφορικός στους Αμπελόκηπους, ανάμεσα σε τρεις προσφυγικούς συνοικισμούς. Αρχίζει από τον περιφερειακό του Λυκαβηττού, όπου για πολλά χρόνια δέσποζε το ομαδικό αποχωρητήριο του συνοικισμού και τερματίζει 200 μέτρα παρακάτω, στην οδό Π. Κυριακού, όπου εδέσποζε και εξακολουθεί να δεσπόζει η κατοικία του εκάστοτε πρεσβευτή των ΗΠΑ, τότε ο Πιουριφόι, τώρα ο Μίλερ.

Ολα τα σπίτια της οδού Κοτυαίου ήταν χαμηλά, μονώροφα και οι κάτοικοι ήταν άνθρωποι του μεροκάματου και του μόχθου. Οι πιο ηλικιωμένοι, τα βράδια μαζεύονταν στην ταβέρνα του Παναγιώτη του Τσίμπλη και λέγανε τα βάσανά τους. Πρόσφυγες και Παλαιοελλαδίτες σε ένα καζάνι βράζανε.

Αργά το βράδυ γυρίζανε σπίτι τους, από την ταβέρνα, μερικοί τρικλίζοντας ή τραγουδώντας ή κουβεντιάζοντας μεγαλοφώνως με ανύπαρκτο συνομιλητή.

Τα καλοκαιρινά βράδια, στο δρόμο γινόταν το λεγόμενο «γειτονιώ». Δηλαδή, άνδρες και γυναίκες, ερχόταν ο καθένας με την καρέκλα του από τα γύρω σπίτια και κουβεντιάζανε μέχρι αργά τη νύχτα, ενώ ακούγονταν οι φωνές των παιδιών που παίζανε.

Ομως και αυτός ο δρόμος, όπως και οι περισσότεροι δρόμοι της Αθήνας, είχε τη δική του ιστορία.

Ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας έμενε σαν ενοικιαστής, με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του, ένας άνδρας ψηλός, ευγενικός και πάντα καλοντυμένος. Τα παιδιά του ήταν ένα κορίτσι και ένα αγόρι, που είχε δύο ονόματα, Βλαδίμηρος και Ιλιτς όπως ο Λένιν. Εμείς τον φωνάζαμε Λίτση. Τον πατέρα του τον λέγανε Μιχάλη Σιδέρη και όπως μάθαμε ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του ΚΚΕ.

Αύγουστος του 1936. Πρώτες μέρες της δικτατορίας του Μεταξά. Ενα απόγευμα δύο αυτοκίνητα με χαφιέδες παρκάρισαν έξω από το σπίτι του γείτονά μου. Σε λίγο βγάλανε μέσα από το σπίτι του, δεμένο με χειροπέδες τον Σιδέρη. Ηταν άσπρος σαν το πανί, αλλά το κορμί του ολόρθο, το κεφάλι ψηλά και ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη. Με σπρωξιές τον βάλανε στο ένα αυτοκίνητο και φύγανε.

Αυτοί που μείνανε, αγριεμένοι και βρίζοντας χυδαία, διώχνανε μακριά κάθε περίεργο που πλησίαζε να δει τι συμβαίνει. Κόλλησα το μάτι μου στο παράθυρο του σπιτιού μας και παρακολουθούσα χωρίς να με βλέπουν. Αυτό το περιστατικό χαράχτηκε βαθιά μέσα στη μνήμη μου και υπήρξε ένας σταθμός για όλη τη ζωή μου παρότι ήμουν 15 χρόνων και μαθητής της 3ης τάξης του Πρακτικού Λυκείου Αμπελοκήπων.

Βγήκε μέσα από το σπίτι του Σιδέρη ένας χαφιές, κρατώντας ένα πανέρι γεμάτο βιβλία, το άδειασε στο δρόμο και τους έβαλε φωτιά. Σε λίγο βγήκε άλλος με μια μεγάλη τσάντα και άδειασε άλλα βιβλία πάνω στη φωτιά. Και συνέχεια κουβαλούσανε βιβλία και τα ρίχνανε στη φωτιά.

Εθαύμασα, πως μπορούσε να είχε τόσα βιβλία αυτός ο άνθρωπος και αν τα είχε διαβάσει όλα αυτά σκέφτηκα θα πρέπει να είναι σοφός.

Μια απορία με βασάνιζε, τι μπορεί να γράφανε αυτά τα βιβλία και έπρεπε να καούνε;

Αν κάποιο βιβλίο είχε πέσει λίγο παραπέρα με μια κλοτσιά το ξαναφέρνανε κοντά στη φωτιά.

Αρχισε να νυχτώνει όταν καήκανε και τα τελευταία βιβλία και έμεινε μια χόβολη που σιγοκάπνιζε. Αφού σιγουρευτήκανε πως δεν έμεινε κανένα άκαυτο, μπήκανε στο αυτοκίνητό τους και φύγανε.

Ολοι οι γείτονες είχαν κλειστεί στα σπίτια τους και κανένας δεν τολμούσε να βγει στο δρόμο. Ακρα του τάφου σιωπή. Φόβος και τρόμος είχε πλακώσει όλη τη γειτονιά.

Με χίλιες προφυλάξεις βγήκα στο δρόμο και πλησίασα στη στάχτη από τα καμένα βιβλία. Βρήκα λίγο παράμερα ένα μικρό βιβλίο τσουρουφλισμένο από τη φωτιά αλλά άκαυτο. Φαίνεται ότι, όπως είχε αρχίσει να λιγοστεύει το φως της μέρας και όπως ήταν μικρό στο μέγεθος, δεν το προσέξανε. Το πήρα γρήγορα και το έκρυψα μέσα από το πουλόβερ μου. Πήγα σπίτι μου, αλλά επειδή φοβήθηκα μη μου το πάρουν δεν το είπα σε κανένα.

Είχα βρει έναν τρόπο να διαβάζω κρυφά τα βιβλία που ο πατέρας μου δε με άφηνε να διαβάσω. Οταν ξάπλωνα στο κρεβάτι μου κρατούσα και διάβαζα αυτό που ήθελα αλλά απ' έξω το εκάλυπτα με ένα βιβλίο του σχολείου μου.

Ετσι, κρυφά από τους άλλους άρχιζα να διαβάζω το βιβλίο που βρήκα στα αποκαΐδια. Ο τίτλος του ήταν «Η ΓΥΝΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΩΝΙΣΜΟΣ», γραμμένο από το Γερμανό φιλόσοφο Μπέμπελ και μεταφρασμένο στην καθαρεύουσα. Το διάβασα και το ξαναδιάβασα και μου άρεσε πολύ. Μιλούσε για τα δικαιώματα που θα πρέπει να έχουν οι γυναίκες.

Εκμυστηρεύτηκα το περιστατικό αυτό στο συμμαθητή μου στο Λύκειο και καλύτερο φίλο μου Γιώργο Ρουμελιώτη, τον οποίον υποπτευόμουνα ότι ήταν οργανωμένος στην ΟΚΝΕ, αλλά δεν έλεγε τίποτα σε κανένα. Μου είπε: «Αφού σου αρέσουνε τα καλά βιβλία, θα σου δώσω από τα δικά μου να διαβάσεις, αλλά πρέπει να προσέχεις πολύ γιατί είναι απαγορευμένα».

Η αλήθεια είναι ότι διάβαζα πολλά εξωσχολικά βιβλία, κυρίως του Ιουλίου Βερν, της Πηνελόπης Δέλτα και γενικά Νεοελλήνων συγγραφέων.

Ο Γιώργος άρχισε να μου φέρνει βιβλία Ρώσων συγγραφέων, που όμως έπρεπε να τα διαβάζω κρυφά. Γκόργκι, Ντοστογιέφσκι, Μπογντάνοφ και αργότερα του Μαρξ, του Ενγκελς και του Λένιν και τέλος με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο θεώρησε ότι είχα πια ωριμάσει και μου επρότεινε να γίνω και εγώ μέλος της ΟΚΝΕ πράγμα που το δέχτηκα ευχαρίστως.

Ετσι, άρχισα να βλέπω τη ζωή με έναν άλλον τρόπο. Οτι η ζωή έχει αξία μόνο όταν παλεύεις, δίνοντας ακόμη και την ίδια τη ζωή σου για ένα ιδανικό. Μεγάλη υπερηφάνεια αισθάνθηκα, όταν έφερα σε αίσιο πέρας τα πρώτα καθήκοντα που μου αναθέσανε. Με βοήθεια τσιλιαδόρων και με κόκκινη μπογιά έγραψα σε έναν άσπρο τοίχο των Αμπελοκήπων τα πρώτα μου συνθήματα «ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΒΗΣΣΥΝΙΑ» και «ΣΩΣΑΤΕ ΤΕΛΜΑΝ». Επίσης, μετέφερα τον παράνομο «Ριζοσπάστη» σε σπίτια των Αμπελοκήπων που μένανε επαρχιώτες φοιτητές και ήμουνα περήφανος, γιατί μου είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη.

Οι εφημερίδες της κυβέρνησης κάθε τόσο δημοσιεύανε ότι εξαρθρώσανε νέα κλιμάκια του ΚΚΕ στην Αθήνα, στην Πάτρα, στο Βόλο παντού, και φωτογραφίες συλληφθέντων και εκτοπισθέντων αμετανόητων κομμουνιστών.

Ξέραμε ότι όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι φτωχοί που αφήνανε πίσω τους μια οικογένεια που ένας θεός ξέρει πώς θα επιβιώσει, όπως και κανείς δεν ξέρει πόσα χρόνια θα μείνουν κρατούμενοι στα ξερονήσια ή στην Ακροναυπλία, μια και την εποχή αυτή, όπως η Ελλάδα έτσι και όλα τα κράτη της Ευρώπης ήταν φασιστικές δικτατορίες, εκτός από τη Γαλλία και την Αγγλία που είχαν μεν δημοκρατική διακυβέρνηση, αλλά σε αντικομμουνισμό ξεπερνούσαν και τον Χίτλερ.

Εμείς, οι προβληματιζόμενοι μαθητές, εκτιμούσαμε τη θυσία τους και λέγαμε ότι αυτοί οι άνθρωποι, σ' αυτά τα μαύρα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά που όλα τα σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, ήταν η συνείδηση και η αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού.

Οσο ο Μεταξάς και ο Μανιαδάκης προσπαθούσαν να εξαφανίσουν το ΚΚΕ, χτυπώντας το αλύπητα, αυτό εφτάψυχο, εξακολουθούσε να κάνει πάντα αισθητή την παρουσία του και να τους προκαλεί μεγάλες ανησυχίες κάθε τόσο, όπως όταν στο βάθρο του αγάλματος του βασιλιά Κωνσταντίνου, στο Πεδίον του Αρεως γράψανε με κόκκινη μπογιά ένα τετράστιχο που αμέσως έγινε γνωστό παντού και ο λαός μας το χάρηκε με την ψυχή του.

«Πώς μας θωρείς ακίνητος πού τρέχει ο λογισμός σου. Για δες πώς μας κατάντησαν ο Μεταξάς και ο γιος σου;».

Και από κάτω ΚΚΕ.

Μέσα στο σχολείο μας, στο Πρακτικό Λύκειο άρχισε σιγά - σιγά η οργανωμένη ανυπακοή και η αντίδραση στη δικτατορία του Μεταξά και στην EON, την οργάνωση της νεολαίας που καλλιεργούσε το χαφιεδισμό και την αποβλάκωση.

Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αποκλειστεί κάποια μέρα από χαφιέδες της Ασφάλειας το σχολείο μας και να συλληφθούν κάποιοι, μαθητές των μεγάλων τάξεων και η καθηγήτριά μας Λιλίκα Νάκου.

Το 1949, κρατούμενος στον 12ο κλωβό Πολιτικών Κρατούμενων στη Μακρόνησο από μια εφημερίδα που έπεσε στα χέρια μου, έμαθα το θλιβερό μαντάτο. «Την 17η Σεπτεμβρίου εις τον παρά τω Γουδί συνήθη τόπο εκτελέσεων εκτελέστηκαν οι Κομμουνισταί Στέργιος Αναστασιάδης μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ, Πρίαμος Βουζιάνης, Ευάγγελος Καββαδίας και Γεώργιος Ρουμελιώτης». Ο αδελφικός μου φίλος Γιώργος είχε προσφέρει τη ζωή του στον Αγώνα. Ηταν 28 χρονών. Τον Μιχάλη Σιδέρη δεν τον ξανάδα. Ούτε έμαθα ποτέ κάτι γι' αυτόν. Ομως το βιβλίο του το κράτησα πάντα με ευλάβεια, γιατί το θεωρούσα σαν μια σκυτάλη που έπρεπε να τη μεταφέρω παραπέρα.

Ονειρευόμουν να τον συναντήσω κάποια μέρα και να του πω. Κύριε Σιδέρη το βιβλίο αυτό είναι δικό σας. Πάρτε το.


Του
Φοίβου ΤΣΕΚΕΡΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ