Με το πρώτο σκέλος της δήλωσής του, ο Κ. Σημίτης προσπάθησε να αποποιηθεί τον τίτλο του φορομπήχτη πρωθυπουργού, υποστηρίζοντας ότι "δεν είναι πρωθυπουργός των φόρων". Λέει άραγε αλήθεια ή ψεύδεται ο Κ. Σημίτης; Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα, βρίσκεται στα επίσημα στοιχεία του κράτους. Βασικό κριτήριο, για να χαρακτηριστεί κάποιος "πρωθυπουργός των φόρων", είναι όταν το ετήσιο ποσοστό αύξησης των φορολογικών εσόδων (άμεσοι και έμμεσοι φόροι) του κράτους, ξεπερνούν το ετήσιο ποσοστό αύξησης του πληθωρισμού. Και δυστυχώς, για τον Κ. Σημίτη, τα επίσημα στοιχεία διαψεύδουν τον ισχυρισμό του, καθώς δείχνουν ότι στην τελευταία τριετία (1996 - 1998) το ποσοστό αύξησης των φόρων δεν είναι μόνο μεγαλύτερο του πληθωρισμού, αλλά χρόνο με το χρόνο η "ψαλίδα" αυτή μεγαλώνει.
Θα αναρωτηθεί ίσως κάποιος - και δικαιολογημένα: Είναι κακό για ΟΛΟΥΣ (και για τους πλούσιους και για τους φτωχούς) το να αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα ταχύτερα από τον πληθωρισμό; Θα ήταν δηλαδή κακό για τα πλατιά λαϊκά στρώματα αν κάποια κυβέρνηση και κάποιος πρωθυπουργός εξασφάλιζε αύξηση των φορολογικών εσόδων, ταχύτερη από τον πληθωρισμό, αλλά μόνο από την αύξηση των φόρων στους κεφαλαιοκράτες (μεγαλοεισοδηματίες - μεγαλοεπιχειρηματίες - μεγαλοαγρότες κλπ), χωρίς να θίξει τους μισθωτούς τους συνταξιούχους, τους εργαζόμενους αγρότες κλπ; Η απάντηση είναι, σαφώς ΟΧΙ. Δε συμβαίνει, όμως, κάτι τέτοιο με την πολιτική της κυβέρνησης. Η, για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Από τα αναλυτικά και επίσημα στοιχεία προκύπτει ότι στην τελευταία τριετία - που τα λαϊκά εισοδήματα μειώνονται, λόγω της αντιλαϊκής εισοδηματικής και γενικότερης πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας - έχουμε πολύ μεγαλύτερη αύξηση των φόρων που πληρώνουν οι μισθωτοί και συνταξιούχοι, σε σχέση με τους μεγαλοεισοδηματίες και τις μεγάλες επιχειρήσεις (το μερίδιο των φόρων των οποίων παραμένει στάσιμο ή και μειώνεται) παρά το γεγονός, πως τα κέρδη των τελευταίων γνωρίζουν μέρες δόξης λαμπρής...
Και να θέλουμε, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι η δήλωση του Κ. Σημίτη "θέλω να είμαι πρωθυπουργός των σωστών φόρων" είναι ειλικρινής, πάντα με την έννοια ότι η κυβέρνησή του εργάζεται και επιδιώκει τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών. Και να θέλουμε, δεν μπορούμε να πιστέψουμε, ότι ο Κ. Σημίτης, με τον όρο "σωστοί φόροι" εννοούσε ότι διεκδικεί να εφαρμόσει το άρθρο 4 του Συντάγματος, που ορίζει ρητά πως "κάθε Ελληνας πολίτης πρέπει να μετέχει στα δημόσια βάρη ανάλογα με τη φοροδοτική του ικανότητα". Η συγκεκριμένη συνταγματική επιταγή παραβιάστηκε και συνεχίσει να παραβιάζεται- συστηματικά και συνειδητά - στα 24 χρόνια από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, και από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.
Με βάση τα παραπάνω, είναι φανερό ότι ο "εκσυγχρονιστής" πρωθυπουργός, χρησιμοποιώντας τον όρο "σωστοί φόροι", νιώθει εντάξει με τον εαυτό του και τη συνείδησή του, καθώς ποτέ δεν είπε ότι εννοεί "δίκαιους φόρους". Και από την άλλη προσπαθεί να ξεγελάσει τους εργαζόμενους και το λαό. Στην πραγματικότητα, όμως, για τον πρωθυπουργό Κ. Σημίτη και την κυβέρνησή του, πίσω από τον όρο "σωστοί φόροι" κρύβεται η "βελτίωση", επί το αντιλαϊκότερο, του ισχύοντος φορομπηχτικού φορολογικού συστήματος. Και είναι σίγουρο, πως αν δεν υπάρξει η απαιτούμενη λαϊκή αντίσταση και αντεπίθεση στην ακολουθούμενη πολιτική του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ, η κυβέρνηση Σημίτη - υλοποιώντας την πρωθυπουργική εξαγγελία για "σωστούς φόρους" με τον ίδιο τρόπο που εφάρμοσε την πολιτική για τους "έχοντες και κατέχοντες" - θα φορτώσει και νέα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων.
Λάμπρος ΤΟΚΑΣ
Στην τελευταία τριετία (1996 - 1997 - 1998), που ο Κ. Σημίτης προϊσταται της κυβέρνησης των "εκσυγχρονιστών", έχουμε αύξηση πληθωρισμού γύρω στο 19,3% και αύξηση των φορολογικών εσόδων 41,9%. Δηλαδή το ποσοστό αύξησης των φόρων είναι υπερδιπλάσιο του πληθωρισμού. Και είναι μάλιστα αξιοσημείωτο, ότι χρόνο με το χρόνο η "ψαλίδα" μεγαλώνει, ενώ ταυτόχρονα, βαθαίνει το ταξικό περιεχόμενο της φορολογικής πολιτικής