Το ιταλικό τμήμα του ICOMOS παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο η ιταλική κυβέρνηση ξεπουλά την πολιτιστική κληρονομιά της γειτονικής χώρας
Πρόκειται, δηλαδή, για ένα νομοσχέδιο που θέλει να εφαρμόσει την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης για υπαγωγή του πολιτισμού στην ενδυνάμωση της «ανταγωνιστικότητας» του κεφαλαίου. Αυτό το τελευταίο δεν το ομολογούν όλοι οι αντιδρώντες στο σχέδιο Οργανισμού, δεδομένου ότι προέρχονται από πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν τον «πυρήνα» αυτής της πολιτικής, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος.
Σε αρκετούς, αυτό το σχέδιο προκάλεσε την «ταύτιση» του υφυπουργού Πολιτισμού, Π. Τατούλη, με τον Ιταλό πρωθυπουργό, Σ. Μπερλουσκόνι, ο οποίος, ήδη από το 2001, ανακοίνωσε μια σειρά νόμων για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας στους ιδιώτες, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ανεξάρτητα από το «ύφος» των πολιτικών εκπροσώπων του κεφαλαίου (ο Μπερλουσκόνι ασκεί την ίδια πολιτική με τον Κ. Καραμανλή αλλά ο πρώτος φέρει τη «σφραγίδα» του «γραφικού»), το παράδειγμα της Ιταλίας είναι χαρακτηριστικό για το πού οδηγούνται τα πράγματα σε σχέση με την πολιτιστική κληρονομιά. Η αναφορά1 του ιταλικού τμήματος του ICOMOS (Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών) για το θέμα - που περιλαμβάνεται στον ετήσιο κατάλογο του ICOMOS «Πολιτιστική κληρονομιά σε κίνδυνο» - είναι άκρως διαφωτιστική, ακόμη και όταν οι συντάκτες της αποφεύγουν να θίξουν τη βασική αιτία της απειλής: Τον καπιταλισμό.
Αν νομίζετε ότι «αυτά δε γίνονται στην Ελλάδα» διαβάστε τα επιχειρήματα των υπερασπιστών του ξεπουλήματος στην Ιταλία και η ομοιότητα με τους εγχώριους υπερασπιστές θα σας τρομάξει: «Οι υπερασπιστές της πώλησης των περιοχών πολιτιστικής κληρονομιάς υποστηρίζουν ότι το κράτος δεν είναι ικανό να προστατεύσει επαρκώς αυτήν την απέραντη κληρονομιά και ότι η συμμετοχή των ιδιωτικών χρημάτων είναι απαραίτητη. Υποστηρίζουν ότι είναι καλύτερο να πωληθεί η λιγότερο σημαντική κληρονομιά έτσι ώστε η σημαντικότερη να προστατευτεί επαρκώς».
Ακόμη και αστοί οικονομολόγοι που ασχολούνται με την πολιτιστική κληρονομιά έχουν επισημάνει ότι «δεν είναι σωστό να δοθεί μόνο αγοραστική αξία στην πολιτιστική κληρονομιά», αφού η πολιτιστική κληρονομιά φέρει και «άλλες μη μετρήσιμες παραμέτρους ή παραμέτρους που είναι δυσκολότερο να μετρηθούν», αλλά που επηρεάζουν «τον τρόπο με τον οποίο η κληρονομιά γίνεται αντιληπτή και εκτιμείται τοπικά και συνολικά». Τέτοιες παράμετροι είναι «η πολιτιστική και περιβαλλοντική δυνατότητα της κληρονομιάς να συμβάλλει στην ευημερία των τοπικών κοινοτήτων», η εκπαιδευτική αξία αλλά και η «αντιπροσωπευτική αξία», δηλαδή «πώς ένα αγαθό μπορεί να είναι ένα σύμβολο μιας κοινωνίας και του παρελθόντος της». Ετσι, «η παρούσα τάση ιδιωτικοποίησης περιοχών πολιτιστικής κληρονομιάς διακινδυνεύει την απώλεια της σημασίας τους, ως ισορροπίας και έκφρασης διαφορετικών αξιών και την απώλεια της αυθεντικότητάς τους (...) Αυτό έχει τρομερές συνέπειες για μια περιοχή που ο ιδιώτης ιδιοκτήτης της δε θα τη βλέπει πλέον ως κερδοφόρα και έτσι θα ενθαρρυνθεί μια διαδικασία γρήγορης πώλησης των μη κερδοφόρων ιδιοκτησιών ή του περιεχομένου τους, όπως τα έπιπλα ή τα αντικείμενα τέχνης, με σκοπό την εύρεση μετρητών για τις επισκευές». Εδώ το ιταλικό ICOMOS φέρνει το παράδειγμα της Αγγλίας, όπου κτίρια καταστράφηκαν από τους ιδιοκτήτες που δεν ήταν ικανοί να τα διατηρήσουν, «έως ότου έπρεπε να εισαχθεί συγκεκριμένη νομοθεσία» το 2002.
Ο κίνδυνος αυτός αφορά και στην Ελλάδα, αφού η εμπορευματοποίηση - τουριστικοποίηση της έννοιας του «παραδοσιακού» δίνει ένα ακόμη χτύπημα στους εναπομείναντες κατοίκους της υπαίθρου (οι οποίοι ήδη βρίσκονται υπό διωγμόν λόγω της διάλυσης της παραγωγικής τους βάσης) και βέβαια μετατρέπουν το αρχιτεκτονικό περιβάλλον σε ...«οικοτουριστικές» «ντίσνεϊλαντ».
Σημείωση
1. Η μετάφραση από τα αγγλικά είναι ελεύθερη χωρίς να αλλοιώνεται η ουσία