Κυριακή 11 Ιούλη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Το χαμόγελο της Τρυφωνίας

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Η ταμπέλα που δείχνει προς τα βόρεια γράφει "Σέλι". Η άλλη που δείχνει προς τα δυτικά γράφει Κοζάνη. Κι αμέσως μετά, τα φρουτάδικα. Η κυρία Ευτέρπη με τις κίτρινες σαγιονάρες. Στη γωνία, η βρύση και πάνω της καρφωμένη η επιγραφή "Σύκα ΑΑΑ". Εγώ, σφηνωμένος ανάμεσα στο τιμόνι και στη δεύτερη, ανεβαίνω για τη Ζωοδόχο Πηγή κι από εκεί στο Πολύμυλο. Ο κάμπος της Κίτρινης Λίμνης, όπου η Νέα Εγνατία και οι αρχαιολογικές ανασκαφές δεξιά και αριστερά. Και η Αρετή Κυριλίδου, τρία χρόνια πτυχιούχος της Αρχαιολογίας με βαθμό "Λίαν Καλώς", ξανθή και ηλιοκαμένη, να διευθύνει 150 εργάτες και μέσα από το βυσσινί "taper ware", να παίρνει και να μασουλάει κεράσια, μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος, να τσουβαλιαστούν τα αρχαία "κακήν κακώς". Για να πάρει το δρόμο της επιστροφής, όπου την περιμένουν ανεκπλήρωτες αποφάσεις και εκείνα τα μισοτελειωμένα όνειρα για μεγάλες ανασκαφές σε φαραωνικούς τάφους στις πλαγιές της Νινευή και στα κράσπεδα του Αμού Νταριά, απέναντι στην έρημο της μαύρης γης, όπου ο Μεγαλέξανδρος βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στην Πύλη της Βακτριανής, άπλυτος και έτοιμος για το δρόμο της επιστροφής.

Και τότε είναι που αποφάσισα να σταματήσω στο πρώτο φρουτάδικο. Εσύ επέμενες πως τα νεκταρίνια πρέπει να είναι σκληρά, εγώ παιδευόμουνα να εντοπίσω ανάμεσα στα πράσινα βερίκοκα τις μυρωδιές της παιδικής μου ηλικίας, και από το μικρό καφενεδάκι ακουγόταν ο Καζαντζίδης. Κάτι ανάμεσα στη "Ζιγκουάλα" και στην "Αρχόντισσα". Και τότε είναι που συνειδητοποίησα πως το ελληνικό καλοκαίρι δεν είναι αριθμοί καυσώνων και περιγραφές ακτών. Δεν είναι οι λόφοι των φρούτων και τα νυχτερινά παράθυρα, όπου ενίοτε προβάλλονται μηριαία θεάματα, αναπεπταμένοι βόστρυχοι και οσμές αντηλιακών επαλείψεων. Το ελληνικό καλοκαίρι είναι δρόμοι ζωής, που διασχίζουν τοπία ανθρώπων, προοπτικές μελλοντικών κορυφώσεων, είναι δρόμοι ζωής, που διασχίζουν ανεξήγητες σιωπές και υπερβαίνουν καθημερινά άγχη και υποσχέσεις πεπερασμένης ευμάρειας.

Πήρα παραμάσχαλα την πράσινη σακούλα και έφυγα. Εφτασα στο Δισπηλιό, έστριψα στον πρώτο δρόμο, που λένε πως πάει βόρεια, λάθος προσανατολισμού. Εκεί θα αρχίζαμε τη δουλιά. Ολα ήταν έτοιμα, τα εργαλεία, η γραφική ύλη, οι πλαστικές σακούλες για τα ευρήματα και στα μικρά σακίδια τα επιστολόχαρτα, οι ξεχασμένες διευθύνσεις, οι υποσχέσεις για γρήγορη επιστροφή και μισοσβησμένοι τίτλοι αγαπημένων τραγουδιών. Καθίσαμε πάνω στο χόρτο και αρχίσαμε να κοιτάμε τη λίμνη. Στα ιδρωμένα μας πρόσωπα, έπεφταν σκιές περίεργων δέντρων, που είχαν μέσα τους κάτι από τη σοβαρότητα του Γράμμου και την υγρή πίκρα που στέλνει σε μικρά δεμάτια λουλουδιών το Βίτσι. Εξαντληθήκαμε, προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τη σιωπή του τοπίου, γιατί δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις, αν αυτή είχε σχέση με την ακύμαντη επιφάνεια της λίμνης ή τις μακρινές αντιφωνήσεις του Εμφύλιου, που ήμασταν βέβαιοι πως μας παραμόνευαν πίσω από εξάρσεις υψηλών δέντρων και ηρωικών κορυφώσεων. Επρεπε, όμως, να δώσουμε ένα τυπικό τέλος στην πρώτη ημέρα και κατευθυνθήκαμε προς τη μοναδική ταβέρνα του χωριού. Ούτε ρωτήσαμε, αν μας ήθελαν, αν μπορούσαν να σβήσουν τη δίψα του απογευματινού μας μόχθου. Σωριαστήκαμε στις πλαστικές καρέκλες και τότε βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το πρώτο χαμόγελο της ημέρας. Ηταν κρεμασμένο εκεί πίσω από το επαγγελματικό ψυγείο και μπροστά στις αναλαμπές, που κατέτρωγε τις ανυπεράσπιστες σάρκες των βραδινών εδεσμάτων, ήταν το χαμόγελο της Τρυφωνίας. Και από τότε, εφτά ολόκληρα καλοκαίρια δουλιάς και έρευνας, αυτό το χαμόγελο ήταν το σημείο αναφοράς της συλλογικής μας ανεμελιάς. Οσοι έρχονταν και έφευγαν, σοφοί ή σοφότεροι, ευτυχισμένοι ή μη, έβρισκαν πάντοτε καιρό να σχολιάσουν το χαμόγελο της Τρυφωνίας. Ηταν, σχεδόν, όπως και τα υλικά που έβγαιναν από την ανασκαμμένη γη της αρχαιολογικής μας προσπάθειας. Ηταν, σχεδόν, όπως η αναπαιστική διήγηση της στρωματογραφίας. Ηταν μαζί το μυστικό και η εξομολόγηση ενός προσώπου, που το είχε σκάψει μια ζωή, για την οποία κανείς μας δεν ήξερε τίποτε. Ωσπου ένα απόγευμα η Τρυφωνία, χωρίς το χαμόγελό της, άρχισε να λέει: - Δουλεύω από δώδεκα χρονών. Στα οχτώ μου με έβαλαν στο ορφανοτροφείο. Η μάνα πέθανε, γιατί την έδειραν τα "σκυλιά". Ο πατέρας μου ήταν κλεισμένος στη φυλακή, γιατί ήταν αντάρτης. Γιατί να τα θυμούμαι, όμως, τώρα που ζω;

Και έτσι, μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού, το χαμόγελο της Τρυφωνίας δεν ήταν πια μια απλή γκριμάτσα. Ηταν ο μορφασμός μιας περιπέτειας, που μέτρησε ανάμεσα στο Γράμμο και στο Βίτσι μέρες δύσκολες και σκληρές, κάτι ανάμεσα από μύθο και πικρή ιστορία.

Οσοι έρχονταν και έφευγαν, σοφοί ή σοφότεροι, ευτυχισμένοι ή μη, έβρισκαν πάντοτε καιρό να σχολιάσουν το χαμόγελο της Τρυφωνίας. Ηταν σχεδόν, όπως και τα υλικά που έβγαιναν από την ανασκαμμένη γη της αρχαιολογικής μας προσπάθειας. Ηταν σχεδόν, όπως η αναπαιστική διήγηση της στρωματογραφίας. Ηταν μαζί το μυστικό και η εξομολόγηση ενός προσώπου, που το είχε σκάψει μια ζωή, για την οποία κανείς μας δεν ήξερε τίποτε


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ