Κυριακή 25 Ιούνη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πανεπιστήμιο και κίνημα παιδείας

Αποτύπωση σκέψεων με αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις και την επικείμενη Σύνοδο των υπουργών Παιδείας του ΟΟΣΑ

1. Το στρατηγικό σχέδιο για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, που χαράσσεται από τους διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς και τις εθνικές κυβερνήσεις, αποσκοπεί κυρίως στην επίταξη του εκπαιδευτικού μηχανισμού διαμέσου των αναγκαίων μεταρρυθμίσεών του στην αντιμετώπιση δομικών προβλημάτων της καπιταλιστικής οικονομίας και κατεξοχήν αυτού της αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και εκείνου της ανεργίας, προβλήματος που απειλεί με θανάσιμη διάρρηξη τον κοινωνικό ιστό του συστήματος. Στην εξυπηρέτηση αυτού του στρατηγικού στόχου, ο εκπαιδευτικός τομέας, και κατεξοχήν αυτός της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, επιλέγεται να συμβάλει και μάλιστα τόσο αποφασιστικά όσο υποδηλώνει και η ιδεολογική μετονομασία της καπιταλιστικής κοινωνίας του 20ού αιώνα σε κοινωνία της γνώσης.

Πρέπει επιτέλους να γίνει αντιληπτό ότι ιδιαίτερα η ανεργία -απόρροια κυρίως της μεταβολής στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου σε μια εποχή ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων - λειτουργεί ως εφιάλτης όχι μόνο για τους εργαζόμενους, που συνειδητοποιούν με όλο και πιο επώδυνο τρόπο τη δυσκολία διασφάλισης μιας προσωρινής, έστω, εργασιακής θέσης, αλλά και για την ίδια την άρχουσα τάξη, καθότι συντελεί αντικειμενικά στη διαμόρφωση ενός πεδίου έντονων κοινωνικών τριγμών και δονήσεων.


2. Στην επιδίωξή του να απορροφήσει τη δυναμική των νέων τεχνολογιών στις δομές του χωρίς σημαντικούς κοινωνικούς κραδασμούς, ο παγκόσμιος καπιταλισμός ωθείται στην αξιοποίηση της εκπαίδευσης ως μηχανισμού:

α) κατάρτισης απασχολήσιμων, και

β) διαμέσου του οποίου επιχειρείται, ιδιαίτερα στον ευαίσθητο χώρο της νεολαίας, η διάπλαση συνείδησης υπακοής και συμμόρφωσης προς ό,τι η λογική της καπιταλιστικής οικονομίας επιτάσσει ως ρεαλιστική στάση ζωής.

3. Η ένταξη των εκπαιδευτικών θεσμών στο στρατηγικό σχέδιο αντιμετώπισης των δομικών προβλημάτων της καπιταλιστικής οικονομίας, και κατεξοχήν αυτού της ανεργίας, εντάσσεται και προωθείται στο πλαίσιο ευρύτερων πολιτικών σχεδιασμών και έχει ως συνέπεια τη συρρίκνωση της όποιας σχετικής αυτονομίας των εκπαιδευτικών θεσμών και, ειδικότερα του πανεπιστημίου, καθώς και τη συναφή υποβάθμιση της βασικής έρευνας και της όποιας καλλιέργειας κριτικής σκέψης, στοιχείο που τεκμηριώνεται και με την αντίστοιχη υποβάθμιση της λεγόμενης ανθρωπιστικής παιδείας στο πλαίσιο των προγραμμάτων σπουδών της μεγάλης πλειοψηφίας των ιδρυμάτων όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων.

Από την άλλη πλευρά, η υποστήριξη του πανεπιστημίου ως θεσμού, που χωρίς εξαρτήσεις, σε συνθήκες αυτονομίας, προάγει την κριτική σκέψη και παράγει βασική γνώση και έρευνα, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν αίτημα που έπαψε δήθεν προ πολλού να παράγει ιδεολογικά αποτελέσματα. Είναι, σε τελική ανάλυση, ένα πολιτικό επιχείρημα, που με διαφορετική, κατά καιρούς, φιλοσοφική επένδυση, είχε και, ως ένα βαθμό, εξακολουθεί ακόμη να έχει διακεκριμένη θέση στην κλίμακα των αξιών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων ευρέος φάσματος, αλλά και στη συνδικαλιστική πρακτική διδασκόντων και φοιτητών και προς τούτο πρέπει να τύχει αξιολόγησης και κριτικής αντιμετώπισης από μαρξιστική κατεύθυνση.

Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να καταγραφούν χαρακτηριστικά ρεύματα και «στιγμές» μιας τέτοιας αντίληψης για τον αυτόνομο κοινωνικό ρόλο του πανεπιστημίου:

- Ο ρομαντισμός του 19ου αιώνα, όπως εκπροσωπήθηκε ιδιαίτερα στη Γερμανία από στοχαστές όπως ο Hchte και ο ScHdermacher.

- Ο ανθρωπισμός, όπως εκπροσωπήθηκε επίσης σε γερμανικό έδαφος από τον Humboldt και όπως υπηρετήθηκε, κυρίως στη σοσιαλδημοκρατική Ευρώπη του 20ού αιώνα, μέχρι την επέλαση του νεο-φιλελευθερισμού περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970.

- Ο νεορομαντισμός της δεκαετίας του 1960 και των αρχών εκείνης του 1970, που αναπτύχθηκε, κυρίως στο πλαίσιο φοιτητικών κινημάτων, κάτω από την επίδραση υπαρξιστικών ιδεών και ελευθεριακών αντιλήψεων.

- Ο μετα-μοντερνισμός της δεκαετίας του 1990 και των πρώτων χρόνων του 21ου αιώνα με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Jacques Demda.

Από μαρξιστική άποψη, η απόλυτη αυτονομία του πανεπιστημίου, και γενικότερα των εκπαιδευτικών θεσμών, από την οικονομία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Σε μια παραδοσιακή μαρξιστική θεώρηση του πανεπιστημίου ως θεσμού του εποικοδομήματος, ο σε τελική ανάλυση προσδιορισμός του από την παραγωγική βάση της κοινωνίας θεωρείται δεδομένος. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, όμως, και με δεδομένη μια ολοένα και πιο οργανική σύνδεση της επιστήμης και της τεχνικής με την καπιταλιστική οικονομία, τα όρια ακόμη και μιας σχετικής αυτονομίας του πανεπιστημίου απέναντι στην οικονομική δομή καθίστανται συνεχώς και πιο δυσδιάκριτα, γεγονός που επίσης απαιτεί επιστημονική και πολιτική ερμηνεία και αξιοποίηση με δεδομένη την ιδιοτυπία του.

4. Απαιτείται, συνεπώς, όχι απλώς να επισημαίνεται, αλλά να καταδειχτεί επί του πεδίου η εξάρτηση του σύγχρονου πανεπιστημίου από την καπιταλιστική οικονομία, ανιχνεύοντας το γενικό περίγραμμα αυτής της εξάρτησης (βλ. σχετικά και τη λεγόμενη στρατηγική της Λισαβόνας), αλλά και τους επιμέρους κόμβους της, μέσα από τα επίσημα ντοκουμέντα διεθνών καπιταλιστικών οργανισμών, με έμφαση σε αυτά του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ειδικότερα, μια σχετική μελέτη και έρευνα πρέπει να λάβει υπόψη της ότι:

- Η ολοένα και πιο άμεση εξάρτηση του πανεπιστημίου από την καπιταλιστική οικονομία έχει τη δομική αφετηρία της στην προώθηση αναδιαρθρώσεων στον τομέα των παραγωγικών σχέσεων, με αιχμή την καθιέρωση και επέκταση ελαστικών εργασιακών σχέσεων μερικής ή και προσωρινής απασχόλησης.. Με αυτή την έννοια, η Λευκή Βίβλος για την εκπαίδευση και την κατάρτιση δεν εξειδικεύει απλά το περιεχόμενο της Λευκής Βίβλου για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση στον εκπαιδευτικό τομέα, αλλά αναδεικνύει την ίδια την εκπαίδευση σε διαδικασία αιχμής για την αντιμετώπιση των κοινωνικών και ιδεολογικών συνεπειών της ανεργίας.

- Το σχέδιο εκπαιδευτικής στρατηγικής που αποτυπώνεται, αρχικά, στη Λευκή Βίβλο για την εκπαίδευση και την κατάφαση και η πραγμάτωση του οποίου προβλέπεται να κορυφωθεί το 2010 με τη διαμόρφωση του λεγόμενου Ευρωπαϊκού Χώρου για την Ανώτατη Εκπαίδευση, προωθήθηκε, ως γνωστόν, και εξειδικεύτηκε στη συνέχεια με πολιτικά κείμενα - αποφάσεις, όπως οι Διακηρύξεις Σορβόνης (1998), Μπολόνια (1999), Πράγας (2001), Βερολίνου (2003), Μπέργκεν (2005). Προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο στόχος της διαμόρφωσης και «διά βίου» κατάρτισης απασχολήσιμων, αποφασίστηκαν μεταξύ άλλων οι εξής χαρακτηριστικές δράσεις εκπαιδευτικής πολιτικής:

- Αναδιαρθρώσεις των προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, προκειμένου αυτά να προσλάβουν χαρακτήρα ταχύρυθμης επαγγελματικής κατάρτισης.

- Διαμόρφωση πρώτου κύκλου μεταπτυχιακών σπουδών με χαρακτήρα περαιτέρω εξειδίκευσης, άμεσα συνδεδεμένης με τις ανάγκες της παραγωγής και αγοράς εργασίας. Είναι προφανές ότι για το μεγαλύτερο ποσοστό του φοιτητικού πληθυσμού ακόμη και αυτός ο πρώτος κύκλος μεταπτυχιακών σπουδών θα παραμείνει απροσπέλαστος. Μόνη «διέξοδος» η προσφυγή στα λεγόμενα Ινστιτούτα Διά Βίου Εκπαίδευσης (ΙΔΒΕ).

- Η ουσιαστική κατάργηση του ενιαίου πτυχίου διαμέσου του λεγόμενου συμπληρώματος διπλώματος, που οδηγεί τους φοιτητές σε στενά ατομική αναζήτηση «μονάδων», προκειμένου να διαμορφώσουν τη δική τους ευλύγιστη τακτική στο μείζον ζήτημα της επαγγελματικής απασχόλησης. Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται να διαμορφωθεί όχι μόνο η πρακτική των απασχολήσιμων, αλλά κυρίως η βαθύτατα ατομικιστική συνείδησή τους, φραγμός εξ αντικειμένου σε κάθε συλλογική μορφή δραστηριότητας και αμφισβήτησης.

- Αλλαγές στον τρόπο διοίκησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ταχύρυθμης και ευλύγιστης επιχειρηματικής πλέον πρακτικής τους. Ο θεσμός των managers δε θα αργήσει να αντικαταστήσει τα συλλογικά όργανα διοίκησης.

- Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με βάση τις επιχειρηματικές και, πάντως, ποσοτικά μετρήσιμες, «αξίες» της παραγωγής και της αγοράς.

- Εδραίωση ελαστικών σχέσεων εργασίας και μερικής απασχόλησης τόσο για το διδακτικό, όσο και για το διοικητικό προσωπικό των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

5. Η ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις και οι προσαρμογές που αυτή υπαγορεύει στο εκπαιδευτικό σύστημα καθιστά προβληματικό έως αδύνατο το μεσο-μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της ζωής των νέων τόσο σε επαγγελματικό, όσο και σε δια-προσωπικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση η απαιτούμενη από τη λογική του συστήματος ελαστικότητα των εργασιακών σχέσεων προσκρούει στην υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου για τη διαμόρφωση ενός σταθερού εργασιακού και ευρύτερα κοινωνικού περιβάλλοντος, γεγονός που δημιουργεί αντικειμενικά σημαντικό πεδίο παρέμβασης από την πλευρά των ριζοσπαστικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και κινημάτων.

Υποστηρίζω ότι οι πολιτικές με τις οποίες εξειδικεύεται η καπιταλιστική εκπαιδευτική στρατηγική στο σύγχρονο πανεπιστήμιο δημιουργούν αντικειμενικά τους όρους για μια ταχύτερη συνειδητοποίηση της σπουδάζουσας νεολαίας ως προς την τύχη που την περιμένει στον κόσμο της εργασίας και, κυρίως, σε αυτόν της ανεργίας, γεγονός που συντείνει:

- στη διαμόρφωση ενός πρωτόγνωρου και αξιοποιήσιμου πεδίου συσπείρωσης σπουδάζουσας νεολαίας με τη σύγχρονη εργατική τάξη και το διεκδικητικό κίνημά της

- στην ανάδειξη μιας διάστασης συνέχειας στην ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού κινήματος νεολαίας, που, σε αντίθεση προς εκείνα του '60 και του '70, έχει πλέον τη δυνατότητα να μην εγκλωβιστεί στα βραχυπρόθεσμα όρια και τις όποιες ψευδαισθήσεις συνόδευαν μέχρι χτες τις πανεπιστημιακές σπουδές: με έναν ιδιόρρυθμο και οπωσδήποτε οδυνηρό τρόπο ο νέος σπουδαστής και η νέα σπουδάστρια βιώνουν σήμερα τη συνέχεια στη ζωή τους ως άρνηση, ως απουσία προοπτικής, ένα αδιέξοδο ριζωμένο πλέον στη συνείδηση μεγάλων τμημάτων της νεολαίας.

6. Στο βαθμό που, όπως καταδεικνύεται με δραματικό τρόπο στην πράξη, οι προτεινόμενες από διεθνείς οργανισμούς (ΟΟΣΑ, ΕΕ κ.ά.) εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στοχεύουν στη διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος ως ολότητας, πρέπει να γίνει σαφές ότι το περιεχόμενο και οι μορφές της καπιταλιστικής εκπαιδευτικής στρατηγικής στις μέρες μας δεν μπορούν να αμφισβητηθούν αποτελεσματικά, παρά από κίνημα παιδείας που:

- θα τείνει να προσλάβει τη δυναμική καθολικής αμφισβήτησης του συστήματος, τη δυναμική μιας καθολικότητας που, ενάντια σε κάθε πνεύμα και πρακτική σεκταρισμού, πρέπει να αντανακλάται στη συνεχή διεύρυνση του μετώπου πάλης και σε κοινωνικό και σε πολιτικό επίπεδο

- θα αναδεικνύει και θα συγκρούεται όχι μόνο με τις ιδεολογικές/ πολιτιστικές συνέπειες της λεγόμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και της εμπορευματοποίησης της παιδείας, αλλά και με τα δομικά αίτια, με τις παραγωγικές δομές του καπιταλισμού που απαιτούν και υπαγορεύουν αυτή τη μεταρρύθμιση

- θα προβάλλει διεκδικήσεις που αφορούν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών δραστηριοτήτων οργανικά συνδεδεμένων μεταξύ τους, τις οποίες ο σύγχρονος καπιταλισμός τείνει να τις αποσυνδέσει και να τις κατακερματίσει (σπουδές, εργασία, πολιτισμός, οικογένεια)

- θα επιδιώκει την ανάγκη ενός συντονισμού σε διεθνές επίπεδο με αντίστοιχα κοινωνικά κινήματα, καθότι σε τελική ανάλυση στη διεθνή στρατηγική που επιχειρεί να συνθέσει και να προωθήσει η αστική τάξη, διεθνή χαρακτηριστικά πρέπει να προσλάβει και το κίνημα της ανατροπής της

- θα καλλιεργεί τη δυναμική ένταξης των καθημερινών αγώνων για την παιδεία στην προοπτική/ σύνθεση μιας νέας κοινωνίας με σοσιαλιστικό - κομμουνιστικό ορίζοντα και προοπτική.

ΣΗΜ.: Τα άρθρα συνεργατών μας απηχούν τις απόψεις τους


Του
Αλέξανδρου Α. ΧΡΥΣΗ*
* Ο Αλέξανδρος Α. Χρύσης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ