Τα ποιήματα της συλλογής αυτής μελαγχολούν και αγωνιούν για το πού βαδίζει η κοινωνία, αλλά και διαλεκτικά αισιοδοξούν: «Είναι πολύ νωρίς να πεις ότι ηττηθήκαμε./ Δεν είναι το τέλος ούτε η αρχή της φρίκης». Ο Π. Καραβασίλης, επισημαίνοντας ότι «Οταν κλείνουμε τα μάτια μας/ το αύριο για κανέναν δεν είναι σίγουρο», και υπονοώντας το αδηφάγο κεφάλαιο ξανακάνει τους λαούς σαν τους «Αθλίους» του Ουγκό, λέει «Στο αριστερό μου χέρι έχω την ημερομηνία του 1789/ και τα κηροπήγια του Γιάννη Αγιάννη», αφού «Σε αυτήν τη δικτατορία της πανελεύθερης αγοράς/ Μας θάβουν τις νύχτες και μας πωλούν/ την ημέρα, φτιάχνοντας τρύπες/ που ορίζουν τα κανόνια και οι σφαίρες».
Σ' αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, ο Π. Καραβασίλης, επισημαίνοντας ότι «Αν δεν τραγουδήσουμε χάνεται οριστικά/ ο βηματισμός της μνήμης μας», αντιτάσσει στίχους σαν αυτούς: «Μικρά μικρά αγάλματα ανασταίνονται/ από τα σταχτοδοχεία της Ιστορίας./ Τα αγάλματα είμαστε εμείς δεν είναι σπασμένα»...