Τι θεωρούν οι αστοί δημοσιολόγοι, οικονομολόγοι και πολιτικοί ως «κοινωνική οικονομία»;
«Ανάμεσα στον εμπορευματοποιημένο τομέα της οικονομίας και στις δημόσιες επιχειρήσεις και υπηρεσίες, υπάρχει ένας ευρύτατος τομέας, ο οποίος είναι γνωστός με το όνομα κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία: Περιλαμβάνει χιλιάδες μη κερδοσκοπικές οργανώσεις (οργανώσεις, συνεταιρισμοί, ταμεία αλληλοασφάλισης και ιδρύματα). Αντιπροσωπεύουν το 10% της συνολικής απασχόλησης στην Ευρώπη... αυτός ο τομέας αρχίζει να διεκδικεί τη ρήξη με τα φιλελεύθερα δόγματα: Μπορεί κανείς να ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες χωρίς να κινείται μόνο μέσα από τη λογική του κέρδους».(«LE MONDE diplomatique», από την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 8/12/2002).
Επίσης, στην αιτιολογική έκθεση για τις «συνεταιριστικές επιχειρήσεις στη γυναικεία απασχόληση» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, (Ιούλης 1998), σχετικά με την ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση, στο κεφάλαιο «Κοινωνική οικονομία, τρίτος τομέας και κοινωνικές επιχειρήσεις», αναφέρει: «...στην Ευρώπη ...αναδύεται μια νέα μορφή επιχείρησης, η κοινωνική... Η ιδιαιτερότητα της κοινωνικής επιχείρησης είναι ότι συνδυάζει επιχειρηματικό πνεύμα και κοινωνικό σκοπό σε μια πρωτότυπη σύνθεση που τη διακρίνει τόσο από την κλασική επιχείρηση όσο και από τις παραδοσιακές μορφές μη κερδοσκοπικών ενώσεων... λειτουργούν για την παραγωγή υπηρεσιών, προοριζόμενων για μειονεκτικά πληθυσμιακά στρώματα ή για την παροχή υπηρεσιών ειδικής κοινωνικής αξίας στο κοινωνικό σύνολο, έχουν αναπτύξει πρωτότυπες μορφές προστασίας των καταναλωτών, μέσω της συμμετοχής αυτών των τελευταίων στη διαχείριση της επιχείρησης. Οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να δημιουργήσουν πρόσθετη απασχόληση...».
Η αστική πολιτική τη χαρακτηρίζει ως «κοινωνική» και για έναν ακόμη λόγο: Γιατί μέσω αυτής επιδιώκεται η λαϊκή συμμετοχή στην αντιμετώπιση των αντιλαϊκών συνεπειών της.
Ως μέσο απόκρυψης του πραγματικού χαρακτήρα αυτής της καπιταλιστικής κρατικής παρέμβασης χρησιμοποιούνται ο δήθεν «μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας» της οργάνωσης της εργασίας και ο «εθελοντισμός».
Με την «κοινωνική οικονομία» οι αστικές κυβερνήσεις επιδιώκουν να διαχειριστούν, αφ' ενός το πρόβλημα της ανεργίας, αφ' ετέρου την παροχή των λεγόμενων κοινωνικών υπηρεσιών, που αντί για γενικευμένη υποχρέωση του κράτους γίνεται αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας.
«Η ιδέα είναι η εξής: Υπάρχουν χιλιάδες άνεργοι, των οποίων οι προσδοκίες δεν ευοδώνονται, καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης δε συμβαδίζουν με αύξηση στην απασχόληση... Το Δημόσιο μπορεί με την παροχή κινήτρων να διαμορφώσει τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να συσταθούν συνεταιρισμοί, οι οποίοι θα πουλήσουν τις υπηρεσίες τους είτε στο Δημόσιο, είτε απευθείας στους πολίτες, αρκεί να εξασφαλίζουν θέσεις απασχόλησης, καλή ποιότητα υπηρεσιών και προϊόντων, ένταξη των κοινωνικά αποκλεισμένων στην εργασιακή διαδικασία...».(«Καθημερινή», 12/1/2003).
Επομένως, επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν ένα μέρος της ανεργίας, προσανατολίζοντας τμήματα ανέργων να δημιουργήσουν συνεταιριστικές επιχειρήσεις ή προσανατολίζοντας στην ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας φορείς των εργαζομένων, όπως ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης, ακόμη και συνδικάτα που θα δημιουργούν υποτίθεται νέες θέσεις εργασίας. Εκτός των άλλων, διαμορφώνουν και συνθήκες άμβλυνσης της ταξικής συνείδησης των εργαζομένων ή εμπόδια στην ανάπτυξή της, αφού δημιουργούν το πλαίσιο διαχείρισης από τους ίδιους των προβλημάτων τους εντός των τειχών μιας κοινωνικά άδικης και αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής. Ετσι, εμποδίζουν την ανάπτυξη διεκδικητικών αγώνων, κοινωνικοπολιτικής πάλης για την ανατροπή της πολιτικής που υπηρετεί το μεγάλο κεφάλαιο και της εξουσίας που την ασκεί.
Αυτή η πολιτική διαχείρισης επιδιώκει να επιβάλει στις λαϊκές συνειδήσεις την άποψη ότι υπάρχει η δυνατότητα, μέσω άσκησης πίεσης από το κίνημα, να δημιουργηθούν επιχειρήσεις, που θα παράγουν με κίνητρο όχι μόνο το κέρδος, αλλά και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στα λαϊκά στρώματα.
Επιδίωξη είναι η συγκρότηση και η ενίσχυση ενός κινήματος που δε θα διεκδικεί λύσεις στα λαϊκά προβλήματα από τις κυβερνήσεις και το κράτος, πολύ περισσότερο δε θα διεκδικεί ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής και της εξουσίας του κεφαλαίου. Αλλά θα διεκδικεί να δίνονται κίνητρα στις επιχειρήσεις, να ενισχύονται, δηλαδή, προκειμένου να παρέχουν διαφόρων μορφών κοινωνικές υπηρεσίες. Ενώ, ταυτόχρονα, οι συμμετέχοντες σ' αυτό το κίνημα θα δρουν οι ίδιοι, έτσι ώστε να αναγκάζουν τις επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν μέρος των κερδών τους για κοινωνικές υπηρεσίες ή με κοινωνικά κριτήρια, ή θα δρουν οι ίδιοι στα πλαίσια ανάπτυξης της «κοινωνικής αλληλεγγύης» για την εξασφάλιση και παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στους έχοντες την ανάγκη τους.
Ας δούμε πώς αναπτύσσεται αυτή λογική: «... πολλοί πολίτες αρνούνται να θεωρήσουν την οικονομία ένα χωριστό κόσμο, στον οποίο οι κανόνες του παιχνιδιού θα έπρεπε να είναι αμετάβλητοι και οι συμπεριφορές υποχρεωτικές. Επιθυμούν να εκφράσουν την κοινωνική τους υπευθυνότητα μέσα από τις οικονομικές πράξεις τους, που σχετίζονται με την παραγωγή, την κατανάλωση, την αποταμίευση και την επένδυση... Οι πιο στρατευμένοι από αυτούς εκφράζουν ήδη αυτές τις απόψεις μέσα από την οικονομική συμπεριφορά τους. Ετσι, στη Γαλλία περίπου 30.000 αποταμιευτές έχουν στραφεί στα "αλληλέγγυα χρηματοοικονομικά ιδρύματα" και έχουν τοποθετήσει κάποια χρήματα... Αυτοί οι καταθέτες έχουν ενισχύσει τις αλληλέγγυες επιχειρήσεις με κεφάλαια ύψους 300 εκατομμυρίων ευρώ περίπου. Ετσι έγινε δυνατόν να ιδρυθούν το 2001 περισσότερες από 6.000 εταιρίες και να δημιουργηθούν 12.000 θέσεις εργασίας. Εγινε δυνατό να στεγαστούν 3.000 οικογένειες που βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση. Προώθησαν επίσης - στη συνοικία τους ή στο χωριό τους - τις δυναμικές τοπικής ανάπτυξης... Αυτό το κίνημα, το οποίο είναι πρόσφατο στη Γαλλία και παλαιότερο στις αγγλοσαξονικές χώρες, εκφράζεται μέσα από την επιτυχία των ηθικών αμοιβαίων κεφαλαίων».(«LE MONDE diplomatique», από την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 8/12/2002).
Προβάλλεται ακόμη η επιδίωξη της χρησιμοποίησης αυτού του τομέα και ως μοχλού, υποτίθεται, πίεσης, ώστε ολόκληρη η καπιταλιστική οικονομία να γίνει «κοινωνική και αλληλέγγυα», να γίνει το κεφάλαιο «ηθικό».
Ας δούμε πώς: «Με τις πράξεις τους ως καταναλωτές ή ως μέτοχοι, οι πολίτες πρέπει να μεταφέρουν στην καρδιά όλων των επιχειρήσεων, τον προβληματισμό σχετικά με τα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και τα χωροταξικά προβλήματα.
Αυτό το κίνημα υπάρχει και - μέσα από τις οργανώσεις καταναλωτών και μετόχων - οργανώνονται πιέσεις για προώθηση της κοινωνικής, της περιβαλλοντικής και της χωροταξικής υπευθυνότητας. Φόρουμ, όπως το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε, στα οποία συναντώνται, μεταξύ άλλων, όσοι προωθούν την κοινωνική στράτευση των πολιτών μέσα στην οικονομία, αποδεικνύουν τον πλούτο των εμπειριών και των μεν και των δε, (σ.σ. καταναλωτών και μετόχων)».(«LE MONDE diplomatique», από την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 8/12/2002).
Μα, αν όλ' αυτά δεν είναι πολιτική υποταγής των μαζών στο σύστημα και ένα μέσο για τη σωτηρία του τότε τι είναι;