Στη συνέχεια, έρχεται ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Κυριακόπουλος και ζητά την κατάργηση ουσιαστικά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, αλλά και των κλαδικών συμβάσεων. Να δεχτούν, πρότεινε, οι εργαζόμενοι σε κλάδους που δεν είναι «ανταγωνιστικοί», π.χ. Κλωστοϋφαντουργία ή σε περιοχές με μεγάλη ανεργία, να προσλαμβάνονται σε δουλιά με λιγότερα χρήματα απ' ό,τι προβλέπει η ΕΓΣΕΕ ή η κλαδική Συλλογική Σύμβαση (!) Τότε η αύξηση για τους υπόλοιπους «μπορεί να είναι πολύ γενναιόδωρη». Διαφορετικά, η αύξηση θα είναι «πάρα πολύ μικρή».
Και συνέχισε.
«Ας ρωτήσουμε τους άνεργους εάν δέχονται να εργαστούν μ' αυτούς τους όρους». «Ο σημερινός βασικός μισθός είναι καλύτερος από το επίδομα της ανεργίας». «Οι νέοι πτυχιούχοι μπορούν να απασχολούνται με μειωμένη αμοιβή».
Σε όλο του το μεγαλείο ο εκβιασμός, η πρόκληση και η ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά ολοφάνερη η στόχευσή του.
Είναι η συσσώρευση του μέγιστου δυνατού κέρδους μέσα από τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Τα επιχειρήματα της ανταγωνιστικότητας και της αντοχής της οικονομίας χρησιμοποιούνται, για να αποπροσανατολίσουν τη σκέψη των εργαζόμενων, να τους αδρανοποιήσουν και να τους κάνουν να συμβιβαστούν.
Για άλλη μια φορά πιστεύουμε ότι πρέπει να μιλήσουμε για την ουσία του ζητήματος. Ξέρουμε ότι δεν αντιμετωπίζουμε κάποιες καινούριες θεωρίες, όπως ξέρουμε ακόμη ότι τέτοια επιχειρήματα έχουν απαντηθεί πολλές φορές, από τον προπερασμένο αιώνα μέχρι σήμερα.
Θα κάνουμε μια προσπάθεια να ξαναθυμηθούμε, μεταφέροντας στο χαρτί, όσο πιο απλά γίνεται, τι είπε στα μέσα του 19ου αιώνα ο Μαρξ για τους μισθούς και το κέρδος και πόσο επίκαιρα είναι για όλα αυτά σήμερα.
Θέλουμε να κατανοηθεί και από τον πιο άπειρο και νέο εργαζόμενο η ακούραστη προσπάθεια των δυνάμεων που στηρίζουν τον καπιταλισμό (είναι άλλωστε ζωτικής σημασίας ζήτημα γι' αυτόν), για την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και για τη φθορά της ταξικής συνείδησης των εργαζομένων, αλλά και την αναγκαιότητα της ολοκληρωμένης ταξικής πάλης από ολόκληρη την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.
Σ' αυτή τη διάλεξη, αναφέρθηκε στην υπεραξία, στο κέρδος, στη σχέση μισθών και τιμών και στο χρόνο εργασίας.
Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης είναι αντικειμενικός νόμος του καπιταλισμού.
Η αστική τάξη αρνείται την ύπαρξη της εκμετάλλευσης, γιατί ακριβώς είναι η εκμεταλλεύτρια τάξη. Γι' αυτό υποστηρίζει ότι στη διαδικασία της παραγωγής το κεφάλαιο και η εργασία δημιουργούν νέες αξίες και ο καθένας παίρνει μια «αμοιβή», ανάλογα μ' αυτό που προσφέρει. Το κέρδος είναι η «αμοιβή» του κεφαλαίου του επιχειρηματία, όταν πουλά τα εμπορεύματά του στην αγορά και ο μισθός είναι η «αμοιβή» για την εργασία. Αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα. Αυτός που παράγει νέες αξίες, αυτός που δίνει ζωή στα μέσα παραγωγής και δημιουργεί τον κοινωνικό πλούτο και το κέρδος στον καπιταλισμό είναι μόνο ο εργαζόμενος, που πουλά την εργατική του δύναμη στον καπιταλιστή για να ζήσει.
Εκεί δημιουργείται η υπεραξία, ο κλεμμένος χρόνος εργασίας, ο απλήρωτος χρόνος, δηλαδή ο χρόνος που ο εργαζόμενος δουλεύει για τον εργοδότη του και όχι για τον εαυτό του.
Κι αυτό αφορά και τους εργάτες στην παραγωγή, στο χώρο όπου παράγεται η υπεραξία, αλλά και τους εργαζόμενους στο εμπόριο και τις υπηρεσίες. Γιατί, αν δεν υπήρχε ο χώρος του εμπορίου, δε θα μπορούσαν να πουληθούν τα εμπορεύματα και να πραγματοποιηθεί η υπεραξία. Αλλά και οι επιστήμονες που δουλεύουν στα μονοπώλια και πουλάνε την εργατική τους δύναμη, δημιουργούν υπεραξία, αφού τα προϊόντα της εργασίας τους είναι ιδιοκτησία των μονοπωλίων και όχι δικά τους.
Η εργατική τάξη, λοιπόν, μπορεί να υπάρχει δίχως τους εκμεταλλευτές της, ενώ οι καπιταλιστές δεν μπορούν να υπάρχουν δίχως την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.
Αυτός ο διαχωρισμός του χρόνου εργασίας, βέβαια, σε αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο δε φαίνεται, γι' αυτό συγκαλύπτεται η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο.
«Η ιστορία των μισθών είναι μια ιστορία απόκρυψης του χρόνου εργασίας», σημειώνει ο Μαρξ.
Το καλοκαίρι που πέρασε ψηφίστηκε νόμος για τη λεγόμενη «διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου». Τώρα οι 48 ώρες δουλιάς τη βδομάδα μπορούν «νόμιμα» να γίνουν μέχρι και 65 ώρες και οι εργαζόμενοι ως σύγχρονοι σκλάβοι να δουλεύουν όποτε και όσο θέλουν οι εργοδότες τους. Η εργατική δύναμη έγινε ακόμη πιο φτηνή και χειραγωγήσιμη. Το κεφάλαιο και τα στηρίγματά του όμως δεν ικανοποιήθηκαν, ούτε και μ' αυτό το νόμο.
Ρίχνουν, λοιπόν, στο τραπέζι τα «επιχειρήματα» του κ. Γκαργκάνα και του κ. Κυριακόπουλου. Προτείνουν κατάργηση της Κυριακής αργίας και περιμένουν αντιδράσεις από τους όψιμους αγωνιστές της ΠΑΣΚΕ, της Αυτόνομης Παρέμβασης, αλλά και της ΔΑΚΕ. Τα μεγάλα λόγια και οι λεονταρισμοί είναι η απάντηση.
Τώρα, όλοι έχουν συσσωρευμένες εμπειρίες από την πολιτική και πρακτική της ΕΕ, των κομμάτων του κεφαλαίου, τις ψευδαισθήσεις που σπέρνει ο ΣΥΝ και τους κάθε λογής συμβιβασμούς που κάνει.
Τώρα, πρέπει και μπορούν να συσπειρωθούν γύρω από τα ταξικά συνδικάτα και το ΠΑΜΕ. Να βάλουν φρένο στην ασυδοσία των δυνάμεων του κεφαλαίου και να απαιτήσουν όλα όσα δικαιούνται γι' αυτούς και τα παιδιά τους.
Τώρα, ο κόμπος έφτασε στο χτένι.
Δε φτάνει να λέμε, τόσα είχα, τόσα έχασα. Πρέπει να μπαίνουμε στην καρδιά του ζητήματος. Οτι ακόμη κι αν η εργατική τάξη καταφέρει να πάρει αυξήσεις, όπως στην περίοδο που το κίνημά της ήταν πιο ισχυρό και ο καπιταλισμός με λιγότερα προβλήματα, άρα μπορούσε να παραχωρεί κάποια δικαιώματα στους εργαζόμενους, οι αυξήσεις αυτές θα είναι μείωση αν υπολογιστεί και η εκμετάλλευση που αυξάνεται μέσα από τις «ευέλικτες» μορφές εργασίας, αλλά και για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζόμενων. Αλλωστε, η εκμετάλλευση ποτέ δε σταμάτησε και δε θα σταματήσει όσο υπάρχει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Οι ρυθμοί αύξησής της ήταν μικρότεροι. Στο εκμεταλλευτικό κοινωνικό σύστημα ο εργάτης είναι εμπόρευμα, ένα ιδιόμορφο όμως εμπόρευμα, που έχει τη δυνατότητα να μιλά και να αγωνίζεται.
Ο αγώνας για τους μισθούς και ο αγώνας για τον περιορισμό των ωρών εργασίας, αλλά και για καλύτερες συνθήκες δουλιάς ήταν πάντα στο κέντρο της ταξικής πάλης.
Οι καπιταλιστές προσπαθούσαν να αποδείξουν πως μια αύξηση των μισθών θα έφερνε και αύξηση των τιμών και του πληθωρισμού.
Είναι η περίφημη θεωρία του «φαύλου κύκλου».
Ο πραγματικός φαύλος κύκλος όμως είναι η αυξανόμενη αναρχία όλου του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής και η προσπάθεια να πληρώνεται η εργατική δύναμη, όσο πιο φθηνά γίνεται, για να αυξάνονται τα κέρδη των καπιταλιστών.
Ομως ο οικονομικός αυτός αγώνας της εργατικής τάξης πρέπει να συνδέεται και με τον πολιτικό και ιδεολογικό αγώνα. Το όπλο που έχουν οι εργάτες στα χέρια τους είναι η ιδεολογία του μαρξισμού - λενινισμού. Καθοδηγητής σ' αυτόν τον αγώνα είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ο Μαρξ στο βιβλίο του «Μισθός, τιμή και κέρδος», σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η εργατική τάξη πρέπει να καταλάβει ότι μαζί με όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει το καπιταλιστικό σύστημα, εγκυμονεί ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές, που είναι απαραίτητες για έναν οικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Από το συντηρητικό σύνθημα: "Ενα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα", θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: "Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας"».