Πρόκειται, ασφαλώς, για ομολογία, η οποία δικαιώνει όλους εκείνους, που, από την πρώτη στιγμή της προώθησης του μέτρου από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το είχαν καταγγείλει σαν άδικο, που θα έπληττε - όπως και έπληξε - τα πιο φτωχά τμήματα των μικρομεσαίων στρωμάτων, αυτά δηλαδή που στροβιλίζονται από την καπιταλιστική κρίση και την εχθρική κυβερνητική πολιτική.
Αυτή, βέβαια, είναι η μια όψη του νομίσματος. Η ηθική. Η άλλη, που είναι και το "ψητό", η ουσία, αφορά στην οικονομική και πολιτική διάσταση του θέματος. Κατ' αρχάς τι θα γίνει με τα επιπλέον ποσά φόρου - σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών ανέρχονται σε 250 δισ. δραχμές - που καταβάλανε το 1995 οι θιγόμενοι από ένα άδικο, σύμφωνα πλέον και με κυβερνητικό παράγοντα, μέτρο; Τι θα γίνει το 1996 και το 1997 που θα συνεχίσει να εφαρμόζεται το - άδικο - αυτό φορολογικό μέτρο; Θα συνεχίσουν οι μικρομεσαίοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες να καταβάλλουν νέες εκατόμβες στο φορολογικό Μινώταυρο, επειδή το πρόγραμμα "σύγκλισης" απαιτεί χρόνο με το χρόνο όλο και μεγαλύτερα έσοδα;
Και οι δύο αυτοί παράγοντες είναι αρκετά ισχυροί, για να πυροδοτούν τις αντιθέσεις μεταξύ των διαφόρων ομάδων στο ΠΑΣΟΚ. Αντιθέσεις, οι οποίες, βεβαίως, βρίσκουν έκφραση και στο οικονομικό επίπεδο. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι ο υπουργός Οικονομικών ανήκει στο στρατόπεδο του ακραιφνούς νεοφιλελευθερισμού, ενώ είναι εμφανής η προσπάθεια του Γ. Ανωμερίτη (ομάδα Τσοχατζόπουλου), να προσδώσει στη στυγνή κυβερνητική οικονομική πολιτική στοιχεία "κοινωνικής ευαισθησίας". Αυτό, όμως, που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι και οι δύο αυτές τάσεις συμφωνούν στον "ευρωπαϊκό" προσανατολισμό της χώρας και στην αναγκαιότητα της εφαρμογής του προγράμματος "σύγκλισης" και τη συνέχιση της πολιτικής λιτότητας.