Το έχουμε πει πολλές φορές και θα το ξαναπούμε μιαν ακόμη. Ο,τι καλύτερο έχουν να προσφέρουν τα κανάλια είναι τα ντοκιμαντέρ, που ενημερώνουν και ψυχαγωγούν και ταυτόχρονα μάς ταξιδεύουν. Ενα ταξίδι με πλοίο είναι ό,τι ωραιότερο μπορεί να χαρίσει στον έρημο κάτοικο της Αθήνας και των μεγάλων αστικών πόλεων η ΕΤ-2 στις 19.30, απόψε. Για να ακριβολογούμε, δεν πρόκειται να επιβιβαστούμε αλλά να ακολουθήσουμε τα, ενίοτε, υγρά ίχνη του Κωνσταντίνου Βολονάκη (1837 - 1907). Του μεγάλου Ελληνα ζωγράφου που άκουσε τη φωνή της θάλασσας και την έκανε έργο τέχνης, αμύθητης αξίας. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο μεγάλος ζωγράφος γεννήθηκε στην Κρήτη το 1837. Ετσι ήρθε από νηπιακή ηλικία σε άμεση επαφή με το υγρό στοιχείο. Με τα κύματα, με τις παράξενες αλλά υπέροχες αποχρώσεις της απέραντης θάλασσας, με το σιγανό, αλλά το τόσο μελωδικό και αισθησιακό τραγούδι της. Λάτρεψε το υγρό στοιχείο που μέσα του ρίζωσε και έγινε υμνητής του. Το 1856 θα τον συναντήσουμε στην Τεργέστη. Τι κάνει άραγε ο καλλιτέχνης σ' αυτό το ναυτικό εμπορικό κέντρο; Είναι απλώς ένας λογιστής στον εμπορικό οίκο του θείου του Γιώργου Αφεντούλη. Ομως, το ταλέντο του είναι πιο δυνατό από τους αριθμούς, από το κλείσιμο των λογιστικών βιβλίων, από το εμπόριο, από το χρώμα και τη δύναμη του χρήματος. Ετσι, παίρνει την απόφαση και εγκαταλείπει όλα όσα του υπόσχονται μια σταθερότητα και ένα... λαμπρό μέλλον. Αφοσιώνεται στη μεγάλη του αγάπη, την Τέχνη. Με τη συνδρομή της οικογενείας του έρχεται στο Μόναχο και το 1864 γράφεται στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Και ποιον νομίζετε ότι είχε συμφοιτητή; Τον Νικόλαο Γύζη. Στο Μόναχο, "τας νέας Αθήνας", όπως ονομαζόταν την εποχή εκείνη η πόλη αυτή, λόγω των δεσμών της με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, οι σπουδές του Βολονάκη είναι γόνιμες και σύντομα θα βγάλουν καρπούς. Στο πρώτο στάδιο ασχολείται με την τοπογραφία και αργότερα, όπως είναι φυσικό, με τη θαλασσογραφία... Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είναι τραγικά. Ο Βολονάκης εργάζεται με ημερομίσθιο στο κορνιζοποιείο του Γλυτσού στον Πειραιά. Το διάστημα αυτό, δηλαδή από το 1903 μέχρι και το θάνατο του, πορεύεται καταρρέοντας. Ακολουθεί τη μοίρα πολλών, των περισσότερων μεγάλων. Είναι μόνος, είναι άρρωστος, είναι χωρίς χρήματα, χωρίς φίλους αλλά εξακολουθεί να ζωγραφίζει. Στις 29 Ιούνη του 1907, ο μεγάλος θαλασσογράφος πεθαίνει, ενώ ο Παύλος Νιρβάνας γράφει με πικρία: "Ησαν πέντε άνθρωποι στην κηδεία του. Η επιστημονική επιμέλεια είναι του Μάνου Στεφανίδη. Συνεργάτες: Νέλη Μισσιρλή, Μαρίνα Πλάκα - Λαμπράκη. Σκηνοθεσία: Σταμάτης Τσαρούχας.